Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Η «έξοδος» στα πεζοδρόμια την προηγούμενη εβδομάδα από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ένα κόμμα το οποίο δύο χρόνια μετά την εκλογική ήττα αδυνατεί να βρει τα πατήματά του, εντός και εκτός Κοινοβουλίου.

Τα σταθερά ποσοστά του κόμματος, περίπου 15 μονάδες πίσω από τη ΝΔ, καθώς και η χαμηλή δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος βρίσκεται τρίτος στην προτίμηση του κόσμου με κατά μέσο όρο 1,5 μονάδα πίσω από τον κανένα, δείχνουν ξεκάθαρα πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσει σε σημείο που να μπορεί να θεωρηθεί απειλητικός για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Από την άλλη, η ΝΔ, και συγκεκριμένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αποτελεί απειλή για τον ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας μια στροφή στους προοδευτικούς ψηφοφόρους της χώρας, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο μερίδιο των ψήφων που υπάγονται ευρύτερα στο κέντρο και την κεντροαριστερά. Εάν η στρατηγική αυτή επιτύχει, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει κυρίαρχος ενός πιο στενού ιδεολογικά ακροατηρίου ξεχνώντας κάθε ελπίδα για κύβερνηση στο ορατό μέλλον. Το χειρότερο για την Κουμουνδούρου είναι πως δεν έχει βρεθεί αποτελεσματική απάντηση. Στην προώθηση των ΑΠΕ στη χώρα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε αρνητικά κλείνοντας το μάτι στο λιγνίτη και στο εργασιακό νομοσχέδιο απάντησε στην ψηφιακή κάρτα με παράλυση στη χώρα.

Οι αντιδράσεις αυτές ανήκουν σε δεκαετίες περασμένες. Τα μνημόνια τελείωσαν, οι πληγές τους όμως είναι ακόμη εδώ. Για πολλούς αυτό σημαίνει θυμό, για περισσότερους όμως σημαίνει μνήμη. Μνήμη σημαίνει πως θυμούνται και τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν μάλιστα το μισό της περασμένης δεκαετίας. Μια αλλαγή στα πρόσωπα είναι θετική, αλλά δε λύνει το πρόβλημα. «Πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στην έρευνα, στην καινοτομία, στην καλά αμειβόμενη εργασία ή αν θα αντιμετωπίζουμε ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τις διαλυμένες εργασιακές σχέσεις», είπε ο Νάσος Ηλιόπουλος. Αυτό που αμέλησε να αναφέρει είναι πως η προηγούμενη κυβέρνηση δε σημείωσε πρόοδο σε κανένα από τα προαναφερθέντα πεδία, ενώ επίσης σημείωσε πως «η λύση είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού».

Ενδεχομένως να υπήρχε κατανόηση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κυβερνήσει. Όμως το στάδιο με το «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» το περάσαμε και φυσικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μάλιστα αν ήταν τόσο απλό, ο φιλολαϊκός ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν νομοθέτησε κατώτατο στις 2000 ή τις 3000 ευρώ; Όλοι θα ήμασταν πλούσιοι από το πρωί της επόμενης μέρας. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο, γιατί δε θα μπορέσει να υποστηριχθεί από καμία επιχείρηση και ειδικά μικρομεσαία με δύο ή τρεις εργαζομένους. Τελείως συμπτωματικά οι εργαζόμενοι αυτοί είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θέλουν να πάνε στη δουλειά τους αλλά ξαφνικά δε μπορούν γιατί ένας άλλος μηχανισμός του παρελθόντος, ο συνδικαλιστικός, αποφάσισε διαφορετικά. Αποφάσισε η αριστερά των σωματείων πως ο καλύτερος τρόπος να προστατευτεί το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, είναι στερώντας το ίδιο το δικαίωμα της εργασίας από τους πολίτες που προφασίζεται πως υπερασπίζεται.

Τα χρόνια των μεγάλων συνδικάτων τελείωσαν μαζί με τον Ανδρέα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να πάρει τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ προ κρίσης στη Βουλή και το ρόλο που έχει η ΝΔ αυτή τη στιγμή στη χώρα πρέπει να πάρει το βλέμμα από το παρελθόν και να κοιτάξει στο μέλλον: Ένα μέλλον, το οποίο αποσκοπεί να είναι βιώσιμο με κάθε τρόπο.