Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Η πολιτική αρένα είναι ένα πεδίο σκληρό και ώμο, με ξεκάθαρους κανόνες, με νικητές και χαμένους. Το πρώτο ερώτημα σχετικά με τη διαγραφή Μπογδάνου είναι το ποιος και κατά πόσο χάνει από τη διαγραφή του βουλευτή από την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας.

Ο ίδιος ο βουλευτής στήριξε τον σημερινό πρωθυπουργό από την υποψηφιότητα για πρόεδρος της ΝΔ το 2016. Ήταν μάλιστα και η πρώτη ουσιαστική πολιτική παρουσία του βουλευτή κοντά στο κόμμα, τουλάχιστον σε επίπεδο προσωπικής του στήριξης και δηλώσεων. Ο ενωτικός τόνος με τον οποίο απάντησε στις πιέσεις του Χατζηνικολάου στην συνέντευξη στο κεντρικό δελτίο του Αντ1, συνάμα με μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα του ηρεμία στον τόνο, δείχνουν μια ειλικρινή μετάνοια ενός ανθρώπου που έχει συνηθίσει παλαιότερα σε υψηλούς τόνους και μάλλον συναισθηματικές δηλώσεις. Η συγνώμη Μπογδάνου θυμίζει μάλιστα και τη συγνώμη Μητσοτάκη μετά από την τραγωδία των πυρκαγιών το καλοκαίρι. Ο ίδιος ο βουλευτής φαίνεται να χάνει άμεσα φυσικά από τη διαγραφή από ένα κόμμα που ξεκάθαρα δήλωσε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει. Ερωτήματα βέβαια μένουν τόσο από τη διαγραφή από την κ.ο. του κόμματος και όχι από το ίδιο το κόμμα, όσο και από τις δηλώσεις Γεραπετρίτη προς αυτή την κατεύθυνση.

Η παρουσία του κ. Δένδια στο συμβάν, ο οποίος πιθανά δρώντας συναισθηματικά ή επωφελούμενος από τις συνθήκες ενεπλάκη αναπαράγοντας, ηθελημένα ή μη, μια κατάσταση εσωκομματικού διχασμού, βορά της αντιπολίτευσης, ανεβάζοντας δε τους τόνους σε ένα ζήτημα που, ως υπουργός, δεν αφορούσε το χαρτοφυλάκιο του ή την ιστορική συμφωνία που κλήθηκε να παρουσιάσει. Ως υπουργός σαφέστατα όφειλε να στηρίξει αμιγώς το χαρτοφυλάκιο του. Θεσμικά, δηλαδή, και μόνο.

Το δε Μάξιμου έδιωξε ένα στέλεχος που ακόμα και στην ύστατη στιγμή της διαγραφής λειτούργησε κατεξοχήν «μητσοτακικά» χάνοντας έτσι το αφήγημα περί απομάκρυνσης Μπογδάνου από τη γραμμή, ο οποίος συνεχίζει να δηλώνει υπέρμαχος του κόμματος, υπερασπιστής του φιλελευθερισμού, της τιμής και των αξίων του. Δυστυχώς αυτό επιστρέφει πίσω στον πρωθυπουργό αφήνοντας μια εντύπωση μελλοντικής αδυναμίας των στελεχών να μιλήσουν ελεύθερα και ειδικά σε επίπεδο ιδεών.

