Γράφει ο Νίκος Βότσιος

Κάθε καλοκαίρι τα ίδια προβλήματα. Από τη μία, έχουμε τις φονικές πυρκαγιές που κάθε χρόνο στην καλύτερη καίνε αμέτρητα στρέμματα δασικών εκτάσεων και στη χειρότερη στοιχίζουν ανθρώπινες ζωές. Από την άλλη, έχουμε το πάγιο πρόβλημα της ηλεκτροδότησης το καλοκαίρι λόγω των τεραστίων ενεργειακών αναγκών που φυσικά προκύπτουν. Ας τα εξετάσουμε όμως με τη σειρά.

Πυρκαγιές. Κάθε χρόνο καίγονται πευκοδάση και κάθε χρόνο η πυροσβεστική δίνει άνιση μάχη με τις φλόγες, προκειμένου να σώσει οτιδήποτε μπορεί να σωθεί. Ο εξοπλισμός παραμένει ανεπαρκής για τις ανάγκες της χώρας παρά τις ήδη σημαντικές προσθήκες. Μπορεί η Ελλάδα να έχει τριπλάσια πυροσβεστικά αεροσκάφη από τη γειτονική Τουρκία, αλλά ακόμη και αυτά δεν μπορούν να είναι σε 40 ή 80 ή 100 ταυτόχρονες εστίες. Οι αποζημιώσεις θα δοθούν, αλλά με 6000 ευρώ τη μέγιστη, δηλαδή για καταστροφή κατοικίας, δε λύνεται το πρόβλημα. Και φυσικά η λύση το κράτος δεν υπάρχει για να πληρώνει τον κάθε πολίτη σε κάθε δυσκολία της ζωής του. Δουλειά του κράτους όμως, είναι να του προσφέρει ασφάλεια σε αντάλλαγμα των φόρων. Σίγουρα πρέπει να αναθεωρηθεί η αναδάσωση με πεύκα. Σε όλους αρέσουν, όμως φέρουν μαζί και σοβαρά μειονεκτήματα. Το δένδρο αυτό που κυριάρχησε στη Μεσόγειο όλο αυτό το διάστημα, φαίνεται να είναι η αχίλλειος πτέρνα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής για την Ελλάδα. Το πεύκο, ενώ δεν χρειάζεται πολύ νερό, φέρει τα κουκουνάρια, τα οποία επιταχύνουν της εξάπλωση της φωτιάς με πολύ μεγάλες ταχύτητες, ενώ ακόμη οι πευκοβελόνες, τις οποίες ρίχνουν, καλύπτουν και πνίγουν τη χαμηλή βλάστηση, με αποτέλεσμα τα πευκοδάση στην πλειονότητά τους το καλοκαίρι να είναι στρωμένα με έναν «τάπητα» από ξερόχορτα, έτοιμο να βοηθήσει την κάθε σπίθα να αναπτυχθεί σε πυρκαγιά.

Το έτερο μεγάλο θέμα, αυτό της καλοκαιρινής ηλεκτροδότησης, παραμένει άλυτο εδώ και δεκαετίες, παρά το γεγονός πως τα βασικά χαρακτηριστικά της δεν αλλάζουν. Η Ελλάδα είναι χώρα τουριστική. Συνεπώς τους καλοκαιρινούς μήνες, πέρα από τα δικά μας air-condition, προστίθενται και οι ανάγκες των τουριστών. Προσθέτοντας σε αυτό, τη συνεχή αύξηση της θερμοκρασίας, είναι αδύνατο να μην πιεστεί το σύστημα. Σε αυτή τη φάση, πρέπει να δούμε το ενεργειακό μείγμα της χώρας πολύ προσεκτικά: 63% φυσικό αέριο και εισαγωγές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) 15,7%, υδροηλεκτρικά στο 6% και 15,3% από λιγνίτη. Ο λιγνίτης θα πάψει να υπάρχει στη χώρα μας από το 2027, ενώ και το φυσικό αέριο είναι καύσιμο πεπερασμένο και δεν αποκλείεται στα επόμενα 30-50 χρόνια να αποσυνδεθούμε και από αυτό. Με πάνω από το μισό ενεργειακό μας μείγμα να προέρχεται από εισαγωγές, έχουμε μεγάλο πρόβλημα να ρυθμίσουμε το δίκτυο, πόσω μάλλον να αντιδρούμε έγκαιρα στις κρίσεις που προκύπτουν. Τα δε πρόστιμα για τον λιγνίτη τον καθιστούν επίσης απαγορευτικό. Μόνη λύση η ευρεία ανάπτυξη των ΑΠΕ, προκειμένου να φτάσουμε σε επίπεδα ενεργειακής αυτάρκειας ή γιατί όχι, να εξάγουμε εμείς ρεύμα στις γειτονικές μας χώρες! Φυσικά οι ανανεώσιμες δεν είναι διαθέσιμες τη στιγμή που τις ζητάς με τον ίδιο τρόπο που ανοίγει ένας αγωγός ή ένα εργοστάσιο. Αρωγός στην προσπάθεια αυτή, θα σταθεί η τεχνολογία, με «μπαταρίες» που θα αποθηκεύουν την ισχύ που παράγεται για κάποιο χρονικό διάστημα. Υπάρχει ένα πρόβλημα: ο λογαριασμός ρεύματος του Σεπτεμβρίου προμηνύεται ιδιαίτερα τσουχτερός, καθώς αυτές τις μέρες λόγω της ακραίας αύξησης της ζήτησης και της μεγάλης μας ανάγκης για εισαγωγές η τιμή της κιλοβατώρας έχει εκτοξευτεί σε πρωτοφανή επίπεδα.

Η κυβέρνηση και συγκεκριμένα το ΥΠΕΝ πρέπει να τρέξουν και να δώσουν λύσεις εμπροσθοβαρείς, προκειμένου να μην έχουμε κάθε χρόνο την ίδια εικόνα. Διαβάζουμε για τις επενδύσεις που έρχονται, για τα χρήματα που συνεισφέρουν, αλλά πόσες επενδύσεις πρέπει να φέρουμε προκειμένου να ισοφαρίσουμε τις καταστροφές που αφήνουν πίσω τους οι πυρκαγιές;

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Πρωινός Λόγος στις 6/8