Εχει όλα τα χαρακτηριστικά του πετυχημένου εκδότη περιοδικών: πειθαρχημένος, αλλά όχι δύσκαμπτος. Επικοινωνιακός, αλλά όχι επιφανειακός. Και κυρίως με ανοιχτή σκέψη και κοσμοπολιτισμό.
Με την περίπτωσή του αποδεικνύει ότι το επάγγελμά του όχι μόνο υφίσταται, αλλά δεν έχει χάσει τίποτα από την αίγλη του παρελθόντος, ενώ μέσα σε αυτό προστίθενται οι προοπτικές του μέλλοντος. Ο Τάιλερ Μπριλέ μίλησε στο «Gala» για το πρόσφατο εξώφυλλο του «Monocle» που περιλαμβάνει την Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη της «Soft Power Survey», επισημαίνοντας το άνοιγμα της Ελλάδας στον κόσμο όχι μόνο ως τουριστικός, αλλά και ως επιχειρηματικός προορισμός, τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς που διαθέτει, την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, τον πιο ποιοτικό διπλωματικό διάλογο και την επιδραστικότητά της στην κουζίνα, αλλά και τον πολιτισμό. Ολα τα παραπάνω συνθέτουν την ταυτότητα των «Soft Powers», των «ήρεμων δυνάμεων» του πλανήτη.GALA: Τι κάνει μια «soft» χώρα σημαντική;
ΤΑΪΛΕΡ ΜΠΡΙΛΕ: Τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια είδαμε την άνοδο της σημασίας των «soft» δυνάμεων. Με τον όρο αυτό εννοούμε τις χώρες που είναι σε θέση να επηρεάσουν μέσω είτε της μουσικής, είτε της κουζίνας, είτε της μόδας, είτε του καλού design. Στην εποχή μας αυτά τα στοιχεία μετρούν τόσο όσο τα παραδοσιακά κανάλια της διπλωματίας, δηλαδή οι πιο «σκληροί» τρόποι επιρροής, του τύπου «έχω περισσότερα πολεμικά πλοία από εσένα», «έχω περισσότερη εξωτερική βοήθεια από εσένα». Αλλά τώρα, παγκοσμίως είμαστε μια κοινωνία καταναλωτών όπου η επίδραση απηχεί σε αυτό το δεδομένο, επομένως μια χώρα που είναι «soft power» το παίρνει υπόψη της αυτό. Βλέποντας τον κόσμο με μια φρέσκια ματιά, αυτή τη χρονιά θεωρούμε ότι η Ελλάδα ανήκει στο παραπάνω σκεπτικό, γι’ αυτό τη συμπεριλάβαμε στο top-10 των «soft powers» του πλανήτη.
Με τον όρο «soft» δυνάμειες εννοούμε τις χώρες που είναι σε θέση να επηρεάσουν μέσω είτε της μουσικής, είτε της κουζίνας, είτε της μόδας, είτε του καλού design. Στην εποχή μας αυτά τα στοιχεία μετρούν τόσο όσο τα παραδοσιακά κανάλια της διπλωματίας, δηλαδή οι πιο «σκληροί» τρόποι επιρροής.
