Οι κάλπες άνοιξαν και η διεξαγωγή του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών βρίσκεται σε εξέλιξη. Ωστόσο, εστιάζοντας στην προεκλογική περίοδο οι παρούσες γαλλικές εκλογές είναι διαιρεμένες, βάσει ρητορικής και κομματικών προγραμμάτων, μεταξύ ορθού και ανορθολογικού λόγου. Η αξία και η κρισιμότητα αυτού του διλήμματος αποκτούν μεγαλύτερη σημασία αναλογιζόμενοι ότι την προηγούμενη Κυριακή επανεξελέγησαν σε Ουγγαρία και Σερβία, δύο από τους πιο αντιφιλελεύθερους ηγέτες ευρωπαϊκών κρατών, ο Βίκτορ Όρμπαν και ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς αντίστοιχα. Ο πρώτος μάλιστα, έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι υπέρ του μοντέλου της ανελεύθερης δημοκρατίας.
Επιπλέον, όταν το δίλημμα αυτό αφορά μία από τις «ατμομηχανές» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωπαϊκής ηπείρου γενικότερα, η προσοχή που απαιτείται είναι καίρια και πρέπει να είναι ισχυρή. Οι συνθήκες, επίσης, κάτω από τις οποίες διεξάγονται οι γαλλικές εκλογές της 10ης και 24ης Απριλίου αναδεικνύουν έτι περαιτέρω αυτή την διαίρεση. Στην πιο ιστορική καμπή του 21ου αιώνα, εν μέσω πανδημίας, κλιματικής, ενεργειακής, επισιτιστικής κρίσης και γεωπολιτικών αλλαγών λόγω του πολέμου στην Ευρώπη, οι γαλλικές εκλογές πρόκειται να κρίνουν το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης.
Η πραγματικότητα των γαλλικών εκλογών είναι ότι η Ακροδεξιά έχει κατορθώσει να αφήσει το αποτύπωμά της πιο έντονο από ποτέ εδώ και δεκαετίες. Όταν το 2017 η Λεπέν περνούσε για πρώτη φορά στην ιστορία της στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών το πανευρωπαϊκό σοκ ήταν ισχυρό. Τελικά, ο Μακρόν επικράτησε νικώντας με διαφορά άνω των 30 μονάδων. Ωστόσο, δεν θα συμβεί το ίδιο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Μάλιστα, ο νικητής στον πρώτο γύρο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αναμένεται να κριθεί στα όρια του στατιστικού λάθους σχεδόν, ενώ στον 2ο γύρο με το πολύ 3-4 μονάδες διαφορά.
Για άλλη μία εκλογική αναμέτρηση, η ατζέντα της ακροδεξιάς συγκροτείται από το μεταναστευτικό σε πρώτο πλάνο. Η Λεπέν προωθεί το ζήτημα μέσω της ρητορικής της πολιτισμικής αλλοίωσης και της ισλαμοφοβίας, ενώ ο επίσης ακροδεξιός Ερίκ Ζεμούρ επενδύει στην συνωμοσιολογική ρητορική, μέσω της θεωρίας της «μεγάλης αντικατάστασης», καθώς οι μουσουλμάνοι αποτελούν υπαρξιακή απειλή, οι οποίοι τείνουν να αντικαταστήσουν τους λευκούς χριστιανούς και τάσσεται επίσης κατά της παγκοσμιοποίησης. Οι θεωρίες του είχαν απήχηση στην γαλλική κοινωνία καθώς μέχρι και πέρυσι τέτοια εποχή, θεωρούνταν φαβορί για να περάσει εκείνος στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ωστόσο, τώρα αναμένεται να φτάσει γύρω στο 10%. Σε αυτό, ίσως συνέβαλε και η ακόμη περισσότερο δεξιόστροφη πορεία που ακολούθησε ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν μετά την εμφάνιση του Ζεμούρ. Η πιο κεντρώα στροφή που είχε επιχειρήσει η Λεπέν, προηγουμένως, προκειμένου να αντλήσει από τις δεξαμενές κεντρώων ψηφοφόρων, δημιούργησε διαρροές από το κόμμα της και αρκετοί είχαν στραφεί πρόσκαιρα προς τον Ζεμούρ.
