Η λογική συγκρότησης οικουμενικών κυβερνήσεων ήταν κατά διαστήματα περισσότερο ή λιγότερο προσφιλής.

Εντός συνόρων, φαίνεται ήδη από πολύ νωρίς, από το 1844 και ύστερα, να εμφανίζονται οι πρώτες κυβερνήσεις συνεργασίας ως αποτέλεσμα

έλλειψης σταθερών κομμάτων και

σαφών ιδεολογικών χώρων.

Ο μοναδικός τότε γνώμονας λήψης πολιτικών αποφάσεων ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας).

Το αναπόφευκτο ερώτημα που προκύπτει είναι το ποιοι λόγοι οδηγούν στον σχηματισμό διακομματικών κυβερνήσεων.

Θα λέγαμε πως οι αιτίες για το φαινόμενο αυτό είναι δύο:

  • Πρώτον, το αναλογικό εκλογικό σύστημα που ευνοεί την ύπαρξη ενός πολυκομματικού συστήματος και
  • δεύτερον, η ύπαρξη ειδικής ανάγκης η οποία καθιστά επιτακτική τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης για τη διαμόρφωση εθνικής συναίνεσης με στόχο την επαύξηση λαϊκής νομιμοποίησης για τη λήψη καίριων αποφάσεων, όπως έγινε και στη χώρα μας.

Ας αναλύσουμε όμως λίγο καλύτερα τη μορφολογία των πολιτικών συνεργασιών. Είναι αρκετά εύκολο να τις χωρίσουμε σε:

  • Προεκλογικές συμμαχίες οι οποίες μετεκλογικά εξελίσσονται σε κυβερνητικές συνεργασίας και
  • Κοινοβουλευτικές συνεργασίες οι οποίες οδηγούν την στήριξη κυβερνήσεων μειοψηφίας.

Στις πρώτες, εμφανίζεται το φαινόμενο συμμαχίας των δύο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονταν παραδοσιακά στην εξουσία επί δεκαετίες,

ενώ στις δεύτερες, ένα μεγάλο κόμμα το οποίο αναγκάζεται να συνασπιστεί με ένα ή περισσότερα μικρότερα κόμματα, οπότε και η κυβέρνηση που σχηματίζεται έχει ευρύτερο πολιτικό προσανατολισμό.

Που βρίσκονται τα πλεονεκτήματα όμως και που τα «αγκάθια» σε μία τέτοια συνεργασία; 

Τα Θετικά

 Είναι βέβαιο πως ο συνασπισμός κυβερνητικών κομμάτων λειτουργεί ως εγγύηση για την συνέχεια του κυβερνητικού έργου. Όλο και μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών δυνάμεων της εκάστοτε χώρας δεσμεύεται για την χάραξη δημόσιων πολιτικών, αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄ αυτές και κατά συνέπεια τις νομιμοποιεί. 

Τα Αρνητικά

    • Όταν μετέχουν περισσότερα κόμματα στην κυβέρνηση, να υπάρχουν οι αντίστοιχες καθυστερήσεις τόσο ως προς τις διαπραγματεύσεις όσο και σε επίπεδο λήψης πολιτικών αποφάσεων.
    • Επιπλέον, είναι συχνό το φαινόμενο της άσκησης πίεσης εκ μέρους του μεγαλύτερου κόμματος εις βάρος των υπολοίπων καταστρατηγώντας την ισοτιμία που επικρατεί ανάμεσά τους.
  • Ας μη ξεχνάμε πως μια κυβέρνηση συνεργασίας αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό ο οποίος περνά από πολιτικές ζυμώσεις και πάντα υποβόσκει η πιθανότητα ύπαρξης αγεφύρωτων διαφορών οι οποίες να οδηγήσουν στον τερματισμό τους.

