Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Οι προειδοποιήσεις των λοιμωξιολόγων το τελευταίο διάστημα δεν βρίσκουν αντίκρισμα στη κοινωνία. Δεκαεπτά μήνες μετά η κατάσταση παραμένει στάσιμη, αν όχι χειρότερη. Ο “αόρατος” εχθρός συνεχίζει να βρίσκεται ανάμεσα μας και να επωάζει αυτή τη στιγμή στις μικρότερες ηλικίες (ο μέσος όρος των κρουσμάτων είναι τα 23 έτη). Ήδη από το περασμένο Σάββατο η ναυαρχίδα του τουρισμού για τη χώρα μας Μύκονος βρίσκεται σε καθεστώς μερικού lockdown με απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 01:00 – 06:00 και απαγόρευση μουσικής καθ΄ όλο το 24ώρο στα πάσης φύσεως καταστήματα. Και αν αυτά τα μέτρα φαντάζουν απειροελάχιστα στα όσα βιώσαμε το προηγούμενο διάστημα, οι συνέπειες είναι οδυνηρές για τον τουρισμό, την οικονομία και φυσικά για τους κατοίκους του νησιού των ανέμων, οι οποίοι ήλπιζαν σε ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι. Πολλοί εξεπλάγησαν από την κοινή απόφαση λοιμωξιολόγων και κυβέρνησης. Όμως αμφότερες οι δύο πλευρές διά των εκπροσώπων τους είχαν προμηνύσει μία τέτοια εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση στους κανόνες προστασίας έφερε τα νέα μέτρα – ίσως – λίγο νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ο καθηγητής πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Τζανάκης μιλώντας σε κεντρικό δελτίο τηλεοπτικού σταθμού διευκρίνισε ότι η έξαρση των κρουσμάτων στο νησί της Μυκόνου είναι τέτοια που οι 4 στους 100 ανθρώπους αποτελούν ενεργά κρούσματα. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες άλλα έξι νησιά βρίσκονται ήδη ένα βήμα πριν από αντίστοιχα ή παρόμοια μέτρα.

Εδώ κι ένα εύλογο χρονικό διάστημα η χώρα μας έχει εξασφαλίσει τις δόσεις όλων των διαθέσιμων εμβολίων. Ένας αγώνας δρόμου με στόχο τη κάμψη της πανδημίας. Ωστόσο είναι σαφές πως όσο ο εμβολιασμός επιβραδύνεται, τόσο τα μέτρα θα αναπτύσσονται σε περισσότερες περιοχές. Η μετάλλαξη “Δέλτα” που κυριαρχεί πλέον σχεδόν σε ολόκληρο το πλανήτη, όπως και στη χώρα μας, απειλεί τους ανεμβολίαστους. Και όσο υπάρχουν ανεμβολίαστοι τόσο εκείνος (ο ιός) θα διασπείρεται στην κοινότητα. Ακόμα και οι εμβολιασμένοι παραμένουν σε ένα βαθμό ευάλωτοι, αφού το τείχος ανοσίας δεν έχει χτιστεί, ενώ συνεχίζουν να εκτίθενται στον ιό και στις δυνητικά επόμενες μεταλλάξεις του. Η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει τον κατάλληλο τρόπο, ώστε να πείσει τον ανεμβολίαστο πληθυσμό να προχωρήσει στη σωτήρια αυτή ενέργεια, που θα απελευθερώσει άπαντες από τα δεσμά του κορωνοϊού. Με την στρατηγική του “μαστίγιου και καρότου” επιδιώκει ταυτόχρονα να επιβραβεύσει εκείνους που έδωσαν “ψήφο εμπιστοσύνης” στην επιστημονική κοινότητα μέσω ειδικών προνομίων και να αναγκάσει τους υπόλοιπους (σχεδόν ένας στους δύο) που δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα να το κάνουν, αποκλείοντας τους ή πιο σωστά δυσκολεύοντας τους στη καθημερινότητα τους. Βέβαια, αυτές οι επιλογές έχουν δεχθεί εντονότατες κριτικές και αντιδράσεις από την αξιωματική αντιπολίτευση και μερίδα της κοινωνίας.

Στην εξίσωση υπέρ του εμβολιασμού έχουν μπει άτομα του καλλιτεχνικού χώρου. Άνθρωποι γνωστοί στο ευρύ κοινό που πρεσβεύουν τα ιδανικά του πολιτισμού και του πνεύματος. Ηθοποιοί και τραγουδιστές, αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη του εμβολιασμού, μέσα από το βήμα που τους δίνεται, προσπαθούν να πείσουν το ακροατήριο τους για την αξία του εμβολίου στη μάχη αυτή και να αποκρούσουν κάθε συνωμοτική θεωρία που αναπαράγεται στο ψηφιακό κόσμο των social media. Παραδείγματα όπως οι Στάθης Δρογώσης, Πάνος Κιάμος, Γιάννης Τσιμιτσέλης, Χρήστος Μάστορας αποτελούν εξέχουσες προσωπικότητες αυτού του κινήματος. Η επιλογή τους όμως προκάλεσε την έντονη δυσφορία αρνητών του εμβολίου και του κορωνοϊού, καθώς και συναδέλφων τους. Σε μία ανελέητη μάχη με τον “αόρατο” εχθρό ο εμβολιασμός, η μάσκα και η τήρηση των υφιστάμενων μέτρων είναι ο μοναδικός τρόπος να κερδίσουμε το πόλεμο. Ο καθένας από εμάς έχει την υποχρέωση με τα μέσα που διαθέτει να επισημαίνει ξανά και ξανά αυτά τα τρία προαπαιτούμενα. Κυβέρνηση, λοιμωξιολόγοι και άνθρωποι του δημοσίου λόγου οφείλουν να συνεχίσουν την προσπάθεια με την ελπίδα ότι η φωνή τους επιτέλους θα εισακουστεί. Πρόσφατα, ο Διονύσης Σαββόπουλος σε τοποθέτηση του αναφέρθηκε στην θέσπιση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Είναι μία πρόταση που ενδεχομένως η κυβέρνηση θα έπρεπε να σκεφτεί σοβαρότερα,ώστε να μην χαθεί και άλλος πολύτιμος χρόνος.