Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Και αυτή την εβδομάδα κεντρικό ρόλο στην πολιτική συζήτηση κατέχει το ζήτημα των επισυνδέσεων και συγκεκριμένα της επισύνδεσης του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Ο κ. Ανδρουλάκης καταγγέλλει παρακολούθηση, το ζήτημα ερευνάται και μόλις διασταυρώνεται, σε μία κίνηση –ανάλογα με το πόσο καλόπιστος είναι κανείς- ανάληψης πολιτικής ευθύνης ή πανικού, παραιτούνται το δεξί χέρι του Πρωθυπουργού, κ. Γρηγόρης Δημητριάδης και ο επικεφαλής της ΕΥΠ κ. Παναγιώτης Κοντολέων.

Αρχικά να εξετάσουμε που βρίσκεται το ατόπημα. Κατά τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τους δημοσιογράφους, εντοπίζεται στο ότι είναι αντιδημοκρατική η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων καθώς και δημοσιογράφων. Αυτό για τους προφανής λόγους πως ένα κατ’ επίφαση δημοκρατικό κράτος, μπορεί με παρεμβάσεις να καταστρατηγεί τα κρατικά εργαλεία για πολιτικό όφελος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων πρακτικών αποτελεί η γειτονική Τουρκία.

Είναι όντως αντιδημοκρατική η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων; Στην πραγματικότητα δεν είναι και συντρέχουν πολλοί σοβαροί λόγοι για να μην είναι. Λόγοι που δεν είναι για τα τηλεπαράθυρα και τα πρωτοσέλιδα, λόγοι εθνικής ασφαλείας. Λόγους που επικαλέστηκε η ΕΥΠ για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Και ποιος εξετάζει αν ευσταθούν αυτοί οι λόγοι και δεν πρόκειται για πολιτικό παιχνίδι; Ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος κατόπιν παρουσίασης των στοιχείων, βάζει την υπογραφή του προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία. Και που ξέρουμε αν ο εισαγγελέας δεν έκανε καλά τη δουλειά του; Εάν όλα γίνουν σωστά, δε θα το μάθουμε. Η επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των κομμάτων, οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν ορκιστεί να μην διαρρεύσουν το περιεχόμενο των συζητήσεων της επιτροπής, θα ενημερωθούν για όλα τα στοιχεία, τις εκθέσεις, πιθανώς και από τον ίδιο τον εισαγγελέα.

Συνεπώς η διαδικασία εξελίσσεται νομικά ορθά. Άρα προς τι το σκάνδαλο, που υπάρχει ουσιαστική παρατυπία και γιατί τόσος θόρυβος; Η απάντηση έχει δύο σκέλη: Από τη μία, οι επιδιώξεις της αντιπολίτευσης στο χώρο του κέντρου και ιδιαίτερα το κομμάτι που καταλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία, χτυπώντας το «θεσμικό» προφίλ του Μητσοτάκη. Από την άλλη το γεγονός πως ένας από τους πρώτους νόμους που ήρθαν το ’19 ήταν η αλλαγή της υπαγωγής της ΕΥΠ από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, απευθείας στον Πρωθυπουργό. Επιπρόσθετα σε αυτό, η τροπολογία που ακολούθησε και άλλαξε τα τυπικά προσόντα του αρχηγού της ΕΥΠ, έτσι ώστε να περιλαμβάνουν των ως τότε επιτυχημένο επιχειρηματία σεκιούριτι κ. Κοντολέοντα. Συνεπώς η απάντηση «δεν γνώριζα» του Πρωθυπουργού,  όταν τοποθέτησε άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του, αδυνατεί να πείσει και τον πιο καλόπιστο.

Άλλο που αδυνατώ να κατανοήσω είναι γιατί διακόπηκε η νόμιμη παρακολούθηση όταν ο κ. Ανδρουλάκης ανήλθε στο αξίωμα του αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος. Πολιτικά είναι απολύτως κατανοητό, με την ασφάλεια όμως τη γίνεται; Κάποιος ο οποίος κρίνεται άξιος παρακολούθησης σε ένα αξίωμα, πως προκαλεί λιγότερη ανησυχία όσο ανελίσσεται; Και στην τελική, την απόφαση για τη διακοπή, ποιος από τους μη γνωρίζοντες την έλαβε; Τα επιχειρήματα όλων μπάζουν. Όπως μπάζουν και τα πρωτόκολλα της ΕΥΠ.

Και φτάνουμε στο σήμερα: «Λάθος, αλλά νόμιμη η επισύνδεση». Μα γιατί είναι λάθος μία επισύνδεση η οποία συνοδεύεται από (απόρρητη) έκθεση της ΕΥΠ και υπογραφή αρμοδίου εισαγγελέως; Κάποιος έκανε λάθος. Οι κακιές γλώσσες λένε πως πρόκειται για μια τυπική διαδικασία και πως και ο εισαγγελέας άνθρωπος είναι, έβαλε μια υπογραφή παραπάνω, δεν πρόσεξε, δεν είδε.

Ειδικά εάν συνέβη το τελευταίο, δηλαδή άνθρωποι σε τόσο σημαντικά αξιώματα, να αντιμετωπίζουν με τέτοια περιφρόνηση τη δουλειά τους, πρέπει να έχουν την ευθιξία να παραιτηθούν κι αυτοί. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί το πρόβλημα των δημοκρατικών θεσμών της χώρας και όχι στη μικροπολιτική. Στη δουλειά που κάνει ο καθένας μας για τη δημοκρατία.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Πρωινός Λόγος στις 27/8