Ποιο, όμως , είναι το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η πολιτική δέσμευση περισσότερων κομμάτων που θα λειτουργήσει ως εχέγγυο για την μακροημέρευση μιας κυβέρνησης συνεργασίας;

Αν και στην Ελλάδα, αυτή η πρακτική δεν είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένη, στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι εν λόγω κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τις προγραμματικές συμφωνίες. Πρόκειται για κείμενα συμβιβασμού, αμοιβαίων υποχωρήσεων και συγκλίσεων τα οποία , ωστόσο, είναι δυνατόν να παρακαμφθούν ενόψει ειδικών και απρόβλεπτων συνθηκών.

Για τη χώρα μας μπορούν να ειπωθούν τα εξής:

Η συγκυβέρνηση ενός κόμματος προερχόμενο από την ευρεία αριστερά όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, με ένα κόμμα ευρωσκεπτικισμού που ανήκει στην εθνικιστική δεξιά προκαλεί τα περισσότερα ερωτηματικά ως προς τον συμπαγή της χαρακτήρα.

Ο σχηματισμός αυτής της διακομματικής κυβέρνησης δεν εμφανίζει πολλές ομοιότητες με τα παραπάνω παραδείγματα. Ειδικότερα, ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του κόμματος με το υψηλότερο ποσοστό στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, τηλεφωνεί στον πρόεδρο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων με θέμα την πιθανή συνεννόησή τους και την συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων τους.

Παρά τις προφανείς ιδεολογικές αποστάσεις που χώριζαν τα δύο αυτά κόμματα, και χωρίς να υιοθετηθεί η παραμικρή προγραμματική συμφωνία, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έλαβαν την εξουσία σε μια τόσο έκρυθμη οικονομικά και κοινωνικά περίοδο.

Ο μοναδικός κοινός παρονομαστής που αποτελούσε και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ τους ήταν η αντι-μνημονιακή πολιτική η οποία εκφραζόταν με μια λαϊκιστική ρητορεία που βρήκε απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας.

Το πλέον χαρακτηριστικό της κυβέρνησης συνεργασίας είναι το πώς το δεύτερο κόμμα λειτουργούσε (και ακόμα λειτουργεί) περιφερειακά στην χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.

Ενδιαφερόμενοι περισσότερο για την παραμονή τους στην εξουσία παρά για την προώθηση των συμφερόντων του ιδεολογικού χώρου που εκπροσωπούν.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να παραθέσουμε δύο περιπτώσεις όπου γίνεται αντιληπτό το παραπάνω:

  • στην μεταναστευτική κρίση το 2015 υιοθετήθηκαν από την συγκυβέρνηση πρακτικές περισσότερο προοδευτικές από αυτές που πρεσβεύει ο ιδεολογικός χώρος από τον οποίο προέρχονται οι ΑΝΕΛ και
  • η ένταση που προκλήθηκε όταν ο τότε Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γ. Μουζάλας χαρακτήρισε ως «Μακεδονία» την πΓΔΜ και ο Πάνος Καμμένος απείλησε μέχρι και δική του αποχώρησε αν δεν παραιτείτο ο πρώτος. Ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ παρέμεινε στη θέση του ενώ το θέμα «ξεφούσκωσε» σταδιακά με την εξασθένιση της σχετικής συζήτησης. Στην συνέχεια, και ενώ το σκοπιανό βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής ατζέντας των ΑΝΕΛ, εκείνοι , παρά τις προγραμματικές τους τοποθετήσεις, παρείχαν ψήφο εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση σχετικά με την συμφωνία των Πρεσπών.

Όπως προκύπτει πάντως γενικά από τα στοιχεία, είναι πασιφανές πως τις περισσότερες φορές, οι κυβερνητικές συμμαχίες αποτελούν τη μοναδική λύση για πολιτική βιωσιμότητα των κυβερνήσεων εν μέσω της κρίσης της ευρωζώνης.

*Πηγές:

Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου,

Eklogika.gr

www.constitutionalism.gr

fractalart.gr