Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

Είδαμε, στο προηγούμενο τμήμα του παρόντος άρθρου, ότι για τον Rousseau, οι «πρωτόγονοι» άνθρωποι ζούσαν χωριστά για μεγάλο διάστημα, ώσπου τελικά ορισμένες τυχαίες φυσικές συγκυρίες τους επέβαλαν τη συμβίωση, πυκνώνοντας την επικοινωνία τους, η οποία υπήρξε προηγουμένως σποραδική, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της γλώσσας, των πρακτικών τεχνών και του καταμερισμού εργασίας.Εδώ θα δούμε το πώς αυτά συνετέλεσαν στην έξοδο του ανθρώπου από τη φυσική κατάσταση. Αρχικά, σύμφωνα με τον Rousseau, η πρώτη μορφή γλώσσας πρέπει να ήταν (αρχικά) ιδιαίτερα μουσική και συναισθηματική. Σταδιακά μονάχα άρχισε να αποκτά κυριολεκτικές διαστάσεις και να αποβάλλει τη μουσικότητά της, ειδικά μετά την εμφάνιση της γραφής. Ο Rousseau διαιρεί τη γραφή σε τρία είδη, με χρονική σειρά εμφάνισης: πρώτα δημιουργήθηκε αυτή που δε διαθέτει αλφάβητο αλλά απεικονίζει τα πράγματα (ιερογλυφική), έπειτα εμφανίστηκαν τα ιδεογράμματα και, τέλος, γεννήθηκε η αλφαβητική γραφή. Αυτή την τριμερή διαίρεση της γραφής, ο Rousseau την αντιστοιχίζει σε τρεις ιστορικές περιόδους του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία: εποχή του κυνηγιού (πρωτόγονος) αρχικά, εποχή της βοσκής (βάρβαρος) στη συνέχεια, και τέλος εποχή της καλλιέργειας (πολιτισμένος).

Ο Rousseau απορρίπτει την άποψη ότι  οι φυσικές μας ανάγκες δημιούργησαν τη γλώσσα, με το σκεπτικό ότι οι ανάγκες μάλλον τείνουν να χωρίζουν τους ανθρώπους παρά να ενισχύουν την επικοινωνία τους. Τα συναισθήματα είναι που ενισχύουν την ανθρώπινη επικοινωνία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Rousseau δεν επινοεί αυθαίρετα όσα λέει, αλλά στηρίζεται στις διάφορες καταγεγραμμένες μαρτυρίες και περιγραφές από ιεραποστόλους της εποχής, οι οποίοι επισκέπτονταν μακρινές και απομονωμένες φυλές στην αμερικάνικη ήπειρο (π.χ. στην Καραϊβική). Παράλληλα, καταφεύγει σε ό,τι ο ίδιος θεωρεί εύλογες εικασίες, όπως όσον αφορά τον καταμερισμό εργασίας.

Σύμφωνα με τον Rousseau, η εμφάνιση του καταμερισμού εργασίας δεν είναι ένα μικρής σημασίας γεγονός. Ο λόγος είναι ότι μαζί με αυτόν εμφανίζεται και η πλεονεξία: η ατομική ιδιοκτησία, που για τον Rousseau αποτελεί το κύριο αίτιο σχεδόν κάθε αδικίας μέσα στον κόσμο μας, σε αυτό το σημείο έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της. Τα αποτελέσματα είναι στο εξής αναμενόμενα: διαμάχες ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και αντικατάσταση της φυσικής ισότητας με την ανισότητα που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό. Το κακό που πολλαπλασιάζεται ενισχύοντας τις αντιθέσεις μεταξύ όσων έχουν περισσότερα και όσων έχουν λιγότερα, οδηγεί τελικά και σε πόλεμο ανάμεσά τους. Ο Rousseau ισχυρίζεται επιπλέον ότι το πρώτο κράτος θεμελιώνεται από τους εύπορους, με σκοπό να διασφαλιστεί η ιδιοκτησία τους, εξαπατώντας τους οικονομικά ασθενείς ότι τάχα είναι προς το δικό τους συμφέρον. Από αυτή τη στιγμή αρχίζουν να εξαναγκάζονται όλες οι υπόλοιπες κοινότητες να συνενωθούν και εκείνες σε κράτος, προκειμένου να έχουν κάποια ισχύ και να μη συντριβούν από τα νεοϊδρυθέντα κράτη. Έτσι, οι ανισότητες καταλήγουν να δικαιολογούνται νομικά αλλά και ηθικά, μέσα στη συνείδησή μας, καθιστώντας εξαιρετικά απίθανη οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής τους. Ενώ το κράτος είναι αρχικά δημοκρατικό, ύστερα εμφανίζεται και επικρατεί η αδικία και η καταπίεση, μέχρι που το πολίτευμά τους καταλήγει να είναι ο δεσποτισμός, παραγνωρίζοντας εντελώς την ανώτατη εξουσία, που είναι στην πραγματικότητα ο λαός. Ο Rousseau δε σκιαγραφεί μονάχα τη διαλεκτική της μετάβασης από τη φυσική κατάσταση στις οργανωμένες κοινωνίες, το κράτος και τον πολιτισμό, αλλά παράλληλα τους ασκεί και κριτική, όπως και στον μοντέρνο τρόπο ζωής γενικότερα:

«Συγκρίνετε χωρίς προκατάληψη την κατάσταση του πολίτη με αυτήν του άγριου και αναζητήστε, αν μπορείτε, κατά πόσο, χώρια από την κακία του, τις ανάγκες και τις δυστυχίες του, ο πρώτος άνοιξε νέα περάσματα στον πόνο και στο θάνατο. Αν αναλογιστείτε τις στενοχώριες του νου που μας συνθλίβουν, τα βίαια πάθη που μας εξουθενώνουν και μας θλίβουν, την υπερβολική εργασία με την οποία επιβαρύνονται οι φτωχοί, την ακόμα πιο επικίνδυνη νωθρότητα στην οποία εγκαταλείπονται οι πλούσιοι που αφήνουν τους πρώτους να πεθαίνουν από τις ελλείψεις και τους άλλους από την ασωτία, αν σκεφτείτε τις απαίσιες αναμείξεις τροφών, τα ολέθρια καρικεύματα, τα αλλοιωμένα εδώδιμα, τα νοθευμένα φάρμακα, τη δολιότητα αυτών που τα πουλάνε, τα σφάλματα αυτών που τα γράφουν, το δηλητήριο των δοχείων που τα παρασκευάζουν, αν προσέξετε τις επιδημικές ασθένειες που μεταδίδονται από τον βρόμικο αέρα των πολλών συγκεντρωμένων ανθρώπων, εκείνες που προκαλούνται από τη μαλθακότητα του τρόπου ζωής μας [..] αν συγκεντρώσετε τους κινδύνους που όλες αυτές οι αιτίες συσσωρεύουν συνεχώς απάνω από τα κεφάλια μας, θα εννοήσετε πόσο ακριβά η φύση μας κάνει να πληρώνουμε την περιφρόνηση προς τις υποδείξεις της».

