Γράφει ο Αλέξανδρος Σγαρδώνης

Με αφορμή τον φυγόποινο Χρήστο Παππά, η κοινωνία δια μέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης ήρθε σε  επαφή με το καθεστώς των φυγόποινων ατόμων στην Ελλάδα χωρίς όμως να γίνεται ευρέως αντιληπτή η πραγματική κατάσταση του προβλήματος.

Πρωταρχικά για να γίνω αντιληπτός με τον όρο φυγόποινος εννοούμε εκείνο το άτομο που έχει καταδικαστεί  για ένα αδίκημα , αλλά αποφεύγει να μην παρουσιαστεί στις αρχές επειδή επιδιώκει να μην εκτελεστεί η ποινή που του έχει υποβληθεί. Αντίστοιχα φυγόδικος είναι εκείνος που δεν παρουσιάζεται να δικαστεί.  Οι φυγόποινοι στην Ελλάδα διακρίνονται σε αυτούς που έχουν καταδικαστεί σε μία πρωτόδική ή αμετάκλητη ποινή καθώς και στα άτομα για τα οποία έχει εκδοθεί σε βάρος τους ένταλμα σύλληψης. Η δεύτερη κατηγορία αφορά κυρίως άτομα τα οποία φέρεται να έχουν διαπράξει κάποιο κακούργημα ή έχουν παραβιάσει κάποιον περιοριστικό όρο που του έχει υποβληθεί. Σε περίπτωση σύλληψης, ο φυγόποινος αφού πρώτα σημανθεί οδηγείται στον εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών όπου και εκδίδει φυλακιστήριο σε βάρος του. Αν ο συλληφθείς  αναζητείται με ένταλμα σύλληψης, τότε παραπέμπεται στην εισαγγελία η οποία έχει εκδώσει το ένταλμα ακόμα και αν συλληφθεί εκτός ορίων αρμοδιότητας της.

Το πραγματικό όμως πρόβλημα με τους φυγόποινους ή διωκόμενους είναι ο αριθμός τους. Κάθε εισαγγελία της χώρας μας εκδίδει εντάλματα και καταδικαστικές αποφάσεις και τις κοινοποιεί στις διωκτικές αρχές προκειμένου να συλληφθούν. Ο αριθμός τους μεταβάλλεται συνεχώς με μία έντονη αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Μόνο για το έτος 2015 τα αναζητούμενα διωκόμενα πρόσωπα για τα οποία είχαν κοινοποιηθεί τα καταδιωκτικά τους έγγραφα στις διωκτικές υπηρεσίες των  περιοχών  της Ομόνοιας, του Αγίου Παντελεήμονα και των Πετραλώνων ανέρχονταν σε 32.000. Σήμερα ο ακριβής τους αριθμός παραμένει άγνωστος στο κοινό καθότι δεν υπάρχει μία ενιαία στατιστική του υπουργείου δικαιοσύνης η οποία να αναγράφει όλη την πορεία των αναζητούμενων προσώπων. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι ο αριθμός τους προσεγγίζει περίπου τις 50.000 σε όλη την χώρα και οι λόγοι που ευθύνονται για τον μεγάλο όγκο των φυγόποινων είναι τόσο οικονομικοί όσο και πολιτικοί.

