Στα πλαίσια της κυκλοφορίας της Τριλογίας του “Μακεδονικού Αγώνα” η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου κατέθεσε τα ερωτήματά της στο συγγραφέα Θοδωρή Παπαθεοδώρου. Από αυτή την πραγματικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη μάθαμε όχι μόνο για τα βιβλία του, την οπτική ενός συγγραφέα αλλά και απόψεις για ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, αυτό της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ανθρώπινος, ξεκάθαρος αλλά και συγκεκριμένος ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου δεν άφησε ερώτημα αναπάντητο.

Ο συγγραφέας της σειράς ‘Τριλογία του Μακεδονικού Αγώνα’, Θοδωρής Παπαθεοδώρου

  1. Καλησπέρα σας. Να ευχηθούμε καταρχάς μια καλή επιτυχία στην Κυκλοφορία του Νέου σας βιβλίου «Συναξάρια της μικρής Πατρίδας». Ευχόμαστε τύχη αγαθή.

Σας ευχαριστώ θερμά, είναι ίσως η πλέον πρωτότυπη και η πλέον ουσιώδης ευχή που έχω ακούσει τις τελευταίες ημέρες. Αντεύχομαι δημοσιογραφικές επιτυχίες, όχι απλώς κραυγαλέες, μα ουσιώδεις.

  1. Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε την συλλογιστική πορεία των ερωτήσεών μας από το εξής: Η κουβέντα περί ‘Μακεδονικού’ είναι – αν μη τι άλλο πολιτικά – πολύ μεγάλη. Τι σας έκανε να αγγίξετε αυτό το θέμα στα βιβλία σας;

Όσοι αναγνώστες και όσες αναγνώστριες με τιμούν διαβάζοντας τα έργα μου, γνωρίζουν ότι η συγγραφική μου πορεία εδράζεται κατά κύριο λόγο στο Ιστορικό Μυθιστόρημα και μάλιστα σε ιστορικές περιόδους σκοτεινές, πολλές φορές οδυνηρές και βρόμικες, που όμως ελάχιστα γνωρίζουμε όλοι μας γι’ αυτές. Όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος που ανέπτυξα στις «Κόρες της Λησμονιάς» και στα άλλα τρία Μυθιστορήματα που ακολούθησαν. Μετά τον Εμφύλιο λοιπόν, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ασχοληθώ με μια άλλη άγνωστη, το ίδιο σκοτεινή και οδυνηρή, περίοδο στην ιστορία του λαού μας, τον Μακεδονικό Αγώνα. Βήμα προς βήμα και γεγονός προς γεγονός, τα μυθιστορήματα παρακολουθούν τον αγώνα του δοκιμαζόμενου από τη σλαβική λαίλαπα Ελληνισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, δίχως όμως να καλύπτουν ή να εξοβελίζουν την συνταρακτική, θέλω να πιστεύω, μυθιστορηματική πλοκή.

  1. Μένουμε λίγο ακόμα στα πολιτικά, μιας και τα βιβλία σας κρύβουν μέσα τους ένα πολύ επίκαιρο ζήτημα. Αν μπορούσατε να μεταφέρετε κάτι από τα βιβλία σας στην πολιτική ζωή της χώρας και να ακουστεί στις διαπραγματεύσεις για παράδειγμα της «Συμφωνίας των Πρεσπών» τι θα ήταν αυτό;

Ήμουν ξεκάθαρος εξαρχής. Διαφωνώ με τη συγκεκριμένη συμφωνία, μα όχι τόσο για το όνομα, όσο για την αναγνώριση από μέρους μας «μακεδονικής γλώσσας» και κυρίως «μακεδονικής εθνότητας». Αυτή η αναγνώριση ανοίγει μια κερκόπορτα από την οποία μπορεί να περάσουν θέματα μειονοτικά και κατά συνέπεια αλυτρωτικά. Ποια «μακεδονική γλώσσα»; Ο κάθε Βορειοελλαδίτης ξέρει πως τα σκοπιανά είναι μια βουλγαρική διάλεκτος στην οποία ο Τίτο πρόσθεσε ολίγα Σερβοκροατικά για πολιτικούς λόγους και στην οποία, επίσης για πολιτικούς λόγους, προστέθηκαν το 1992 και ολίγα αλβανικά. Ένας επίπλαστος αχταρμάς δηλαδή. Χειρότερο όμως κι από αυτό, είναι η αναγνώριση «μακεδονικής εθνότητας». Οποιαδήποτε στιγμή πλέον, ο κάθε τυχάρπαστος, προβοκάτορας ή απλώς ψωνισμένος που ποθεί δημοσιότητα,  μπορεί να δηλώσει πως ανήκει στη «μακεδονική εθνότητα» και να προσφύγει στα ελληνικά ή τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ζητώντας μειονοτικά σχολεία, αναγνώριση αλυτρωτικών σωματείων,  αναγνώριση αλυτρωτικών δικαιωμάτων και πάει λέγοντας. Άλλη μια «Θράκη» δηλαδή στα βορειοδυτικά σύνορά μας. Το σηκώνει αυτό η πατρίδα μας σήμερα;

  1. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι γυναίκες στα μυθιστορήματά σας, «οι Ελληνίδες, οι Μακεδόνισσες». Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική καθώς γενικά σε παρόμοια ιστορικά μυθιστορήματα μάλλον στο επίκεντρο βρίσκονται οι άντρες αγωνιστές. Τι σας έκανε να εστιάσετε στην γυναικεία παρουσία;

Ακριβώς όπως πολύ σωστά το είπατε, η Ιστορία αγαπά τους ήρωες, τους πολεμιστές, τους άνδρες, αυτούς έχει καταγεγραμμένους στα βιβλία της, αυτούς μνημονεύει. Και μαζί της όλοι εμείς. Πίσω όμως από όλους αυτούς τους ήρωες υπάρχουν χιλιάδες άγνωστες γυναίκες που πάλεψαν κι αγωνίστηκαν, που μάτωσαν για την πατρίδα μας. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, υπήρξαν εκατοντάδες τέτοιες γυναίκες. Νοσοκόμες που περιέθαλπαν λαβωμένους Μακεδονομάχους, ταχυδρόμοι που μετέφεραν έγγραφα, κώδικες, ακόμη και πυρομαχικά στα μισοφόρια τους, αγρότισσες που εφοδίαζαν με τρόφιμα τα Ελληνικά Σώματα και έκρυβαν κυνηγημένους. Μα πρωτίστως, υπήρχαν οι δασκάλες. Εκατοντάδες δασκάλες στα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης που ολομόναχες, με το κομιτατζήδικο μαχαίρι στον σβέρκο τους, πάλεψαν να διδάξουν τη γλώσσα, το φρόνημα και την ψυχή του Ελληνισμού στα παιδιά μας, πολλές φορές θυσιάζοντας την ίδια τη ζωή τους, όπως η Βελίκα Τράικου ή η Αικατερίνη Χατζηγεωργίου. Σε αυτές τις Γυναίκες, με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, είναι αφιερωμένο το μυθιστόρημα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ, το πρώτο μυθιστόρημα στην Τριλογία του Μακεδονικού Αγώνα.

Ανακαλύψτε τη σειρά στην σελίδα των εκδόσεων Ψυχογιός

  1. Παράλληλα με τον σημαίνοντα ρόλο των γυναικών αυτών, των πρωταγωνιστριών μας, βλέπουμε τους γνωστούς αγωνιστές της εποχής και τις σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως ο Παύλος Μελάς και ο Τέλος Άγρας, να δρουν κάπως στο φόντο χωρίς να τους αφαιρείται ωστόσο η σημασία τους, αλλά μάλλον σαν μέρος του συνόλου. Πρόκειται για ακόμα μια ιδιαίτερη οπτική των βιβλίων σας. Πώς προέκυψε αυτή η προσέγγιση;

Είναι, ούτως ειπείν και τηρουμένων των αναλογιών, κάτι σαν τον Άγνωστο Στρατιώτη στην Πλατεία Συντάγματος. Ένας φόρος τιμής στους χιλιάδες που θυσιάστηκαν κι όχι μόνο στους γνωστούς, επώνυμους ήρωες, που, βεβαίως, δεν μπορούν να απουσιάζουν πλήρως από τις αφήγηση.

  1. Διαβάσαμε κάπου ότι τα βιβλία σας βασίζονται σε πραγματικές σας συζητήσεις με ανθρώπους που βίωσαν τον Μακεδονικό Αγώνα. Έχετε να μας μεταφέρετε κάποιο κλίμα από αυτές τις συζητήσεις; Πώς πραγματοποιήθηκαν;