Στο μακρύ δρόμο κερδισμένοι είναι οι πολιτικοί και ιδεολογικοί αντίπαλοι της ΝΔ, οι οποίοι διψούν για προβολή και λουτρό ιδεολογικού αίματος και σιγοντάρουν την κατάσταση. Αν και παραδόξως, στη σέντρα βγαίνει και ο κ. Παφίλης, ο οποίος επενέβη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων, αντιστρέφοντας τα λόγια του από τη μια μέρα στην άλλη, κάτι τέτοιο δείχνει, για πρώτη φορά ίσως στα ιστορικά από τη μεταπολίτευση, μια ξεκάθαρη πολιτική ρητορική κόντρας από πλευράς ΚΚΕ πέρα από τα συνηθισμένα ιδεολογικά τερτίπια, με τα οποία ασχολείται το κόμμα εδώ και δεκαετίες μην ξεφεύγοντας από βασικές δηλώσεις «κασέτα», όπως αστειευόμενα τις χαρακτηρίζει ο κόσμος, πριν από αυτό. Τη μια μέρα εξαπολύοντας επίθεση στα στελέχη της ΝΔ και την επόμενη στον Χατζηνικολάου λέγοντας πως τα έχει μόνο με τον κ. Μπογδάνο αποδεικνύουν ξεκάθαρα πως ο ύστατος σκοπός είναι η βλάβη του πολιτικού αντίπαλου και εν γένει του συστήματος, πράγμα που με τη σειρά του επιβεβαιώνει τη συλλογιστική του Μπογδάνου εξ αρχής. Το να μην επιβεβαιώνεται, αλλά να τιμωρείται η τελευταία δίνει πόντο στην αντιπολίτευση.

Ουσιαστικά το ζήτημα που υφίσταται πολιτικά είναι πολύ πιο βαθύ από ένα μεμονωμένο πολιτικό συμβάν. Η συνολική φοβικότητα πολιτικής έκφρασης και η επισφράγιση μιας εσφαλμένης πολιτικής ορθότητας, που φιμώνει παρά απελευθερώνει την ελευθερία γνώμης, υποδεικνύει ένα ιδεολογικό τέλμα που αν συνεχιστεί μόνο εμπόδιο θα φανεί για το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και τελικά για τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Το ζήτημα θα επιστρέψει στον Μητσοτάκη σύντομα και σε επίπεδο ψηφοφόρων και σε επίπεδο στελεχών, παρόλο που πρόκειται για έναν πρωθυπουργό που εκτελεστικά έχει ήδη πολλές επιτυχίες, όπως μάλιστα φαίνεται να έχει στοχεύσει από την πρώτη μέρα που εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ, με πολύ προσωπικό διάβασμα, δουλειά και ζήλο. Το τελευταίο μάλιστα δεν παρέλειψε να σχολιάσει και ο πρόσφατα διεγραμμένος κ. Μπογδάνος στη συνέντευξή του. Ο Μητσοτάκης, αν και σε επίπεδο πολιτικού ρομαντισμού φαίνεται να επιθυμεί μια ενωτική στάση, δυστυχώς καταλήγει να έχει υιοθετήσει τα δεξιά σύνδρομα φοβίας απέναντι στην αριστερά, μιας φοβίας που δεν πρόκειται να πείσει ποτέ κανένα καθαρόαιμο αριστερό να τον ψηφίσει, αλλά είναι ικανή να δυσαρεστήσει κάθε δεξιό. Και αν οι κεντρώοι μπορεί να φανούν ανεκτικοί, άλλοτε και αδιάφοροι, σε αυτή την κατάσταση, δεν αρκούν.

Το cancel culture δεν είναι κάτι σύγχρονο. Από τις ρωμαϊκές αρένες του χτες μέχρι τις τηλεοπτικές αρένες του σήμερα, οι ελίτ κάθε εποχής διψούν για αίμα. Ούτε το να πετάς έναν άνθρωπο στα θεριά, κάποτε κυριολεκτικά, κάποτε μεταφορικά είναι κάτι που εφευρέθηκε σήμερα. Στο τέλος της ημέρας και έπειτα από την διαγραφή ενός βουλευτή, μετά από τα ερωτήματα για νικητές και χαμένους και παραπάνω από το μέλλον του ίδιου του βουλευτή παραμένει ένα ερώτημα: Ποιος έχει σειρά να τον κατασπαράξουν τα θηρία;