G.: Γιατί η λέξη «soft» (ήπιος) αποκτά θετική σημασία για εσάς; Είναι μια δική σας κριτική στην άνοδο του λαϊκισμού (σύμφωνα με τις αρχές του οποίου χρησιμοποιούνται μέσα κάθε άλλο παρά «ήπια» για την άσκηση επιρροής σε άλλες χώρες);
Τ. Μ.: Οχι, δεν θέλαμε να προκαλέσουμε σύγχυση με τον όρο «power» (δύναμη), αλλά πιστεύουμε ότι ο δείκτης «soft power» έχει απήχηση στον τρόπο που βλέπει ο κόσμος μια χώρα. Γιατί τώρα είμαστε σε μια στιγμή που δεν ξέρω αν θα τους λέγαμε «λαϊκιστές», αλλά υπάρχει κόσμος διαιρεμένος, είτε δεξιά είτε αριστερά, υπάρχουν άνθρωποι που το μόνο που τους νοιάζει είναι να μιλήσουν στους ομοίους τους χωρίς να θέλουν να ακούσουν την άλλη πλευρά. Ομως υπάρχουν κι αυτοί που βρίσκονται στη μέση, οι οποίοι αρκούνται σε μια ευγενική συζήτηση και πιστεύω ότι χρειάζεται, όποιο κι αν είναι το πολιτικό ρεύμα που εκπροσωπείς, να έχουμε μια συζήτηση με τέτοιους ανθρώπους. Αντίθετα, υπάρχουν χώρες σε όλο τον κόσμο όπου γίνονται διαιρέσεις που φαίνονται στα social media ή παλιότερα στην τηλεόραση – και εδώ να σημειώσουμε ότι στην τηλεόραση τα debates μεταξύ πολιτικών αρχηγών είναι όλο και λιγότερα. Το «Monocle» φέρνει στο προσκήνιο τη «soft» (ήπια) συζήτηση που φαίνεται να σπανίζει στις μέρες μας. Ελπίζουμε ότι η διπλωματία θα επιστρέψει σε αυτού του είδους την πολιτισμένη συνομιλία.
G.: Ηταν δική σας απόφαση να βάλετε τον δείκτη των «soft» δυνάμεων στο εξώφυλλο;
Τ. Μ.: Ναι, αν και επαναλαμβάνουμε ετησίως αυτή την κατάταξη εδώ και δέκα χρόνια. Φέτος όμως ήταν η χρονιά που η Ελλάδα κατέλαβε αρκετά υψηλή θέση. Ενώ υπάρχουν πολλές χώρες που κάνουν συναρπαστικά πράγματα και έχουν φοβερή Ιστορία, συχνά ξεχνιούνται γιατί η προσοχή του κοινού στρέφεται στις Βρυξέλλες, στην Ουάσινγκτον ή στο Πεκίνο. Μπορεί αυτοί να είναι οι βασικοί παίκτες του πλανήτη, αλλά, ναι, μπορούμε να κοιτάξουμε χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, η Δανία και η Ελβετία, που δίνουν μαθήματα από τα οποία όλοι έχουμε κάτι να μάθουμε.
G.: Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι η Ελλάδα προοδεύει «ενάντια στις πιθανότητες»;
Τ. Μ.: Λέμε «ενάντια στις πιθανότητες» γιατί είστε ένα έθνος που πέρασε μια δεκαετία μέτρων λιτότητας, μια δεκαετία που δεν σας αγάπησε κανείς – γιατί βέβαια την Ελλάδα μπορεί να την αγαπούν μέχρι το τέλος των διακοπών, τον Σεπτέμβριο, μπορεί και στις διακοπές του Δεκεμβρίου, αλλά και με την απειλή της Τουρκίας. Για ένα διάστημα την είχαν υπερκαλύψει πολλά πράγματα ως «brand» και, ναι, παρ’ όλα αυτά βλέπεις ότι η Ελλάδα ισορρόπησε, τη βλέπεις πλέον σαν έναν αθλητή που είναι ξανά έτοιμος να μπει στην κούρσα. Ούτε τώρα -μετά την πανδημία- θα είναι εύκολα τα πράγματα για πολλές χώρες, οι οποίες θα βιώσουν με τη σειρά τους μια πολιτική λιτότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένου του πρόσφατου παρελθόντος της, η Ελλάδα θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του δασκάλου και να αποτελέσει παράδειγμα γι’ αυτές. Αυτό είναι συναρπαστικό. Στην Ελλάδα και μόνο υπάρχει αυθεντικότητα και μια μοναδική προσέγγιση όσον αφορά τη φιλοξενία. Αυτό δεν υπάρχει στην Ιταλία ή στη Γαλλία, και γι’ αυτό οι κάτοικοι και των δύο αυτών χωρών πηγαίνουν για διακοπές στην Ελλάδα. Ολα αυτά μάς έκαναν να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα θα προχωρήσει μπροστά.
