Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Στην ταραγμένη καθημερινότητα του 2020, ήρθε προ ενός μηνός να προστεθεί μία δεύτερη καραντίνα.

Κλείσαμε αισίως έναν ολόκληρο μήνα, ενώ ήδη έχουμε στο μυαλό μας έναν δεύτερο μήνα, με την περίοδο των γιορτών μέσα, να χαράζεται μπροστά μας κοινός με ό,τι είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα.

Όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα τον Νοέμβριο πολλοί φίλοι μου είχαν πει “Και τι έγινε; Αυτή την φορά θα είναι πιο εύκολο, είμαστε προετοιμασμένοι από την προηγούμενη φορά.”

Ψυχολογικά όμως, πραγματικά, κανείς δεν ήταν. Η επιφόρτιση του προηγούμενου χρονικού σημείου που ονομάζεται πρώτη καραντίνα, η καραντίνα του Μαρτίου, ήρθε να εξοντώσει το ψυχολογικό όλων. Μάλιστα και οι δύο φάσεις μοιράζονται το κοινό ότι περιστρέφονται γύρω από γιορτές (Πάσχα και Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά) αντίστοιχα, που κανένας δεν μπόρεσε ή δεν θα μπορέσει να απολαύσει.

Τι σε μάρανε, θα μου πείτε… Άλλοι έχουν χάσει αγαπημένους τους, άλλοι νοσούν ή νόσησαν και εσύ διαμαρτύρεσαι που είσαι ασφαλής, στην ζεστασιά του σπιτιού σου με ίντερνετ και άφθονο χρόνο όλη μέρα;

Όχι, δεν θέλω να φανώ αχάριστη, ούτε να παρεξηγηθώ.

Κόντρα σε πολλές διαφωνίες με την καραντίνα, για τις θεμελιώδεις αυτές ελευθερίες που αυτή προσβάλλει, πρέπει να συζητήσουμε μία ακόμα πτυχή.

Αν και είναι αδιαμφισβήτητη η υγειονομική σημασία της καραντίνας, υπάρχει παγκοσμίως συζήτηση για την καραντίνα αυτή καθ’ αυτή.

Αν αφήσουμε δηλαδή κατά μέρους κάθε συζήτηση περί κορωνοϊού, περί εμβολίων και λοιμώξεων – λοιμωξιολόγοι, άλλωστε, όπως έχουμε ξαναπεί, δεν είμαστε -, μένει ένα θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με την καραντίνα: Είναι ευχή ή κατάρα;

Την πρώτη καραντίνα του Μαρτίου, οι περισσότεροι την βιώσαμε ως ξαφνικές διακοπές. Πράγματι, ξεκουραστήκαμε, βρήκαμε χρόνο για τον εαυτό μας, επικοινωνήσαμε παραδόξως πιο πολύ με φίλους και με περισσότερους μάλιστα αφού είχαμε χρόνο να στείλουμε τα μηνύματά μας, να κάνουμε τηλέφωνα. Η πρώτη καραντίνα θα μπορούσε σαφώς να θεωρηθεί πώς ρέπει προς την πλευρά της “ευχής” στο ερώτημα.

Η δεύτερη όμως καραντίνα, μας βρήκε κουρασμένους. Σαφώς σε όλους έρχονται στο μυαλό τα ξέφρενα πάρτι, οι μπύρες στις πλατείες και κάθε είδους προκλητικών περιστατικών, τα οποία είναι γεγονός. Ο περισσότερος όμως κόσμος πραγματικά δεν σταμάτησε να προσέχει. Η μάσκα ακόμα και με ελευθερία κινήσεων ήταν εκεί για να μας θυμίζει ότι ο εφιάλτης δεν τελείωσε.

Και φτάσαμε στον Νοέμβριο, με τα κρούσματα να πολλαπλασιάζονται μέρα με την μέρα και δυστυχώς μαζί τους, οι ασθενείς στις ΜΕΘ και οι θάνατοι.

Η δεύτερη καραντίνα ήταν πια αναπόφευκτο κακό. Και σίγουρα, ένα μήνα μέσα σε αυτή, η λέξη “ευχή”, μοιάζει πια να μετατοπίζεται στην “κατάρα”.

Ας ελαφρύνουμε την συζήτηση με μια αστεία διαπίστωση: Στην πρώτη καραντίνα οι περισσότεροι από αυτούς που έστελναν μήνυμα το νούμερο 6, έμπαιναν στον κόπο να κάνουν κάποια γυμναστική ή προσπαθούσαν τουλάχιστον να πείσουν τον εαυτό τους και τους άλλους ότι αθλούνται. Άλλοι προσπάθησαν να ξεκινήσουν νέα χόμπι που δεν είχαν χρόνο να κάνουν πριν. Πολλοί φίλοι μου διάβαζαν επισταμένα για να πάρουν πτυχίο, ή να περάσουν πολλά μαθήματα στο εξάμηνο.

Όλα αυτά έχουν αλλάξει πλήρως αυτή τη φορά. Με λίγα λόγια έχει χαθεί το ενδιαφέρον. Όταν κάποιος πατάει 6, δεν ενδιαφέρεται καν να κοροιδέψει ότι κάνει γυμναστική. Απλά θέλει να βγει έξω.

Οι συνολικές καθημερινές συνήθειες έχουν επιβαρύνει αντί να ελαφρύνουν το κλίμα. Γιατί δεν υπάρχει ορίζοντας, όπως την προηγούμενη φορά.

Σαφέστατα αναμένονται εμβόλιο και φάρμακα που θα κάνουν μεγάλη διαφορά, αλλά το τέλος της καραντίνας προμηνύεται μακρινό, ενώ πλέον έχουμε συνειδητοποιήσει για τα καλά ότι είμαστε εγκλωβισμένοι ακόμα στην αρχή ενός μαραθωνίου.

Τελικά το ερώτημα που μένει είναι τι κακό θα κάνει ο κορωνοϊός δευτερογενώς. Σαφέστατα ο επόμενος ασθενής, είναι η οικονομία και όλα όσα θα επιφέρει μία μέλλουσα οικονομική κρίση, αλλά παρεπομένως κάτι έχει ραγίσει μέσα μας, κάτι έχει χαθεί. Η ψυχολογία του ανθρώπου παγκοσμίως δεν θα είναι ποτέ η ίδια.

Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως οι μάσκες θα φύγουν από τη ζωή μας. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως δεν θα αποξενωθούμε περισσότερο από ό,τι μας αποξένωσε αρχικά η τεχνολογία. Και τελικά δυσκολεύομαι να πιστέψω πως η πανδημία του κορωνοϊού όπως την έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα δεν θα είναι σταθμός στην ζωή όλων μας. Ένας σταθμός που θα θέλουμε πολύ να ξεχάσουμε.