Στους οικονομικούς λόγους εντάσσεται τόσο το καθημερινό κόστος διαβίωσης των κρατουμένων στην χώρα μας όσο και το μέγεθος των κρατουμένων το οποίο μπορεί να αντέξει το σωφρονιστικό μας σύστημα. Το σωφρονιστικό σύστημα της χώρας μας αντέχει να στεγάσει 10.000 κρατουμένους σε φυσιολογικές και ανθρώπινες συνθήκες. Όταν το νούμερο αυτό ξεπεραστεί τότε οι κρατούμενοι είτε στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον είτε εντός των φυλακών διαμορφώνονται χώροι και δημιουργούνται αυτοσχέδια κελιά. Εκτός των φυλακών ψηφίζονται νόμοι αποσυμφόρησης με τα αποτελέσματα τους να φαίνονται στην κοινωνία. Όσον αφορά το κόστος διαβίωσης των κρατουμένων το ποσό είναι εξωπραγματικό αν σκεφτεί κανείς ότι για κάθε μέρα κράτησης του ένας κρατούμενος επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με 5,87 ευρώ για την σίτισή του. Ουσιαστικά το κράτος πληρώνει τον κάθε κρατούμενο αυτό το πόσο κάθε μέρα προκειμένου να σιτιστεί επαρκώς. Αυτό το ποσό δεν τον εισπράττει ο κρατούμενος αλλά οι  εταιρείες ή οι φορείς που έχουν αναλάβει την  σίτιση των κρατουμένων. Για το μέγιστο όριο των κρατουμένων στις φυλακές (10.000)  η καθημερινή δαπάνη  μόνο για το φαγητό τους ανέρχεται σε 58.700 ευρώ ημερησίως. Βέβαια ο αριθμός των 10.000 είναι πλασματικός αν αναλογιστεί κανείς ότι για τον Μάιο του 2020 στις Ελληνικές φυλακές υπήρχαν 12.703 κρατούμενοι. Συνεπώς το καθημερινό κόστος διατροφής των κρατουμένων είναι πολύ μεγαλύτερο. Επιπρόσθετα, όσον αφορά τα εντάλματα σύλληψης, οι συλληφθέντες αφού περάσουν από τον εισαγγελέα εκτέλεσης ποινών του τόπου σύλληψης, πρέπει, εφόσον δεν εκκρεμούν έτερα καταδιωκτικά έγγραφα, να μεταχθούν στους αρμόδιους εισαγγελείς οι οποίοι εκδώσαν τα εντάλματα. Έτσι ακόμα και αν κάποιος συλληφθεί στην Αθήνα και εκκρεμεί σε βάρος του ένταλμα από την εισαγγελία Μυτιλήνης θα πρέπει ,μετά το πέρας των διαδικασιών στην Αθήνα να μεταχθεί στην Μυτιλήνη με πλοίο της γραμμής.  Συνυπολογίζοντας και τα λειτουργικά έξοδα μιας φυλακής καθώς και τις δαπάνες για υλικό, τις μεταγωγές σε δικαστήρια και νοσοκομεία καθώς και τους μισθούς και τις ασφαλίστηκες εισφορές  των σωφρονιστικών υπαλλήλων γίνεται αντιληπτό ότι αν ξαφνικά σε μια μέρα συλληφθούν όλοι οι φυγόποινοι και φυγόδικοι  τότε το σύστημα θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.

Στους πολιτικούς λόγους εντάσσονται κυρίως οι διμερής συμφωνίες και οι συνθήκες που έχουν υπογράψει οι χώρες έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης και οι χώρες όπου βρίσκονται οι καταζητούμενοι. Η Ελλάδα είναι μέρος τόσο της Interpol όσο και του Ευρωπαϊκού συστήματος πληροφοριών Schengen (Schengen Information System, S.I.S). Παρόλα αυτά κάποιες χώρες οι οποίες είναι μέλη της Interpol επί της ουσίας δεν συνεργάζονται με τις Ελληνικές αρχές και δεν εκδίδουν στην χώρα μας άτομα που έχουν διαφύγει σε αυτές παρά το γεγονός ότι από τα 200 κράτη ανά το κόσμο μόνο 16 δεν ανήκουν στην Interpol.  Κυρίως πρόκειται για  χώρες της Λατινικής Αμερικής και  της Ινδονησίας όπου οι εκτάσεις τους είναι αχανείς και η διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων σε πολύ μεγάλο βαθμό. Επιπρόσθετα, μέχρι και το έτος 2004 η Ελλάδα είχε υπογράψει διμερείς συμβάσεις έκδοσής κρατουμένων μόνο με 17 κράτη ανά την υφήλιο. Οι παραπάνω δυσχέρειες αποτυπώνονται και σε επίσημες στατιστικές αν αναλογιστεί κανείς ότι το έτος 2003 έγιναν στην Ελλάδα 16 εκδόσεις διωκόμενων προσώπων ενώ αντίστοιχα την ίδια χρονιά η Ελλάδα έκδωσε σε διάφορες χώρες του κόσμου 50 καταζητούμενα πρόσωπα. Στην χώρα μας επομένως εκδίδονται ελάχιστα διωκόμενα πρόσωπα ακόμα και αν έχουν τελέσει ειδεχθή εγκλήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της μαζικής δολοφονίας της οικογένειας Χρυσαφίδη το καλοκαίρι του 1991. Ο Μιχάλης Χρυσαφίδης, η σύζυγος του Ελίζαμπεθ καθώς και τα δύο του παιδιά Αλέξανδρος και Γιώργος 16 και 18 ετών αντίστοιχα βρέθηκαν δολοφονημένοι με σημάδια βασανισμού στο σώμα τους ενώ η σύζυγος του επιχειρηματία είχε βιαστεί πριν τον θάνατό της. Παρότι η Ελλάδα έχει ζητήσει επανειλημμένως από τις αρχές της Ταϋλάνδης την σύλληψη και έκδοση του πρώην μπάτλερ της οικογένειας Χρυσαφίδη ,Πρέσερτ Σερτσουασανα βασικού υπόπτου για το φρικιαστικό αυτό έγκλημα, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία ενέργεια από την συγκεκριμένη χώρα. Αντίστοιχη κατάληξη είχαν και τα αιτήματα της χώρας μας προς τις αρχές της Ταϋλάνδης για την έκδοση του Παιδεραστή Μιχάλη Δεληγιάννη ο οποίος έχει διαφύγει σε αυτήν την χώρα από το 1994.  Αντίστοιχα και σε χώρες της λατινικής Αμερικής όπου έχουν διαφύγει είτε Έλληνες διωκόμενοι ή αλλοδαποί διωκόμενοι από τις Ελληνικές αρχές η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Χαρακτηριστικά αναφέρω την περίπτωση του Κ.Δημητρίου ο οποίος μαζί με την σύντροφό του Ιωάννα Γκάγκα καταχράστηκαν τεράστια χρηματικά ποσά από την Εθνική τράπεζα από το 1984 έως τι 1986. Αν και η σύντροφός του παραδόθηκε στις αρχές ο Δημητρίου παραμένει ασύλληπτος και ζει μόνιμα στην Βραζιλία. Οι Ελληνικές αρχές έχουν ζητήσει εδώ και δεκαετίες την σύλληψη και την έκδοσή του από τι αρχές της Βραζιλίας καθώς επίσης έχουν ενημερώσει ως προς και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας του καταζητούμενου ατόμου πλην όμως μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατή η σύλληψη του. Επομένως η διαφυγή στο εξωτερικό αποτελεί έναν παράδεισο για έναν καταζητούμενο.