G.: Ποιος ήταν ο πρώτος Ελληνας που γνωρίσατε όταν ήσαστε στον Καναδά;
Τ. Μ.: (γελάει) Αυτή, πράγματι, είναι μια καλή ερώτηση. Είχα έναν Ελληνα διπλανό στο θρανίο, στη Β’ ή Γ’ Δημοτικού, στο Μόντρεαλ. Επειτα ο άνθρωπος που με έκανε να καταλάβω καλύτερα την ελληνική κουλτούρα ήταν μια γυναίκα, φίλη και δημοσιογράφος, η Αντωνία Ζερμπίσια (εργαζόταν από το 1989 για την καθημερινή εφημερίδα «Toronto Star» ενώ παράλληλα ήταν ρεπόρτερ και μετέπειτα παρουσιάστρια εκπομπής στο CBC/Radio Canada). Πάντα την έβλεπα ως μια σπουδαία συντάκτρια και παρότι δεν είχα άμεση επαγγελματική σχέση μαζί της, μεγαλώνοντας θα έλεγα ότι έγινε εν μέρει ο μέντοράς μου.
G.: Γιατί στο συγκεκριμένο άρθρο αναφέρετε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποζημίωσε τον κόσμο;
Τ. Μ.: Βλέπουμε δύο πράγματα που ξεχωρίζουν. Πρώτον, τη φιλοδοξία να «ανοίξει» την Ελλάδα προς τις επιχειρήσεις, κάτι που ενισχύει προφανώς τη χώρα αλλά και τη θέση της στην παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα. Δηλαδή, όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία με τη Microsoft, το είδα -μπορεί να είμαι και λάθος- ως μια επιβράβευση μέσα από την οποία πολλοί κατάλαβαν ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο χώρα για διακοπές, αλλά και για να εργαστεί κάποιος. Ο τρόπος που καλύφθηκε αυτό από τον ελληνικό Τύπο, όπου η Microsoft είναι ο σημαντικός παγκόσμιος παίκτης που ήρθε να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία του πρωθυπουργού να προωθήσει την «ψηφιακή φήμη» της Ελλάδας, υπογράμμισε αυτό που ανέφερα, ότι η Ελλάδα «άνοιξε» στις business. Δεύτερον, σε διπλωματικό επίπεδο βλέπεις τον ρόλο της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου αποπνέει και εμπνέει εμπιστοσύνη, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Και υπάρχει και ένα τρίτο πράγμα. Η Αθήνα εξελίσσεται πάλι σε σημαντικό hub στην Ανατολική Μεσόγειο και ξεφεύγει από τη σκιά της Κωνσταντινούπολης, την τεχνολογική έκρηξη του Τελ Αβίβ, ή ακόμα και από τη Βηρυτό πριν από τη μεγάλη καταστροφή. Τώρα η Αθήνα ξανακερδίζει την αίγλη της χάρη στις προσπάθειες του πρωθυπουργού και του ανιψιού του Κώστα Μπακογιάννη, αλλά και του γραφείου του.
G.: Υπάρχει κάποια πιθανότητα μετά από όλα αυτά να δημιουργήσετε γραφείο του «Monocle» στην Αθήνα;
Τ. Μ.: Χα χα! Αυτή είναι μια πονηρή ερώτηση. Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε ανοιχτό το γραφείο μας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς για πολιτικούς λόγους δεν μπορούσαμε να κάνουμε τη δουλειά μας στην Τουρκία. Ναι, για να είμαι ειλικρινής έχουμε ένα κενό στην Ανατολική Μεσόγειο. Εχουμε ανταποκριτή στην Αθήνα (τη Δάφνη Καρνέζη), όπως έχουμε ανθρώπους και στην Τουρκία, στο Ισραήλ και τον Λίβανο, αλλά ένα γραφείο του «Monocle» θα αναδείκνυε την Αθήνα ως διεθνές ειδησεογραφικό κέντρο. Η δημιουργία ενός γραφείου στην Αθήνα είναι κάτι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες.
