Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Μέσα σε όλα όσα ζήσαμε κατά τη διάρκεια αυτής της ζοφερής πανδημίας ήρθε να προστεθεί μια «εθνική επιτυχία»: Η πώληση της ελληνικής start up InstaShop έναντι του υψηλού τιμήματος των 360 εκατομμυρίων δολαρίων σε γερμανικό κολοσσό. Μάλιστα η επιτυχία αυτή κρίθηκε τόσο σημαντική που απέσπασε χαιρετισμό από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, έναν πρωθυπουργό ο οποίος φέρει τον τίτλο του μεταρρυθμιστή, καθώς φιλοδοξεί να στρέψει την Ελλάδα στην πιο πράσινη και μοντέρνα εκδοχή της.

Σημαντικό κομμάτι της επαγγελματικής του εμπειρίας πριν την είσοδο του στην πολιτική ήταν στον τομέα των νεοφυών επιχειρήσεων, τις οποίες και προωθεί ως νέο γρανάζι στη μηχανή της ανάπτυξης που πρόκειται να έλθει ακόμη και αν το «πότε» μας είναι για την ώρα ασαφές.

Θα ήταν εύλογο λοιπόν κάποιος να θεωρήσει πως με αυτές τις περγαμηνές ήρθε η ώρα να λάμψουν οι start up στην Ελλάδα και το όραμα των νέων να μεταστραφεί από μια θέση στο δημόσιο στην ολοδική τους επιχείρηση. Τέτοιες σκέψεις και ιδέες δυστυχώς δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Ο συμβολισμός των start up είναι μια μη αποκλειστικά αμερικανική εκδοχή του αμερικανικού ονείρου. Αν έχεις μια ιδέα και τη θέληση, μπορείς να πετύχεις.

Αυτό που φαίνεται να ξεχνάμε συχνά να αναφέρουμε είναι πως σε ποσοστό περί του 90% οι start up οδηγούνται σε αποτυχία. Στις μακρινές Η.Π.Α όπου η απόπειρα στο επιχειρείν θεωρείται σχεδόν παράσημο αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Τι συμβαίνει όμως στη «γηραιά» Ευρώπη; Και δη στο τμήμα της όπου ο όρος επιχειρηματίας μέχρι πρότινος θεωρούνταν συνώνυμο των «λαμόγιο», «αλήτης» ή «φοροφυγάς»; Αν δε πρόκειται για κάποιον νεαρό με έφεση στους υπολογιστές, η «θεωρία» δεν έχει τελειωμό καθώς το παιδί για τον περίγυρο απλά «βαριέται να πάει να δουλέψει». Η διαφορά στο mentalité πιστεύω έγινε σαφής.

Φυσικά αυτό από μόνο του δεν αποτελεί εμπόδιο στις φιλοδοξίες κάποιου. Εμπόδια θα ήταν  τα χρήματα, η υποστήριξη και φυσικά η στάση του κράτους. Το νομικό πλαίσιο της Ελλάδας δεν είναι κάτι που ξεπερνάς εύκολα. Μια αποτυχημένη εταιρία μπορεί να σου δημιουργήσει εκκρεμότητες βάσει των οποίων βρίσκεσαι κυνηγημένος του κράτους για δεκαετίες. Ξαφνικά η start up μοιάζει λιγότερο  με ονειρική ευκαιρία και περισσότερο με τρέλα.

Επόμενη πρόκληση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένας start upper είναι η εύρεση χρηματοδότησης. Στην Ελλάδα με ένα από τα πιο συντηρητικά τραπεζικά συστήματα και VCs(Venture Capitals), μικρότερα των χωρών που θαυμάζουμε, η χρηματοδότηση αποτελεί άλλον ένα βραχνά που καλείται ό εν λόγω νεαρός να ξεπεράσει μόνος του. Με τα εργασιακά έρχεται και η ταφόπλακα του εγχειρήματος. Είτε start up, είτε περίπτερο, στην Ελλάδα το πλαίσιο απολύσεων είναι τόσο επιβαρυντικό για τις ίδιες τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να σκέφτονται διπλά πριν προβούν σε οποιαδήποτε πρόσληψη. Η δε τηλεργασία είναι ένα θέμα το οποίο ελπίζουμε να λυθεί επ’ αφορμής της πανδημίας.

Όλα αυτά βέβαια ισχύουν μόνο για το εσωτερικό και εν πολλοίς καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο λόγος που οι Έλληνες επιχειρηματίες καταξιώνονται στο εξωτερικό είναι ο ίδιος που πνίγονται στην Ελλάδα. Δημόσιο, γραφειοκρατία, χρηματοδότηση, φορολογία και έλλειψη ευκαιριών καταλαμβάνουν τους βασικούς ρόλους των δαιμόνων που καραδοκούν στην ιδιωτική οικονομία.

Για τους άνω λόγους λοιπόν δεν είναι σπάνιο να βλέπουμε τους Έλληνες start uppers να διακρίνονται σε χώρες του εξωτερικού μιας και η δική τους πατρίδα δεν έχει καταφέρει να σταθεί επάξια στο ύψος των περιστάσεων. Αν θέλουμε λοιπόν να ζήσουμε και άλλες εθνικές επιτυχίες, έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε.