Γράφει ο Κωνσταντίνος Γιαρέντης

«Είναι δύσκολο να περάσεις στον Έλληνα την αισθητική του ενδύματος». Με αυτά τα λόγια ο Βασίλης Μπουρτσάλας, ιδιοκτήτης του Bespoke Athens, μου εξήγησε το πρόβλημα που έχει ο σημερινός Έλληνας άντρας με το σακάκι. Η Ελλάδα και οι Έλληνες, την δεκαετία του 2010, πέρασαν πολλές αναπροσαρμογές και αναγκάστηκαν να αναλογιστούν ξανά την ταυτότητά τους ως Έθνος και ως άτομα ξεχωριστά. Μέσα στις διάφορες «αναθεωρήσεις» τους, η γραβάτα τέθηκε ως θέμα μείζονος (!) σημασίας στον δημόσιο διάλογο.

«Βιώνουμε έναν τρομερό ρατσισμό χωρίς κανένα νόημα» συνέχισε ο κύριος Μπουρτσάλας, αναφερόμενος στο πως το πρόβλημα στον ελληνικό χώρο είναι ότι έχουμε μία «ψευδοαριστερή» λογική, όπου ο κοστουμάτος γραβατωμένος είναι αυτός που με τυραννάει. That’s not the case though. Δεν είναι ζήτημα καθαρά ιδεολογικό. Η παλιά αριστερά ήταν κουστουμαρισμένη. «Ο Φλωράκης, για παράδειγμα, (ήταν) από τους πολύ καλοντυμένους. Απλά υπάρχει αυτό το ταξικό πρόβλημα». Έχει περάσει υποσυνείδητα στο μυαλό μας η γραβάτα και το σακάκι ως αποκλειστικότητες της αστικής τάξης, της παλαιοκομματικής άρχουσας τάξης που «κατέστρεψε» την χώρα και μας οδήγησε στην κρίση του 2010. Εκείνη την στιγμή παρατηρείται και η αρχή της φθίνουσας πορείας του σακακιού. Όλοι ξέρουμε ποιος πολιτικός μονοπώλησε την ρητορική μίσους απέναντι στο καλό ντύσιμο, επειδή τάχα ήταν όργανο καταπίεσης και «τεκμήριο» της οικονομικής μας καταστροφής.Βέβαια δεν είναι μόνο η πολιτική ο λόγος που το κοστούμι έχει χάσει την απήχησή του. Το σακάκι είναι κάτι ξενόφερτο στην Ελλάδα, ιστορικά τουλάχιστον. Δεν αναπτύχθηκε αυτόνομα όπως στην Ιταλία ή την Αγγλία. Το σακάκι ήρθε στην Ελλάδα από τους αστούς, εμπόρους που ταξίδευαν στην Ευρώπη και τους στρατιωτικούς που το κληρονόμησαν από τους Βαυαρούς και τους Δανούς. «Έχεις την παλιά αριστοκρατία ή τον στρατό, οι οποίοι φοράνε όλοι αυτά τα κοστούμια που είναι σαν ορθοπεδικό κουτί […] και δεν έχουν καμία αισθητική και καλλιτεχνική άποψη». Δεν έχει περάσει στην συνείδηση του Έλληνα ότι το σακάκι είναι ένας τρόπος έκφρασης, ένα statement που εξωτερικεύει τον ψυχικό του κόσμο. Το βλέπουμε σαν μία στολή, ένα “εργαλείο της δουλειάς” μας, χωρίς να έχει προσωπικότητα.

Η πιο σημαντική αιτία, όμως, που οι Έλληνες, δεν βλέπουμε το σακάκι ως επέκταση του εαυτού μας είναι το ότι οι περισσότεροι, δεν έχουμε αισθητική. Και πώς θα αποκτά ο άνθρωπος αισθητική; Από το περιβάλλον του βέβαια. Ο άνθρωπος είτε γεννιέται με αυτή είτε η ίδια «διαμορφώνεται από τις εικόνες που έχει στο περιβάλλον του». Ο κύριος Μπουρτσάλας αναγνωρίζει δύο θεμελιώδεις παράγοντες για αυτό την ανάπτυξη την αισθητικής. Από την μία η οικογένεια η οποία, αν έχει αισθητική, το παιδί θα αρχίσει να την καλλιεργεί και από την άλλη ο περιβάλλοντας χώρος, η περιοχή κατοικίας, τα χρώματα. Στην επαρχία είναι πολύ πιο πιθανό ένα παιδί να διαμορφώσει την αισθητική του γιατί έχει ερεθίσματα. Τα αστικά κέντρα είναι γεμάτα μουντάδα, καυσαέριο, μαυρίλα και γκράφιτι. Η επαρχεία είναι άλλη υπόθεση: «Ένα παιδί στο νησί θα έχει πάρα πολύ ωραία αισθητική γιατί βλέπει θάλασσα, ουρανό, ομοιομορφία στα σπιτάκια, χρώματα».

Πρέπει να αναγνωρίσουμε, βέβαια, το ότι ζούμε σε ένα «τεράστιο παράδοξο», όπως το χαρακτήρισε ο κύριος Μπουρτσάλας. «Ζούμε σε μία εκπληκτική περίοδο, που θα μπορούσε να είναι εξαιρετική η αισθητική. Η προσφορά των ρούχων (στην εποχή μας) είναι εξαιρετική».

Το θέμα είναι ότι οι τελευταίες γενιές, οι Millennials και οι Zoomers δεν έχουμε αντιληφθεί ότι το σακάκι μπορεί να προσαρμοστεί στα εσωτερικά «μεγέθη» της. «Το σακάκι είναι το πιο έξυπνο ένδυμα που έχει υπάρξει τους τελευταίους δύο αιώνες». Παρατηρώντας το ότι είχα μπει στο atelier του με το σακάκι μου, το οποίο δεν είχα βγάλει, μού σημείωσε ότι «αν φόραγες μπουφάν θα ζεσταινόσουν. Το σακάκι, όμως, έχει όλα τα ατού του μπουφάν. Έχεις τσέπες που μπορεί να έχουν χαμό μέσα. Είναι, λοιπόν, σαν την γυναικεία τσάντα, σαν ένα αντρικό μπουφάν, το οποίο δεν χρειάζεται καν να βάλεις-βγάλεις. Και το τρίτο σημείο, εάν πας σε ένα σακάκι structured (με βάτες και άλλα προσθετικά στην φόδρα του), σου διαμορφώνει εικόνα και σώμα».Το παράδοξο για εμένα, βέβαια, είναι η λανθασμένη αντίληψη που έχουμε για το σακάκι. Δεν χρειάζεται να έχουμε τα λεφτά του Jeff Bezos για να χτίσουμε μια ωραία γκαρνταρόμπα. «Στα μαγαζιά του fast fashion βρίσκεις κοστούμια πολύ οικονομικά» τόνισε. «Αυτά είναι τα στάδια να ξεκινήσεις. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις από ψηλά, αν δεν έχεις εισόδημα, γιατί μετά θα τρελαθείς». Αυτό χρειάζεται να κατανοήσουμε όλοι μας. Το ότι βλέπουμε στο Instagram και στις βιτρίνες μαγαζιών τριψήφιους και τετραψήφιους αριθμούς στις τιμές, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βρούμε ωραία, στυλάτα ρούχα σε χαμηλότερες τιμές.

Το στυλ, ή μάλλον η φιλοκαλία, είναι ένα γνώρισμα που ο νέος άνθρωπος μπορεί να το αναπτύξει. Μπορεί να μην έχουμε πάντα τα αισθητήρια, όπως το περιβάλλον ή η οικογένεια αλλά έχουμε το χρησιμότερο εργαλείο, το κινητό μας. Είναι στα χέρια σου, λοιπόν, (pun intended) να αναπτύξεις την αισθητική σου, και μπορείς, πηγαίνοντας ανάποδα στο ρεύμα των και να ξεχωρίσεις από την μάζα, αν αυτό πραγματικά θέλεις.