Η διεθνής κοινότητα έδωσε σήμερα στην συμφωνία του Παρισιού τα εργαλεία που θα της δώσουν ζωή, αλλά χωρίς να αναλάβει δεσμεύσεις για πιο φιλόδοξους στόχους ή για ταχύτερη δράση κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη, παρά τα σήματα συναγερμού και τις φυσικές καταστροφές που πλήττουν την Γη.

Εδώ και λίγες εβδομάδες, οι επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC/Giec) σήμαναν συναγερμό: σε έναν κόσμο όπου η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου (+ 2 C) , που είναι ο μίνιμουμ στόχος της συμφωνίας του Παρισιού του 2015, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ σημαντικότερες σε σχέση με έναν κόσμο που θα βρίσκεται στον +1,5 βαθμό Κελσίου, που είναι και ο ιδανικός στόχος της συμφωνίας.

Αλλά, για να παραμείνει ο πλανήτης στον +1,5 C, θα απαιτηθεί μείωση κατά 50% μέχρι το 2030 των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) σε σχέση με το 2010, την στιγμή που οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες παραπέμπουν σε άνοδο κατά 3 C, με τις θύελλες, τα κρούσματα ξηρασίας και τις πλημμύρες που θα συνοδεύουν αυτήν την εξέλιξη.

Απέναντι στα σήματα κινδύνου, αρκετές αντιπροσωπείες χωρών και κυρίως των πιο ευάλωτων νησιωτικών κρατών, ήλπιζαν ότι σε αυτήν την 24η Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP24) στο Κατοβίτσε της Πολωνίας οι χώρες θα αναλάμβαναν την δέσμευση να αναθεωρήσουν μέχρι το 2020 τους στόχους τους για την μείωση εκπομπών των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Αλλά σε μία δυσμενή γεωπολιτική συγκυρία, τα κράτη επικεντρώθηκαν στην επεξεργασία των κανόνων που θα επιτρέψουν την εφαρμογή της συμφωνίας του Παρισιού, προς μεγάλη ικανοποίηση των αντιπροσωπειών, τα μέλη των οποίων χειροκρότησαν όρθια με ενθουσιασμό το κλείσιμο των εργασιών της COP24 με συμφωνία.

Οι κανόνες εφαρμογής της συμφωνίας του Παρισιού υπήρξαν αντικείμενο τριετούς εργασίας που ολοκληρώθηκε τις τελευταίες 14 ημέρες – και μερικές νύκτες- στο Κατοβίτσε. Περιέχονται σε ένα κείμενο εκατό σελίδων που ορίζει τους τρόπους εφαρμογής ανά κράτος και προσφέρει κάποια ευελιξία στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Το τελικό ανακοινωθέν της COP περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει το αίτημα ανανέωσης των στόχων μέχρι το 2020, η οποία έχει ήδη διατυπωθεί στην συμφωνία του Παρισιού. Τονίζεται ο επείγων χαρακτήρας της αναπροσαρμογής των στόχων, χωρίς ωστόσο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.