G.: Μμ, καλή είδηση! Μετά θα αφήσετε το «Monocle» για να συμβάλετε στη δημιουργία και άλλων περιοδικών; Ποια είναι γενικότερα η καλύτερη στιγμή για να αποχωρήσει κανείς και να ξεκινήσει καινούρια projects;
Τ. Μ.: Κοιτάξτε, δεν αφήνω το «Monocle» από τη στιγμή που είμαι πρόεδρος της εταιρείας, στην οποία έχω το 70%. Ο Αντριου Τακ θα είναι ο καινούριος εκδότης-διευθυντής συνεχίζοντας μια δουλειά που έκανε -όχι ακόμα με τον επίσημο τίτλο- από πριν. Αλλά σίγουρα έρχεται μια στιγμή που έχουμε την πεποίθηση ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε, να προχωρήσουμε παρακάτω. Οταν το brand που διοικώ έχει φτάσει πλέον σε ένα επίπεδο σταθερότητας και αναγνώρισης στην αγορά, ενώ εγώ θα παραμείνω διευθυντής σύνταξης του ομίλου. Για να επανέλθω στην ερώτησή σας, φεύγεις όχι μόνο όταν έχεις εξασφαλίσει σταθερότητα στον τίτλο, αλλά και όταν παρουσιάζεται μια ευκαιρία στην αγορά. Πολλές εταιρείες παρατούν το έντυπο και τη διαφημιστική πίτα – κι αυτό τώρα είναι μία από τις ευκαιρίες μας. Κι εμείς επενδύουμε στο ψηφιακό κομμάτι ή στα προϊόντα λιανικής αγοράς που αναπτύσσουμε (σ.σ.: τσάντες και άλλα προϊόντα με το brand του περιοδικού), αλλά διατηρούμε την πίστη μας στο έντυπο. Και ξέρετε κάτι; Αυτό αποδίδει. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια στρατηγική που θα εστίαζε στη σημασία του monocle.com, αλλά δίνουμε βάση και στο έντυπο – κι αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε.
G.: Οπότε πιστεύετε ότι υπάρχει μέλλον για τα περιοδικά; Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες;
Τ. Μ.: Κάνατε καλά που βάλατε τις «συνθήκες» στην ερώτησή σας γιατί τα έντυπα περιοδικά χρειάζονται καλό δίκτυο διανομής. Αν ξυπνήσω Κυριακή πρωί στο Κολωνάκι θα μπορέσω να πάρω τους «Financial Times» ή τον «Economist»; Αυτό σημαίνει ότι θέλω ένα καλό περίπτερο. Και ευτυχώς στην Ελλάδα υπάρχει ακόμα η κουλτούρα των περιπτέρων. Τα περιοδικά και τις εφημερίδες πρέπει να μπορεί να τα πάρει κάποιος εύκολα. Το πρόβλημα των περισσότερων διευθυντών και εκδοτών είναι να καταφέρουν να κάνουν να φτάσει το προϊόν τους στα χέρια του κόσμου. Γιατί το δίκτυο διανομής δεν δουλεύει τόσο καλά. Ή αν ο βιβλιοπώλης του αεροδρομίου ευχαριστιέται περισσότερο να πουλάει cupcakes, τότε έχω πρόβλημα. Χρειαζόμαστε μια καθολική εμπειρία του καταναλωτή και πιστεύω ότι, ναι, φυσικά οι άνθρωποι θέλουν έντυπα, αλλά πώς θα τα πάρουν; Αυτό είναι το πρόβλημα.
