Σύμφωνα με τον KarlLöwith, μέσα στα γραπτά του Jean-JacquesRousseau (1712-1778), εντοπίζεται για πρώτη φορά το πρόβλημα της αστικής κοινωνίας, δηλαδή το γεγονός ότι η αστική κοινωνία υπάρχει όντας σε προβληματική σχέση προς το κράτος, καθώς ο αστός αποτελεί ιδιώτη και πολίτη συνάμα. Σύμφωνα με τον Löwith, όλες οι νεώτερες θεωρίες περί κράτους και κοινωνίας κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη δυσαναλογία ανάμεσα στις δύο ιδιότητες του αστού (ιδιώτης, πολίτης). Πώς μπορεί η ολότητα που ονομάζεται «άνθρωπος», να εναρμονιστεί με τη διαφορετική ολότητα της πολιτικής κοινωνίας. Όταν αναθρέφει κανείς έναν άνθρωπο, χρειάζεται να απαντήσει πρωτίστως στο ερώτημα αν θέλει να διαμορφώσει απλώς έναν «άνθρωπο» ή μήπως έναν πολίτη; Συναντάται λοιπόν εδώ σύγκρουση κοινωνίας και κράτους και η απόλυτη εναρμόνισή τους φαντάζει ανέφικτη.Ακόμη και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του εικοστού αιώνα λέει και πάλι ο Löwith, δεν ήταν παρά μια ακόμη απόπειρα να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα που πρώτος ο Rousseau έθεσε.Όπως έχει εύστοχα σημειωθεί, αυτός ο αιρετικός Γάλλος διανοητήςτου Διαφωτισμού,έφερε πρώτοςστο προσκήνιο δύο ολόκληρους «κόσμους» που μέχρι τότε παρέμεναν εν πολλοίς άγνωστοι και απαξιωμένοι: τον κόσμο των παιδιών και τον κόσμο των «πρωτόγονων» ανθρώπων.Ποιος ήταν όμως αυτός ο μυστηριώδης άνδρας που καθιερώθηκε ως αυθεντία στα παιδαγωγικά ζητήματα, τη στιγμή που ο ίδιος εγκατέλειψε τα δικά του βιολογικάτέκνα σε ορφανοτροφεία; Τι είναι η ρουσσωική γενική βούληση και πώς επηρεάζει τις σύγχρονες δημοκρατίες μας;Αρχικά, ίσως η αφετηρία της ρουσσωικής σκέψης, είναι το ζήτημα της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους.Συγκεκριμένα, στο ερώτημα που υπέβαλε η ακαδημία της Ντιζόν, αν οι κάθε λογής ανισότητες μπορούν να εξηγηθούν από το φυσικό δίκαιο, ο Rousseau έδωσε αρνητική απάντηση. Σύμφωνα με τονRousseau, υπάρχουν δύο είδη ανισότητας στο ανθρώπινο γένος: η φυσική ανισότητα, που σχετίζεται με τις ατομικές διαφορές σωματικών ή ψυχικών χαρακτηριστικών, και η ηθική/πολιτική ανισότητα, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο πλούσιοι ή και πιο ισχυροί σε σχέση με άλλους. Ο Rousseau ξεκαθαρίζει προκαταβολικά ότι αναζητά τις ρίζες της δεύτερης μορφής ανισότητας. Οι συλλογισμοί του Rousseau, εξηγεί ο ίδιος, δεν αποτελούν ακριβές ιστορικές καταγραφές με αξιώσεις περιγραφής βέβαιων γεγονότων αλλά μάλλον υποθετικοί συλλογισμοί που αποσκοπούν στο να φωτίσουν τη φύση των πραγμάτων. Διαιρώντας το βιβλίο του σε δύο ενότητες, αφιερώνει την πρώτη σε εκτενή περιγραφή το πώς πιστεύει ότι ήταν ο «φυσικός άνθρωπος», ενώ στο δεύτερο επιχειρεί να εξηγήσει τους λόγους της ανάδυσης των οργανωμένων κοινωνιών, θεωρώντας πως μονάχα ύστερα από αυτά μπορεί να διαλευκανθεί το ερώτημα περί της ανισότητας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, λέει ο Rousseau ζει αρχικά μιαν αμέριμνη ζωή μέσα στη φύση, όπου είχε τη δυνατότητα να καλύπτει άμεσα τις ανάγκες του, ενώ ήταν και απομονωμένος από τους υπολοίπους. Αν και ζει σε απόλυτα ζωώδη κατάσταση, και δεν είναι καλός αλλά ούτε και κακός, μέσα του βρίσκεται ήδη η ελευθερία και ο «οίκτος» (η λέξη εδώ δεν έχει τη συνηθισμένη σημασία της απαξίωσης αλλά παραπέμπει στη συμπόνια, τη δυνατότητα να συναισθανόμαστε τους συνανθρώπους μας), ο οποίος αποτελεί τη βάση για κάθε ανθρώπινη αρετή, καθιστώντας τον θεμελιωδώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα ζώα. Αν όμως ο άνθρωπος ήταν τέλεια προσαρμοσμένος στη φυσική κατάσταση, μέσα στην οποία ζούσε, με ποιον τρόπο αποκόπηκε τελικά από αυτή και συγκρότησε οργανωμένες κοινωνίες και κράτη; Η απάντηση του Rousseau είναι ότι διάφορες τυχαίες συγκυρίες επέβαλλαν στους ανθρώπους να ζήσουν μαζί (τέτοια παραδείγματα είναι, λόγου χάρη, τα φυσικά φαινόμενα που δημιουργούν ένα νησί ή οι καιρικές συνθήκες που οδηγούν σε μετανάστευση), συμπράττοντας έτσι στην τελειοποιησιμότητά τους, δηλαδή την πραγμάτωση των ικανοτήτων που διέθεταν σπερματικά στην πρωτόγονη κατάσταση. Η επικοινωνία των ανθρώπων αποτέλεσε επομένως μια πρόοδο και ταυτόχρονα μιαν οπισθοδρόμηση, αφού τους κατέστησε μη αυτάρκεις. Πλέον οι άνθρωποι είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλο και δε μπορούσε ο καθένας τους να καλύπτει μοναχός του τις ανάγκες του, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.
Σταδιακά λοιπόν, επινοείται η γλώσσα, αρχής γενομένης με κάποιες περιορισμένες άναρθρες κραυγές, και αναπτύσσει τη συναισθηματική ζωή και έπειτα ενισχύεται από αυτή. Εμφανίζεται λοιπόν η γεωργία και η μεταλλουργία, από τις οποίες προήλθε ο πρώτος καταμερισμός εργασίας, που αποτελεί τον ιστορικά πρώτο περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Όσα ακολουθούν στη συνέχεια, όπως θα φανεί και στο επόμενο μέρος του άρθρου μας, είναι για τον Rousseau αναπότρεπτα και δε θα μπορούσαν με τίποτε να είχαν αποφευχθεί.
Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών – Μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία της Φιλοσοφίας – Αρθρογράφος