Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλατσός

Η παρατεταμένη περίοδος έντασης με την Τουρκία έχει κινήσει το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων -και δη αρθρογράφων- για τις απόψεις του Θουκυδίδη σχετικά με την ισχύ των κρατών και τον ρόλο του δικαίου στις διακρατικές σχέσεις. Ωστόσο, παρατηρώ -ομολογώ τις περισσότερες φορές με λύπη- ότι επιχειρείται μια επιδερμική ανάλυση των απόψεών του, απομονώνοντας από ένα ογκωδέστατο έργο μερικές αράδες του Ε βιβλίου και πιο συγκεκριμένα τον Διάλογο της Μήλου.

Αρχικά να τονίσω ότι σαφώς ο Θουκυδίδης αντιλαμβάνεται την ισχύ ως έναν πολύ καθοριστικό παράγοντα για τις διακρατικές σχέσεις. Δεν ενδίδει όμως ούτε στο δίκαιο του ισχυρότερου -όπως οι σοφιστές- ούτε στο δίκαιο ως αφηρημένη έννοια αλλά επιχειρεί να θέσει το ζήτημα πραγματιστικά και ρεαλιστικά, προσπαθώντας να βρει χώρο για την ύπαρξη του δικαίου σε αυτό που ονομάζουμε διεθνείς σχέσεις. Να επισημάνω ότι οι απόψεις και οι θέσεις του είναι δυσεύρετες· τις περισσότερες φορές μάλιστα εκεί που θα θέλαμε να σχολιάσει μας αποσβολώνει με μια χαρακτηριστική απάθεια. Αυτό συμβαίνει και με τον Διάλογο της Μήλου, για τον οποίο δεν μας «ανταμείβει» καθόλου με τις απόψεις του, οδηγώντας τους λάτρεις της RealPolitik σε επισφαλή και βιαστικά συμπεράσματα. Παραταύτα, σχολιάζει τον διάλογο μεταξύ Κλέωνα και Διόδοτου για την μοίρα της Μυτιλήνης στο Γ βιβλίο, υιοθετώντας σαφέστατα την άποψη του Διόδοτου, ο οποίος θεωρούσε την εκτέλεση όλου του ενήλικου αρσενικού πληθυσμού της Μυτιλήνης όχι μόνο σκληρή και άδικη αλλά και επιζήμια για τα συμφέροντα της Αθήνας. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι την ίδια άποψη διατηρεί και για την μοίρα της Μήλου, καθώς η τιμωρία ήταν η ίδια και στις δύο περιπτώσεις, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αποφανθούμε απόλυτα. Παραμένει όμως μια ισχυρή ένδειξη που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

Δευτερευόντως, ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός πέρασε από διάφορες φάσεις, όπως πολύ ωραία ανέλυσε η λαμπρή ελληνίστρια Jacqueline De Romilly στο έργο της Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός Ιμπεριαλισμός. Η αρχική του μορφή αποτυπώνεται στον λόγο των Αθηναίων πρέσβεων στην Σπάρτη, οι οποίοι απαντώντας στις κατηγορίες των Κορίνθιων επιχειρούν να θεμελιώσουν την αυτοκρατορία τους όχι στην ωμή ισχύ και βία αλλά στην ύπαρξη της δικαιοσύνης ως συστατικό της, γεγονός που της αποφέρει δόξα και μεγαλείο. Λένε χαρακτηριστικά: «κι είναι άξιοι επαίνου όσοι, έχοντας κατορθώσει σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση να κυριαρχούν επάνω σε άλλους, συμπεριφέρονται δικαιότερα απ’ όσο τους επιτρέπει η δύναμή τους. Πιστεύουμε πως αν έρχονταν άλλοι στη δική μας θέση θα αποδεικνυόταν με το παραπάνω αν είμαστε ή όχι μετριοπαθείς» (Α 76,3). Εδώ λοιπόν παρατηρείται μια σύμπηξη της ισχύος και του δικαίου, η οποία αποφέρει δόξα στον κυρίαρχο. Αυτή την θέση φαίνεται να ενστερνίζεται και ο Θουκυδίδης.