G.: Δεν μπορούσα να σας βρω στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Γιατί τα αρνείστε;
Τ. Μ.: Δεν είναι άρνηση. Εχω το δικό μου media brand. Αν θέλει κάποιος να μάθει τι σκέφτομαι για οτιδήποτε μπορεί να γραφτεί στο blog μου ή στην εκπομπή μου στο Monocle Radio. Αν συμβεί κάτι την επόμενη ώρα, θα το σχολιάσω στον ραδιοφωνικό μου σταθμό. Δεν θέλω να κοινοποιώ τις απόψεις μου στην πλατφόρμα κάποιου άλλου από τη στιγμή που έχω τη δική μου. Με βρίσκουν στο monocle.com και τους απαντώ.
G.: Παράλληλα φτιάχνετε podcasts με τίτλο «The Chiefs» όπου συνομιλείτε με διάφορους προέδρους εταιρειών. Τι κάνει κάποιον ηγέτη;
Τ. Μ.: Εχω την άποψη ότι ένας καλός ηγέτης πρέπει να είναι ικανός ακροατής. Επίσης, πρέπει να παίρνει αποφάσεις και να δρα αποφασιστικά. Μια κρίση όπως η πανδημία απέδειξε πόσο φτωχές είναι κάποιες ηγεσίες χωρών ή εταιρειών – κι αυτό γιατί δεν είχαν καλή επικοινωνία.
G.: Ο ηγέτης πρέπει να είναι καλός και στην επικοινωνία;
Τ. Μ.: Ναι. Και στο να καταλαβαίνει τα όνειρα των υπαλλήλων του… Ναι, εν δυνάμει, αυτή είναι μια δυνατότητα που θα μπορούσε να κάνει καλό σε πολλούς. Ελπίζω να υπάρχει.
G.: Μπορείτε να περιγράψετε πώς στήσατε το «Wallpaper» με ελάχιστα χρήματα;
Τ. Μ.: Πήγα από τον Καναδά στο Λονδίνο το 1989-90. Είχα μια ευνοϊκή αρχή στη δημοσιογραφία, ένα θαυμάσιο ξεκίνημα στην τηλεόραση, αλλά ακολουθούσα πάντα τα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Το 1994 είχα την ιδέα του «Wallpaper» και μου πήρε δύο χρόνια να βρω τα χρήματα και να το ξεκινήσω. Και αυτή ήταν η αρχή ως επιχειρηματίας, ενώ πριν ήμουν απλός δημοσιογράφος.
G.: Ησαστε καλός «σολίστ» και γίνατε εξίσου καλός μάνατζερ. Αρα αυτά τα δύο μπορούν να συνδυαστούν.
Τ. Μ.: Είτε είσαι freelance δημοσιογράφος και έχεις τις ιδέες που πείθουν τον εκδότη και τον διευθυντή, είτε είσαι υπάλληλος στο BBC, θα πρέπει πάλι να πουλάς τις ιδέες σου. Πάντα πίστευα ότι υπάρχει σημαντική σχέση ανάμεσα στο να είσαι δημοσιογράφος και το να είσαι ικανός να πουλάς τις ιδέες σου.
G.: Εργαζόμενος ως πολεμικός ανταποκριτής για γερμανικό περιοδικό δεχτήκατε μια σφαίρα. Στο νοσοκομείο συλλάβατε την ιδέα του πρώτου σας περιοδικού. Μπορεί ένα τραύμα να λειτουργήσει ως βατήρας στην καριέρα κάποιου;
Τ. Μ.: Δεν χρειάζεται να πυροβοληθείς για να το κάνεις. Αυτή η εμπειρία μού έδωσε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να κυνηγήσω τα όνειρά μου και να ρισκάρω για να τα πραγματοποιήσω. Οταν όμως περνάς έναν τραυματισμό οποιασδήποτε φύσεως, αναρωτιέσαι τι ακολουθεί στην καριέρα σου – και εκεί μπορεί να σου έρθουν ιδέες. Η δημοσιογραφία και η δημιουργικότητα ήταν πάντα εκεί, αλλά αυτή η εμπειρία, ναι, με έκανε αυτό που είμαι σήμερα.
Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια δυναμική συζήτηση για τους νέους και να τους φέρουμε πίσω στην πολιτική.