Αυτές οι παρατηρήσεις σηματοδοτούν τη δυσαρέσκεια από τον βιομηχανικό πολιτισμό, που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα. Ωστόσο, ο Rousseauεστίασε και την κριτική του στις γλώσσες. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, οι αρχαίες γλώσσες διέθεταν περισσότερη ζωντάνια και μουσικότητα από τις σύγχρονες, καθώς οι τελευταίες καταγράφονται και ρυθμίζονται με διάφορους κανόνες. Μια ακόμη αιτία αυτής της παρακμής, είναι για τον ίδιο, το ότι έχει πάψει να καλλιεργείται η ευγλωττία μέσα από τη χρήση και την εξάσκηση της ρητορικής ικανότητας.Μπορεί εδώ να παρατηρηθεί ότι η ρουσωική σκέψη έχει ως υπόδειγμα για την παρακμή της φυσικής κατάστασης τα όσα συνέβησαν όταν οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες επέβαλαν,με κάθε δυνατό τρόπο, τις δικές τους πολιτισμικές συνήθειες στους γηγενείς της αμερικάνικης ηπείρου. Πάντως, οι απαισιόδοξοι στοχασμοί του Rousseau απέναντι στον πολιτισμό, καθώς και η εξύψωση της αγνής φύσης εκ μέρους του, επηρέασαν σε μια πληθώρα διανοητών, μεταξύ των οποίων ήταν και σημαντικός ο Ρώσος λογοτέχνηςLevTolstoy (1828-1910). Η σκέψη του Tolstoyπαρουσιάζει σε γενικές γραμμές ένα σταθερό μοτίβο σκέψης, με τους ήρωες στα διηγήματα και τις νουβέλες του, συνήθως χαρισματικοί και φιλόδοξοι νέοι, αναζητούν την ευτυχία μέσω των κοινωνικών απαιτήσεων: πλούτη, δόξα και ηδονή,παρακούοντας όμως έτσι την ηθική τους συνείδηση. Φτάνοντας στο απόγειο της εγκόσμιας επιτυχίας, έρχονται σε επαφή με τα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης μοίρας: πόνος, ενοχή, θάνατος, και έρχονται αντιμέτωποι ακόμη και με την απελπισία. Τότε αρχίζουν να διακρίνουν μια μεγάλη αλήθεια της φύσης τους. Ωστόσο, η κοινωνία εξακολουθεί να δείχνει αδιαφορία για τη διαλεκτική της ψυχής τους, συνεχίζοντας το έργο της διαφθοράς και αποκτήνωσης. Στο δοκίμιό του με τον τίτλο Μια εξομολόγηση(1880),ο Ρώσος συγγραφέας εκφράζει τη σύγκρουση ανάμεσα στον ορθολογισμό του μοντέρνου τεχνικού πολιτισμού και στην πανάρχαια και φυσική ανάγκη για εύρεση νοήματος της ζωής μέσα στη θρησκεία, με μια γλαφυρή παραβολή του, παρομοιάζει την αύξηση της αθρησκίας με ένα ορμητικό ρεύμα που παρασύρει τους κωπηλάτες μακριά από την ακτή και πρέπει να αντισταθεί κανείς με μεγάλη δύναμη για να μην τον τραβήξει και τον ρήξει με ορμήπάνω στα βράχια.Πίσω από τους ήρωές του, όπως τον Ponztitsev, τον Ivan Ilich, το Vasilly Andreich και τον Gevgeni, διακρίνονται τα προσωπικά βιώματα του δημιουργού: η ακόλαστη νεότητα, ο δυστυχισμένος έγγαμος βίος, η αμείλικτη αυτοκριτική της ψυχής και ο φόβος του θανάτου, που έφτασαν να τον μεταμορφώσουν σε ένα θρησκευτικό κήρυκα και αναρχικό ηθικοδιδάσκαλο, που δεν έπαψε να τονίζει την αξία της απλής, φυσικής ζωής απέναντι στον σύγχρονο βιομηχανικό πολιτισμό, με όλα όσα αυτός προσφέρει. Στο διήγημα Μετά το χορό εκφράζει την κοινωνική κριτική του συγγραφέα απέναντι στη διαφθορά της ιεραρχίας, στη Σονάτα του Kreuzer αποτελεί (μαζί με τον Σατανά) περιγραφή ενός σαρκικού και αγοραίου έρωτα, στο Αφέντης και υπηρέτης είναι μια ιστορία αυτοθυσίας με θρησκευτικές προεκτάσεις, το Ο θάνατος του Ivan Illich, αποτελεί δραματοποίηση της επιθανάτιας αγωνίας του ανθρώπου, ενώ ο Πατήρ Σέργιος και οι Σημειώσεις ενός τρελού χαρακτηριστικά δείγματα αυτού που ονομάστηκε «τολστοϊκός Χριστιανισμός».Στο διήγημα Τρεις θάνατοιαπεικονίζεται η διαφορά της φυσικής κατάστασης από αυτή του πολιτισμού, όταν παρουσιάζονται διαδοχικά: ο ταραγμένος και θλιβερός θάνατος μιας αριστοκράτισσας, ο ήπιος και ψύχραιμος θάνατος ενός φτωχού μουζίκου, και τέλος, ο φυσικός και όμορφος «θάνατος» ενός δέντρου. Ο τελευταίος θάνατος είναι απολύτως φυσικός και γι’ αυτό όμορφος, καθώς απεικονίζει τη συνέχεια της ζωής. Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι το ζήτημα του θανάτου δεν έπαψε στιγμή να απασχολεί τον ίδιο. Μάλιστα, το 1910, σε άρθρο του για την πρόσφατη τότε αύξηση των αυτοκτονιών, ο Tolstoy αναφέρει ότι η δυστυχία του σύγχρονου ανθρώπου έγκειται:

«[Στην κυριαρχία] της προόδου, η οποία εκδηλώνεται μ’ έναν πυρετώδη αναβρασμό, με μια άμετρη σπουδή, με την εντατικοποίηση της εργασίας, που ωστόσο διοχετεύεται σε τελείως ανώφελες ή και καταφανώς επιβλαβείς δράσεις, με μια μόνιμη μέθη για διαρκώς νέα κι ολοένα πιο πολύπλοκα εγχειρήματα, που απορροφούν όλο μας το χρόνο, και –το σημαντικότερο- με μια άκρα αυταρέσκεια».

Μπορούμε όμως πραγματικά να απαρνηθούμε τη σύγχρονη τεχνολογία και να επιστρέψουμε πίσω; Είναι έστω εφικτή μια τέτοια «επιστροφή»; Μια μειονότητα σύγχρονων συγγραφέων (τους οποίους συχνά ονομάζουν «νεολουδίτες») πρότειναν ακριβώς αυτό: την καταστροφή της τεχνολογίας και την επιστροφή στη ζωή της προβιομηχανικής εποχής. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του αναρχοπρωτογονιστή (anarcho-primitivism)τρομοκράτη,TedKaczynski (1942-..).Στο περίφημο αντιτεχνολογικό μανιφέστο του με τον τίτλο Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της, που δημοσιεύτηκε το 1995, ο Kaczynskiυποστηρίζειπως οι μοντέρνες βιομηχανικές κοινωνίες μας βιώνουν μια βαθιά κρίση, που πιθανώς μέλλει να έχει ξεπεραστεί περίπου κατά τη χρονική περίοδο 2035-2095. Ο ίδιος βλέπει την περίοδο πριν από αυτά τα χρόνια ως την τελευταία ίσως ευκαιρία να «δραπετεύσουμε» από το τεχνολογικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε, προτού η έξοδος από αυτό καταστεί αδύνατη. Συγκεκριμένα, τα δύο κύρια προβλήματα που δημιουργεί η βιομηχανική κοινωνία στα μέλη της, είναι αφενός το ότι ελέγχει με πολυποίκιλους τρόπους τη ζωή τους (όσο περισσότερο αναπτύσσεται η τεχνολογία, τόσο και αφετέρου το γεγονός ότι τους παρέχει (με τίμημα την υπακοή στον έλεγχο) τα στοιχειώδη της επιβίωσης, με αποτέλεσμα να αναζητούν ένα νέο πεδίο για να διοχετεύσουν τις φυσικές τους ικανότητες, που κανονικά θα διοχέτευαν στην αναζήτηση νερού, τροφής, καταφυγίου κ.λπ. Αυτό το νέο πεδίο ονομάζει ο Kaczynski «υποκατάστατες δραστηριότητες». Πρόκειται για όσες δραστηριότητες κάνουμε προκειμένου να διοχετεύσουμε κάπου τις ικανότητές μας, με δεδομένο ότι, σε γενικές γραμμές, δεν είμαστε αναγκασμένοι να παλέψουμε για την εξασφάλιση των στοιχειωδών μας αναγκών. Ωστόσο, αυτές οι δραστηριότητες δε μας προσφέρουν αληθινή πληρότητα, λόγω του ότι δεν έχουμε δημιουργηθεί για τέτοια πράγματα αλλά για μια φυσική ζωή.Ένα ακόμη πρόβλημα είναι αυτό της ελευθερίας. Ο Kaczynski παρατηρεί ότι η ζωή μέσα σε μια βιομηχανική κοινωνία καθίσταται όλο και πιο ελεγχόμενη και περιορισμένη, αφού ο άνθρωπος πιέζεται όλο και περισσότερο να υπακούει (στο κράτος, στους ανωτέρους του στη δουλειά, στους αμέτρητους κανόνες κ.λπ.), αν θέλει να ενταχθεί αρμονικά στους κόλπους της. Τα καλά της τεχνολογίας δε διαχωρίζονται από τα καλά και, όταν έχουμε την τεχνολογία, οφείλουμε να πάρουμε μέτρα ενάντια στις αρνητικές συνέπειές της, ή έστω να τις υπομείνουμε (μόλυνση, νέες ασθένειες, εθισμοί) κ.λπ.Ο Kaczynski παρατηρεί επίσης πως, προκειμένου να διευκολύνεται η ένταξή μας και να αποφεύγονται τυχόν δυσαρέσκειες εκ μέρους μας,το ίδιο το βιομηχανικό σύστημα έχει εφεύρει τρόπους να απαλύνει τις πιο δυσάρεστες πτυχές του: διαφήμιση, καταναλωτισμός, διακοπές, προπαγάνδα, είναι μονάχα ορισμένες από αυτές τις μεθόδους. Όπως εξηγεί ο Kaczynski:

«Η κοινωνία μας τείνει να θεωρεί “ασθένεια” οποιονδήποτε τρόπο σκέψης ή συμπεριφοράς που είναι απρόσφορος για το σύστημα, και αυτό είναι ευλογοφανές, επειδή όταν ένα άτομο δεν ταιριάζει με το σύστημα προκαλεί πόνο στο άτομο και προβλήματα στο σύστημα. Έτσι, η χειραγώγηση ενός ατόμου για ν προσαρμοσθεί στο σύστημα θεωρείται “θεραπεία” για μια “αρρώστια” και συνεπώς θεωρείται κάτι καλό» (§155).

Μάλιστα, συνεχίζει, δεν υπάρχει λόγος να μη σκεφτούμε ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί και στο μέλλον θα δούμε ίσως την εμφάνιση,ενός όχι πλέον ψυχολογικού, αλλά καιβιολογικού ελέγχου του πληθυσμού, μέσω των λεγόμενων «γονιδιακών θεραπειών», κάτι που μπορεί να εφαρμοστεί τόσο αργά και σταδιακά, ώστε να μη γίνουν αμέσως ορατές οι συνέπειές του (π.χ. αρχικά, ίσως εφαρμόζεται στους εγκληματίες, για να αποτρέπει τα εγκλήματα) και φυσικά στο όνομα της προόδου και της κοινωνικής ευρυθμίας. Δεν είναι άραγε καλύτερη μια επανάσταση, με κάθε ρίσκο, υπέρ της ελευθερίας μας, αναρωτιέται ο ίδιος, από τη βέβαιη, μόνιμη και μεθοδευμένη υποδούλωση στον τεχνολογικό έλεγχο ολόκληρης της ζωής μας;Άλλωστε, η τεχνολογική κατάρρευση σε μια μεγάλη πολιτική οντότητα, έχει ορισμένα προηγούμενα, πιο χαρακτηριστικό από τα οποία είναι η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την εισβολή των βαρβαρικών γερμανικών φυλών του Βορρά.

Συνδυάζοντας τον φροϋδικό πολιτισμικό πεσιμισμό με μια σειρά από κριτικές παρατηρήσεις ορισμένων ερευνητών απέναντι στην τεχνολογία (πχ JacquesEllul) και ίσως κάποια δυστοπικά μυθιστορήματα (πχ το Θαυμαστός καινούργιος κόσμος), ο Kaczynski προβάλλει το αίτημα της επανάστασης με στόχο την πλήρη καταστροφή της σύγχρονης τεχνολογίας.Κάτι τέτοιο φυσικά, παραδέχεται ο Kaczynski (ο οποίος συνειδητά δεν κάνει καμία προσπάθεια να φανταστεί τη μορφή που θα έχει η νέα κοινωνία), θα σήμαινε πιθανότατα μια χαοτική κοινωνική κατάσταση που ίσως διαρκέσει ολόκληρες δεκαετίες και μάλλον θα στοιχίσει ανυπολόγιστες ζωές και δυσκολίες. Θα άξιζε όμωςτον κόπο μια επανάσταση για περισσότερη ελευθερία (τόσο αμφίσημη έννοια), με ενδεχόμενο τίμημα τον θάνατο μερικών εκατομμυρίων ανθρώπων, μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης; Αυτό το τραγικό δίλημμα αντιμετωπίζει η σύγχρονη ριζοσπαστική κριτική της τεχνολογίας και φυσικά έχει τις μακριές ρίζες του στη σκέψη του Jean-Jacques Rousseau. Στο επόμενο μέρος θα δούμε τις απαντήσεις που έδωσε ο ίδιος ο Rousseauσχετικά με τη δυνατότητα του ευ ζην μέσα στον πολιτισμό.