Γράφω μυθιστορήματα αγαπητή κ. Κωνσταντίνου, όχι ακαδημαϊκά δοκίμια. Συνεπώς δεν με ενδιαφέρει πόσα φυσίγγια μετέφερε ακριβώς ο Παύλος Μελάς ανεβαίνοντας στη Μακεδονία, μα ποια ήταν η μυστική ουσία που φλόγισε την ψυχή αυτού του πλούσιου και ευκατάστατου ανθρώπου ώστε να παρατήσει τις απολαύσεις και το βόλεμα των Αθηνών και να ανέβει στη Μακεδονία για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους αδελφούς του γνωρίζοντας πόσο δυσχερές θα ήταν το τόλμημά του, γνωρίζοντας ενδεχομένως πως μπορεί να θυσίαζε και την ίδια του τη ζωή. Κατά συνέπεια, η έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής, μια μακρά, επίμοχθη, αλλά και πολλάκις συγκινητική εμπειρία, δεν αφορούσε μόνο μελέτες επί μελετών σε βιβλιοθήκες. Αφορούσε και οδοιπορικά σε όλους τους τόπους που διαδραματίζονται τα γεγονότα, αφορούσε και κουβέντες με τους γεροντότερους ανθρώπους αυτών των τόπων που μου άνοιξαν το σεντούκι της ψυχής τους και μοιράστηκαν μαζί μου τις αναμνήσεις και τις ιστορίες των παππούδων τους. Η πλέον συγκινητική στιγμή ήταν για εμένα όταν στο ορεινό χωριό Μελάς, τότε Στάτιστα, στο σπίτι του Βασίλειου Ντίνα που φιλοξένησε τον Παύλο Μελά εκείνο το μοιραίο βράδυ της 13ης Οκτωβρίου 1904, στο σπίτι που λαβώθηκε και ξεψύχησε και που ακόμα σώζεται, συνάντησα τον ηλικιωμένο ενενηντάχρονο ορεσίβιο που το συντηρεί και το φροντίζει. Το όνομά του είναι Βασίλειος Ντίνας και είναι εγγονός εκείνου του ανθρώπου που φιλοξένησε τον Παύλο Μελά. Όταν κουβεντιάσαμε, όταν μου εξιστόρησε όσα του είχε εμπιστευτεί ο παππούς του για εκείνο το μοιραίο βράδυ, τα χέρια του έτρεμαν, η φωνή του κόμπιαζε, τα μάτια του είχαν βουρκώσει, μου μετέδιδε μία φόρτιση και μια ανάταση που θα ήταν αδύνατο να μου τη μεταδώσει οποιοδήποτε βιβλίο. Ώρες αργότερα κατηφόρισα κι εγώ από εκείνο το ορεινό χωριό των είκοσι κατοίκων με μάτια βουρκωμένα και με την ανάσα μου να τρέμει. Τούτα τα συγκλονιστικά συναισθήματα προσπαθώ να μοιραστώ με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές μου.

  1. Σε ιστορικά μυθιστορήματα όπως είναι γενικά το είδος που σας βλέπουμε να πρωτοστατείτε υπάρχει μια ακροβασία μεταξύ ιστορικών γεγονότων/ πραγματικότητας και ενός ρομαντισμού, που χαρακτηρίζει τα μυθιστορήματα. Πώς ισορροπείτε μεταξύ των δύο στοιχείων;

Θα σας απαντήσω απολύτως ειλικρινά. Δεν γνωρίζω. Προσπαθώ απλώς να αφηγηθώ όσο απολαυστικότερα, αναγνωστικά εννοώ, και όσο πιστότερα γίνεται τα γεγονότα. Ιστορία και λογοτεχνία να βαδίζουν πλάι πλάι, δίχως η μία να εξοβελίζει την άλλη, δίχως η παράθεση στοιχείων να σκεπάζει ή να απογυμνώνει την, συνταρακτική ελπίζω, μυθιστορηματική πλοκή. Χωρίς να θέλω να ακουστώ υπερφίαλος, γράφω αυτά που θα μου άρεσε να διαβάζω ο ίδιος και ελπίζω κάθε φορά να αρέσει και στους αναγνώστες. Ιδιαίτερα απαιτητικούς οφείλω να πω όσον αφορά το Ιστορικό μυθιστόρημα αφού εμπλέκονται πολιτικές, ιδεολογίες και ακανθώδη γεγονότα.

  1. Τι θα δούμε στο νέο σας βιβλίο «Συναξάρια της μικρής Πατρίδας», στην ολοκλήρωση αυτής της τριλογίας; Υπάρχουν σημεία που θα προτείνατε στον αναγνώστη να σταθεί περισσότερο;

Με απασχόλησε ιδιαίτερα η μνήμη. Η συναισθηματική, αλλά και η ουσιαστική σημασία της μέσα στις ψυχικές διεργασίες του καθενός από εμάς που κουβαλά μέσα στις ρίζες και στα γονίδιά του αυτό το τόσο βαρύ ιστορικό φορτίο. Πέρα από την μεγίστη, κατά τη γνώμη μου, αρετή της Φιλοπατρίας που διαπερνά ολάκερη την Τριλογία, αλλά βαθύτατα πιστεύω πως διαπερνά και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία οριζόντια και ανεξάρτητα από απόψεις και ιδεολογίες, θέλησα να συλλογιστώ και πάνω στην ατομική και συλλογική μνήμη. Έτσι διαμόρφωσα την κατακλείδα του έργου σε μία φράση που εκφράζει όσα νιώθω κι όσα θέλω να πω: «Οι μόνοι τάφοι των νεκρών, είναι οι καρδιές των ζωντανών». Ήτοι, οι δικές μας καρδιές που απολαμβάνουν σήμερα την Ελευθερία, την ειρήνη και την ασφάλεια που εκείνοι οι υπέροχοι Έλληνες μας χάρισαν με τη θυσία τους.