Εντούτοις, η Λεπέν κατάφερε να συμμαζέψει τις όποιες απώλειες που είχε. Ενδεχομένως να βοήθησε και ο περαιτέρω κατακερματισμός του Ακροδεξιού χώρου, καθώς η Βαλερί Πεκρές, η κεντροδεξιά, υποτίθεται, υποψήφια του Γαλλικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος, κινήθηκε αρκετά δεξιόστροφα. Ωστόσο, το εγχείρημα της δεν είχε επιτυχία και δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 8,5% . Επιπλέον, η ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας που είχε σημειωθεί έως και το 2021, επισκιάστηκε από τις επιπτώσεις που προκάλεσε η επερχόμενη ενεργειακή κρίση, με την αύξηση των τιμών ενέργειας και τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Συνέπειες, που επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία, δημιουργώντας για την Λεπέν μία σημαντική δομή πολιτικών ευκαιριών.
Συγκεκριμένα, η αποδόμηση της παγκοσμιότητας του φαινομένου και η εστίαση της απόδοσης ευθύνης σχεδόν ολοκληρωτικά στην κυβέρνηση Μακρόν, καθώς οι γαλλικές κυρώσεις είναι υπεύθυνες για τις επιπτώσεις, είχε αποδέκτες. Η αλλαγή πλαισίωσης του προβλήματος εις βάρος του κυρίαρχου εσω-πολιτικού αντιπάλου είναι επικερδής για την Λεπέν, η οποία άλλωστε δεν έχει κρύψει και τα φιλοπουτινικά της αισθήματα. Πηγή αυτών, αποτελεί το γεγονός ότι η εξυπηρέτηση των υπέρογκων χρεών του κόμματός της πραγματοποιήθηκε μέσω δανείου που χορηγήθηκε από ρωσική τράπεζα, όταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες της γύρισαν την πλάτη.
Το αποκορύφωμα είναι ότι και ο Μακρόν, που εξελέγη μέσω ενός σοσιαλιστικού κόμματος, έχει παρασυρθεί σε έναν φυγόκεντρο δεξιόστροφο προσανατολισμό για να αντισταθμίσει τις απώλειες, υιοθετώντας αφηγήματα της ακροδεξιάς. Βασικός στόχος ήταν η αποδυνάμωση του αριστερού αντιπάλου Μελανσόν, ο οποίος αναμένεται 3ος με 17-18%. Ακόμη, ο Μακρόν πρόσκαιρα επωφελήθηκε τον προηγούμενο μήνα, περνώντας επικοινωνιακά ένα πιο ανθρώπινο και τσαλακωμένο προφίλ Προέδρου, με αφορμή τις προσπάθειες επίλυσης του Ουκρανικού. Παρόλα αυτά, η καθυστερημένη κάθοδος του στην προεκλογική εκστρατεία ίσως και να του κόστισε, καθώς κριτικάρεται για υποτίμηση των αντιπάλων του και αλαζονεία απέναντί τους. Εντούτοις, πηγαίνει με τον αέρα του φαβορί με τις δημοσκοπήσεις να τον βγάζουν νικητή με ένα ποσοστό γύρω στο 26%.
Κλείνοντας, ο Μελανσόν και ο Μακρόν ανήκουν στο ορθολογικό στρατόπεδο, με τον πρώτο να μην μπορεί να αντιδράσει ικανοποιητικά απέναντι στα χτυπήματα της κεντροδεξιάς και της ακροδεξιάς και αυτό είναι το μεγάλο παράπονο από ανθρώπους που προέρχονται από τον αριστερό χώρο. Ο Μακρόν, διατηρεί τον ορθό λόγο παρόλη την δεξιόστροφη τροχιά του, απέναντι σε έναν κατακερματισμένο ακροδεξιό χώρο που επενδύει στον ανορθολογισμό, στην στρεβλή ερμηνεία της πραγματικότητας και τα ψευτο-αφηγήματα. Ο χώρος αυτός, για την διάδοση των θεωριών του, χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ώστε να διειδύσει στην γαλλική κοινωνία. Προσπαθεί επίσης, για την εδραίωση των αφηγημάτων του, να προωθήσει την δημιουργία «μετα-πολιτικών» θεσμών. Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές έχουν αποτέλεσμα καθώς, σύμφωνα με τον Γάλλο πολιτικό αναλυτή Γκαέλ Μπρουστιέ, η γαλλική κοινωνία έχει πραγματοποιήσει μία μεγάλη δεξιά συντηρητική στροφή, η οποία είναι βαθιά ριζωμένη, που δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε έπειτα από μία εικοσαετία. Έτσι κι αλλιώς, και μόνο που τίθεται το δίλημμα αυτό και ο διαφωτισμός για να κερδίσει θα πάει σε μάχη ψήφο με ψήφο με τον σκοταδισμό είναι από μόνο του προβληματικό. Ωστόσο, τον τελικό λόγο τον έχουν οι Γάλλοι πολίτες.
Πολιτικός Επιστήμονας και Ιστορικός, Αρθρογράφος