Γράφει ο Ιωάννης Βούρος

Η αθρόα και για πολλούς απρόσμενη προσέλευση πολιτών στις δύο πρόσφατες εσωτερικές εκλογικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι το κόμμα στο οποίο αδίκως και τεχνηέντως κατελογίσθη όλη η πολιτική σήψη της μεταπολιτεύσεως είναι ακόμη ζωντανό και ακμαίο. Σύμφωνα, δε, με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, στις επόμενες εκλογές φαίνεται να σκαρφαλώνει και στην τρίτη θέση με διψήφιο ποσοστό, ενώ οι πιο ρομαντικοί και αισιόδοξοι μιλούν και για υπερκερασμό του 15%. Άλλωστε, την ανοδική πορεία του Κινήματος καταφάσκει και ο απολύτως θετικός απολογισμός του τριημέρου συνεδρίου στο Ταεκβοντό.

Τούτου λαμβανομένου ως δεδομένου, η βασική συζήτηση που διεξάγεται για την επομένη των εκλογών είναι το σενάριο συγκυβερνήσεως ΝΔ – ΠΑΣΟΚ που έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν με όχι και τόσο καλά αποτελέσματα ούτε ως προς το παραχθέν κυβερνητικό έργο ούτε ως προς την πολιτική θέση και αξιοπρέπεια του σοσιαλιστικού κινήματος. Ο κ. Ανδρουλάκης «στεντορεία τη φωνή» διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως δε θα βοηθήσει στην πρωθυπουργοποίηση τόσο του κ. Μητσοτάκη όσο και του κ. Τσίπρα.

Η μέχρι τώρα σθεναρή αυτή θέση του νέου Προέδρου είναι εύκολο να καμφθεί, ιδίως αν συσχετιστεί με το νεοφυές και κατ’ εμέ σοβαροφανές επιχείρημα που προτάσσει την ψευδεπίγραφη αναγκαιότητα σχηματισμού κυβερνήσεως οιουδήποτε σχήματος ώστε να μην καταστεί αδύνατη η λήψη αποφάσεων αντί της πολιτικής αξιοπρέπειας και της ώριμης πολιτικής σκέψεως προ βεβιασμένων αποφάσεων που έχουν κατά το παρελθόν δοκιμαστεί και αποτύχει παταγωδώς. Εις ό,τι δε αφορά το ΠΑΣΟΚ, φρονώ ότι μία βεβιασμένη προσπάθεια κυβερνητικής συνεργασίας ήδη από τις επόμενες εκλογές θα μεταφραστεί – και όχι αδίκως- από τη λαϊκή βάση ως ανυπομονησία για επάνοδο στην εξουσία.

Σαφώς ουδείς υποστηρίζει την ακυβερνησία, τον μη σχηματισμό κυβερνήσεως και τη συνακόλουθη αποσταθεροποίηση των αγορών, της οικονομίας και του συστήματος εν γένει. Ωστόσο, ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ, που δικάστηκε και καταδικάστηκε, πλήρωσε τα σφάλματά του, ρύθμισε της οφειλές του, ανασυντάχθηκε, ανανεώθηκε συλλήβδην και επαναστελεχώθηκε, πρέπει να εξετάσει πολύ προσεκτικά τις προτασσόμενες συνεργασίες, ώστε να τιμήσει την ψήφο όλων εκείνων που θα το επανεμπιστευθούν.

Άλλωστε,  το πολιτικό τοπίο στη μετεκλογική περίοδο προμηνύεται ομιχλώδες, εξαιτίας της εφαρμογής για πρώτη φορά της απλής αναλογικής και της πρώτης έμμεσης εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ διά της χαμηλότατης προσέλευσης στις εσωκομματικές εκλογές της 15ης Μαίου.

Η είσοδος στο πολιτικό γίγνεσθαι του τόπου πρέπει, συνεπώς, να είναι ομαλή. Είναι γεγονός, πως υπό το πρίσμα της σχεδόν καθολικής και παγκοσμίου επικρατήσεως της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, η πολιτική διαμάχη μεταξύ αριστερών και δεξιών φαίνεται να ατονεί και να ξεθωριάζει και τη θέση της να καταλαμβάνει η διαμάχη μεταξύ λαϊκιστών και ρεαλιστών. Η σκεπτική αυτή τείνει να γίνει κινδυνώδης εάν στη θέση των ρεαλιστών βάλουμε αποκλειστικά τους θιασώτες του φιλελευθερισμού, τον ρόλο των οποίων στην Ελλάδα παίζει η Νέα Δημοκρατία. Τότε θα πρέπει να θεωρηθεί πως η συμμαχία με το κυβερνόν κόμμα είναι μονόδρομος, η δε ουδετερότητα ή οποιαδήποτε άλλη «συμπαράταξη» να θεωρείται προϊόν λαϊκισμού, οπότε οδηγούμεθα με μαθηματική ακρίβεια σε λογικό παράδοξο. Αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί ότι η διαχείριση της πανδημίας αφενός  και το σκίσιμο των μνημονίων αφετέρου αποτελεί ένα ισχυρό μπρα ντε φερ λαϊκισμού χωρίς ξεκάθαρο νικητή, μέχρι στιγμής.

Ο κ. Ανδρουλάκης έχει παραλάβει την αρχηγία ενός κόμματος, το οποίο αδιαμφισβήτητα θα είναι καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα. Πρέπει, όμως, να φροντίσει να «σταθεί στα πόδια του», να απομακρυνθεί από την ανούσια, χλιαρή και ασθενή αντιπολίτευση και να διεκδικήσει μία αυτόνομη θέση στο πολιτικό προσκήνιο προσδίδοντας στο κόμμα την αρμόζουσα πολιτική αξιοπρέπεια. Άλλως, βιαστικές συνεργασίες με σκοπό την κατάληψη κυβερνητικών θώκων θαρρώ θα έχουν ολέθρια αποτελέσματα, θα καταστήσουν το ΠΑΣΟΚ «ανδρείκελο» και θα το αφανίσουν δικαιολογημένα από τον πολιτικό χάρτη άπαξ και διαπάντος. Άλλωστε, ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν σε πληθώρα.