Όσον αφορά τις καταδικαστικές αποφάσεις, αυτές παραγράφονται μετά από 10 χρόνια για τα πλημμελήματα και 20 για τα κακουργήματα. Ενώ αν η πράξη είναι πλημμέλημα και βρίσκεται στο στάδιο της δίκης τότε η πράξη παραγράφεται στα 5 χρόνια από την στιγμή που έγινε το αδίκημα. Καθίσταται αναγκαίο όμως από όλους μας να συνειδητοποιήσουμε το εξής ότι πίσω από κάθε καταδικαστική απόφαση υπάρχει ένα θύμα το οποίο μετά από επίπονο και μακρόχρονο αγώνα δικαιώνεται. Αν ο δράστης του εγκλήματος αποφύγει την σύλληψη τότε το θύμα νιώθει μία απέχθεια και μια βαθειά οργή έναντι του κρατικού μηχανισμού. Το περί δικαίου αίσθημα και η τήρηση της τάξης διαταράσσονται. Για αυτόν  τον λόγω επιβάλλεται πλέον τόσο η δημιουργία νέων φυλακών όσο και η ηλεκτρονική επιτήρηση των υποδίκων που βρίσκονται εκτός φυλακής ώστε να αποτραπεί η διαφυγή τους.

Η περίπτωση του Χρήστου Παππά δεν ήταν η μοναδική στα Ελληνικά δικονομικά χρονικά. Χιλιάδες συμπολίτες μας έχουν μιμηθεί το παράδειγμά του καθότι είτε δεν θέλουν να πάνε φυλακή γιατί γνωρίζουν ότι θα μείνουν ένα χρονικό διάστημα έγκλειστοι, είτε όπως στην περίπτωση Παππά πιστεύουν ότι θα αθωωθούν στο Εφετείο και δεν θέλουν να χάσουν χρόνο από την ζωή τους στις φυλακές και αποφασίζουν να ρισκάρουν και να ζήσουν ως κυνηγημένοι. Διότι ακόμα και να αθωωθούν στο Εφετείο ,η διεκδίκηση αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο είναι χρονοβόρα. Στην απόφασή τους να γίνουν φυγάδες  συμβάλει και ο παράγοντας της κρατικής πολιτικής για τους φυγόποινους και τους φυγόδικους. Από την στιγμή που δεν υπάρχει καμία κύρωση  ή αύξηση της ποινής του όταν κάποιος δεν παρουσιάζεται αυτοβούλως για να συλληφθεί τότε ο καθένας μπορεί να γίνει φυγόποινος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δραπέτες των φυλακών ή με όσους δεν επιστρέφουν από άδεια. Από την στιγμή που η απόδραση από τις φυλακές τιμωρείται στην χώρα μας ως πλημμέλημα  με ένα χρόνο φυλάκιση τότε ο κάθε κρατούμενος μπορεί να επιχειρήσει την απόδραση του αφού ξέρει ότι θα πέσει στα μαλακά στο δικαστήριο. Με αυτή του την ρύθμιση ο νομοθέτης δείχνει από την μία ευαισθησία προς τους κρατούμενους και υπόδικους οι οποίοι στερούνται το μέγιστο κατοχυρωμένο συνταγματικά αγαθό της ελευθερίας και από την άλλη μία απαξία για τους θεσμούς και το σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης.