Λέξη κλειδί για την αποκωδικοποίηση των απόψεων του Θουκυδίδη είναι η μετριοπάθεια, την οποία θεωρεί ως την πλέον ενάρετη ποιότητα ενός πολιτικού, κάτι που φαίνεται από την εκτενέστατη αξιολόγησή του -και μοναδική για έναν πολιτικό- για τον Περικλή στο Β βιβλίο μέσα στην οποία διατυπώνεται πασιφανώς η προτίμησή του για μια μετριοπαθή πολιτική. Αντιθέτως, ο Διάλογος της Μήλου τοποθετείται στην τελευταία φάση του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, όπου η Αθήνα δεν επιθυμεί να θεμελιώσει την κυριαρχία της και στις αρχές του δικαίου αλλά μονάχα στην ωμή χρήση της ισχύος. Μάλιστα, ο Θουκυδίδης φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον πλήρη αμοραλισμό στις διεθνείς σχέσεις ως επιζήμιο όχι μόνο για τα συμφέροντα του κράτους αλλά και για την κοινωνική συνοχή του, καθώς θεωρεί ότι μια κοινωνία εκπαιδευμένη να ερμηνεύει τον κόσμο αποκλειστικά με όρους ισχύος και συμφέροντος υποσκάπτει τα ηθικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται, με αποτέλεσμα να θέτει σε κίνδυνο την εσωτερική της ασφάλεια, πυροδοτώντας εμφύλιες διαμάχες. Προς επίρρωση αυτής της τοποθέτησης μπορεί να ανατρέξει κανείς τόσο στο Β βιβλίο και να παρατηρήσει τις απόψεις του Θουκυδίδη για την αιτία που η Αθήνα έχασε τον πόλεμο (εμφύλιες διαμάχες) όσο και στο Γ βιβλίο που εκθέτει τις απόψεις του για τις αιτίες της Κερκυραϊκής στάσεως. Επιπροσθέτως, όσοι επικεντρώνονται μονάχα στον Διάλογο της Μήλου, ερμηνεύουν το σκανδαλώδες και αινιγματικό «από τις ίσης ανάγκης» ως «όσοι έχουν την ίδια δύναμη», εννοώντας ότι δίκαιο μπορεί να υπάρξει μόνο ανάμεσα σε δύο ίσες δυνάμεις. Παρότι η μετάφραση της συγκεκριμένης φράσης είναι εξαιρετικά δύσκολη για ερμηνευτικούς λόγους, εν τούτοις εδώ οι Αθηναίοι φαίνεται να διατυπώνουν την άποψη ότι δίκαιο μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε όσους βρίσκονται υπό ίση πίεση· δηλαδή, όσοι πιέζονται από τις περιστάσεις με τον ίδιο τρόπο.

Είναι σίγουρο ότι οι απόψεις του Θουκυδίδη δεν μπορούν να εκτεθούν σε λίγες αράδες, ωστόσο ήθελα να καταδείξω πως το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό ούτε τόσο μονοδιάστατο, όπως είθισται να ερμηνεύεται από διάφορους αρθρογράφους, αλλά χρειάζεται μια πλήρης εικόνα ολόκληρου του θουκυδίδειου corpus και εντοπισμός των μεμονωμένων απόψεών του για να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Συν τοις άλλοις, είναι εθνικά επικίνδυνο να μας ταυτίζουν με τους Μήλιους οι εν λόγω αρθρογράφοι, καθώς και την απαραίτητη αποτρεπτική ισχύ κατέχουμε και την πολιτική βούληση της κυβερνώσας παράταξης για να υπερασπιστεί τα εθνικά μας συμφέροντα.

Αναδημοσίευση από εφημερίδα Εστία – 08/12/2020