Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Πόσο θεμιτό θεωρείται ένα πανεπιστήμιο να διοργανώνει μία επιστημονική συζήτηση με θέμα τις υποκλοπές και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μείζον δημοκρατικό ζήτημα, αλλά στην πραγματικότητα ο τίτλος της εκδήλωσης να επιχειρεί να αποπροσανατολίσει και να φέρει στο προσκήνιο ένα άλλο θέμα; Αφήνω αυτό εδώ το ερώτημα ως τροφή για σκέψη. Η εκδήλωση με τίτλο “Μένουμε Ευρώπη;” που έφερε τη σφραγίδα του Παντείου Πανεπιστημίου και της Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα απέδειξε πως η ουσία του ερωτήματος που τέθηκε το 2015 για πρώτη φορά δεν έχει γίνει αντιληπτή από όλους. Μένουμε Ευρώπη δεν σημαίνει μόνο κοινό νόμισμα και κοινή πολιτική στρατηγική, αλλά και αποδοχή των αξιών που το ευρωπαϊκό πνεύμα συνεργασίας και συμπόρευσης προτάσσει.

Το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος η ανάγκη για παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια αμφισβητήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Η αγωνία όσων ένιωσαν την ιστορικότητα και το καθήκον της στιγμής να προστατέψουν το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας μας μετατράπηκε στο κίνημα “Μένουμε Ευρώπη” και μεταφράστηκε με το 38,69% στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Στην πραγματικότητα η προσπάθεια απέτυχε, όμως οι “μενουμευρωπαίοι”, όπως ονομάστηκαν δικαιώθηκαν από την έστω και τελευταίας στιγμής αναδίπλωση του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Η ιστορία έκτοτε γνωστή σε όλους.

Οκτώ χρόνια μετά το σύνθημα “Μένουμε Ευρώπη” επανήλθε ως ερώτηση. Χρειάζεται κανείς να αναρωτηθεί για το αν η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη; Νομίζω πως όχι. Ωστόσο, αποδείχθηκε πως κάποιοι εξακολουθούν να αμφισβητούν ή να μην επιθυμούν την Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Νοσταλγοί μίας Ελλάδας απομονωμένης, αποξενωμένης, ευάλωτης και εξαρτημένης από συμφέροντα μη ευρωπαϊκά (π.χ Ρωσία). Αλλά και όσοι, θέλοντας να αποφύγουν τη συζήτηση για τις υποκλοπές, ανακαλύπτουν δήθεν εχθρούς.

Στο επίκεντρο βρέθηκε η παρουσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι μάχες του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την περίοδο των μνημονίων έχουν αναγνωρισθεί από όλους όσους το φιλοευρωπαϊκό αίσθημα συνδέει. Η συμμετοχή του στην παραπάνω εκδήλωση, ωστόσο, έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους να αμφισβητήσουν το πολιτικό παρελθόν του Ευάγγελου Βενιζέλου με πρόσχημα την παρουσία του σε μία συζήτηση, ο τίτλος της οποίας αμφιβάλει για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Παρ’ όλο που ο ίδιος από την αρχή διευκρίνισε ότι δεν ρωτήθηκε για τον τίτλο της εκδήλωσης, σημειώνοντας πως:“Εκλαμβάνω συνεπώς τη χρήση του ερωτήματος «Μένουμε Ευρώπη;» στον τίτλο της εκδήλωσης αυτής ως ένδειξη ευρύτατης εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, αποδοχής της σημασίας που έχει να «Μένουμε Ευρώπη», να είμαστε ως κράτος, ως κοινωνία και ως έννομη τάξη αναπόσπαστο τμήμα του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού και κεκτημένου. Αυτό προσωπικά δεν το χαρίζω σε κανένα και σε καμία είτε ασκεί εξουσία θεσμική είτε νομίζει ότι ασκεί εξουσία ιδεολογική”, η αντιπαράθεση συνεχίστηκε.

Αυτό που στην πραγματικότητα ενόχλησε ήταν και είναι η θέση του Ευάγγελου Βενιζέλου για το θέμα των υποκλοπών. Άλλωστε και η παρουσία του αποσκοπούσε στην επιστημονική του επιχειρηματολογία για το ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών. Αμφότεροι όμως, και όσοι επέλεξαν το συγκεκριμένο τίτλο για μία τέτοια συζήτηση και όσοι βρήκαν πάτημα για να μην εισακουστούν οι θέσεις και οι απόψεις καθηγητών επιβεβαίωσαν την παρουσία μίας μορφής “Μακαρθισμού” στη δημόσια σφαίρα. Το 2015 οι “Μένουμε Ευρώποι” στοχοποιήθηκαν σε όλα τα επίπεδα, σήμερα όσοι διαφωνούν με την κυβέρνηση στην υπόθεση υποκλοπών – που μεταξύ μας παραμένει αναπάντητη – κατηγορούνται ότι επιδιώκουν την πτώση της. Κι όμως σε μία σύγχρονη δημοκρατική και ευρωπαϊκή χώρα αυτές οι τακτικές πρέπει να θεωρούνται ξεπερασμένες. Η παραμονή μας ή μη στην Ευρώπη δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Το έχει αποδείξει η ιστορία, το αποδεικνύουν καθημερινά τα γεγονότα γύρω μας.