Επιπλέον το ίδιο το κράτος με την οργάνωση και την λειτουργία του βοηθάει είτε ηθελημένα είτε άθελά του, τους φυγόποινους. Η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών, ψηφιακής μηχανοργάνωσης και φορέων με αποκλειστικό αντικείμενο τον εντοπισμό και σύλληψη φυγόποινων συντελεί στον  αυξανόμενο αριθμό τους. Ως επί το πλείστον η αστυνομία, πάρα τον μεγάλο φόρτο εργασίας της ,είναι επιφορτισμένη με την ανεύρεση τους, παρά το γεγονός ότι υπάρχει είδη από το 1993 νομοθεσία στην οποία αναφέρεται η ίδρυση της Δικαστικής Αστυνομίας,  μιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης η οποία θα έχει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της την σύλληψη των φυγόποινων. Επιπρόσθετα με βάση το νομοθετικό μας πλαίσιο δεν δημοσιοποιούνται τα στοιχεία των φυγόποινων ούτε επικηρύσσονται έναντι κάποιας αμοιβής. Αντίθετα στην Αμερική υπάρχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις ανεύρεσης φυγόποινων καθώς  και σύγχρονοι κυνηγοί επικηρυγμένων όπου για κάθε διωκόμενο άτομο η αρμόδια εισαγγελία ους επικυρώσει έναντι αμοιβής. Στην Ελλάδα οι μοναδικές επικηρύξεις που έχουν πραγματοποιηθεί είναι από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη  και αφορούν κυρίως σκληρούς κακοποιούς ή φυγάδες όπως ο Β. Παλαιοκώστας.  Όσον αφορά την οργάνωση και λειτουργία του κράτους η περίπτωση του τραγουδιστή και φυγόποινου Κωνσταντίνου Δαναού (Γιαλούρη) αποδεικνύει στην πράξη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να παραμείνει φυγόποινος για 17 χρόνια και να κυκλοφορεί δημοσίως χωρίς αστυνομική ταυτότητα. Υπενθυμίζω ότι το συγκεκριμένο άτομο ήταν τρόφιμος των φυλακών Αλικαρνασσού από το 1996 για απάτες κακουργηματικού χαρακτήρα. Το 2002 δεν επέστρεψε στις φυλακές ύστερα από άδεια που είχε λάβει και έκτοτε ακολούθησε μία ζωή μέσα στην δημοσιότητα. Το δε οξύμωρο στην ιστορία του είναι ότι λόγω της φυλάκισης του η αστυνομική του ταυτότητα  ήταν στα ατομικά έγγραφα των κρατουμένων και θα την παραλάμβανε ξανά μόλις αποφυλακίζονταν. Συμπεραίνουμε  λοιπόν ένα άτομο στην Ελλάδα μπορεί να εργάζεται, να μισθώνει ακίνητα, να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, να μην έχει αστυνομική ταυτότητα και να αναζητείται ταυτόχρονα από την αστυνομία.

Συνεπώς, η παθογένεια του δικονομικού μας συστήματος που είναι οι φυγόποινοι δεν πρόκειται να εξαλειφτούν. Θα συνεχίσουν να υπάρχουν και να αυξάνονται. Όμως δεν πρέπει να αμελούμε το γεγονός ότι κάθε φυγόποινος και φυγόδικος στην χώρα μας κρύβει από πίσω του μια θυματοποίηση και μια ιστορία πόνου και προσβολής εννόμου αγαθού καθώς και ένα θύμα το οποίο επιζητεί τιμωρία του ενόχου. Καθίσταται πλέον η οργανωμένη πολιτεία να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα το συγκεκριμένο ζήτημα και να χαράξει μία νέα στρατηγική αντιμετώπισης του προβλήματος.