Κάποτε ελέχθη πως οι «Ήρωες Πολεμούν σαν Έλληνες» περιγράφοντας τους άθλους των Ελλήνων στα μέτωπα των μαχών κατά την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Από τα βουνά της Ηπείρου μέχρι τις ερήμους του Ελ Αλαμέιν, από τα Δωδεκάνησα μέχρι το Ρίμινι της Ιταλίας και τη Νορμανδία, οι Έλληνες βρέθηκαν παντού ανταποκρινόμενοι στο εθνικό τους χρέος για την προάσπιση της πατρίδας και της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Συνταγματάρχης εα Πλάτων Συναδινός διάγοντας πλέον το 97ο έτος ηλικίας, αφηγείται στη σελίδα Politically Incorrect την προσωπική του ιστορία ως ένας νέος που ξεκίνησε από τη Σάμο και μέσα από πολλές κακουχίες βρέθηκε στη Μέση Ανατολή, όπου οι Έλληνες έδιναν το δικό τους αγώνα και εντάχθηκε στην Ηρωική 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία ή όπως ονομάστηκε αργότερα «Ταξιαρχία Ρίμινι», μια Ταξιαρχία που ξεκινώντας τις επιχειρήσεις της από τον Τάραντα της Ιταλίας έγραψε ανεξίτηλα το όνομα της στα ιταλικά χώματα ενάντια σε υπέρμετρες δυνάμεις. Ο Πλάτων Συναδινός έχοντας ζήσει τις σφοδρές μάχες στο Ρίμινι και το ποταμό Ρουβίκωνα μας αφηγείται με μεγάλη λεπτομέρεια τις πράξεις αυτοθυσίας των στρατιωτών που διεξήχθησαν σε ξένο έδαφος.
Η Μάχη του Ρίμινι χαρακτηρίζεται ως μία εκ των σφοδρότερων που έλαβαν μέρος Έλληνες στρατιώτες (3.377 άνδρες, 116 νεκροί, 316 τραυματίες), σε μία μάχη με ισχυρές αμυντικές θέσεις των Γερμανών και των συμμάχων τους και επίλεκτες δυνάμεις να τις προστατεύουν, σε μία μάχη που έπεσαν 1.470.000 οβίδες πυροβολικού, δημιουργώντας αποκαλυπτικές σκηνές καταστροφής. Η μάχη διήρκησε από τις 25 Αυγούστου μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1944, η κωδική ονομασία της οποίας ήταν “Operation Olive” (Επιχείρηση Ελαιά), όπου 1.200.000 άνδρες υπό την καθοδήγηση του Βρετανού Στρατηγού Αλεξάντερ και του Γερμανού Στρατάρχη Κέσσελρινγκ έλαβαν μέρος στην επονομαζόμενη μάχη της Γοτθικής Γραμμής που έληξε με την επικράτηση των Συμμάχων.
Ερώτηση: Στις 28 Οκτωβρίου 1940 μαθαίνετε από τις εφημερίδες πως ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αρνηθεί στον Ιταλό πρεσβευτή και πως κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ποια ήταν η αντίδραση εσάς και της οικογενείας σας;
Απάντηση: Η αντίδραση του πληθυσμού της Σάμου ήταν η ίδια με την αντίδραση του πληθυσμού της Αθήνας που βγήκαν στους δρόμους και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και διάφορα άλλα στρατιωτικά εμβατήρια, οργισμένοι και βέβαιοι πως θα κερδίσουμε τον πόλεμο. Στη Σάμο συγκροτήθηκε το 18ο Σύνταγμα Πεζικού, Διοικητής πρέπει να ήταν ο Τσακαλώτος. Στο 18ο Σύνταγμα Πεζικού με την επιστράτευση που έγινε μεταξύ των Έφεδρων Ανθυπολοχαγών ήταν και ο αδερφός μου ο Σοφοκλής Συναδινός, ο άλλος ο αδερφός μου ο Δημήτρης κατετάγη νεοσύλλεκτος. Μετά την επίθεση στην Αλβανία και την κατάρρευση του Μετώπου, όσοι ήταν νησιώτες γύρισαν στα σπίτια τους με καΐκια, δεν υπήρχαν βαπόρια, μεταξύ αυτών και ο αδερφός μου.
Στις 8 Μαΐου 1941 η Σάμος κατελήφθη από μια Μεραρχία Ιταλική, τη Μεραρχία CUNEO. Στις 19-20 Μαΐου γύρισε ο αδερφός μου από την Αλβανία σε μια κατάσταση που δεν ήταν ευχάριστη, ήταν κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, διψασμένος, κάθε άλλο παρά ευχάριστη. Δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Πέρασαν οι μέρες. Το 1941, κατά τον Ιούνιο μήνα, μας ανακοίνωσε ο αδερφός μου ότι θα φύγει για τη Μέση Ανατολή όπου γινόταν η συγκρότηση του νέου ελληνικού στρατού. Μου είπε να του μεταφέρω τα πράγματα του, ήμουν ο μικρότερος στην οικογένεια και δε θα με υποψιάζονταν οι Ιταλοί με ένα σάκο στην πλάτη. Του πήγα τα ρούχα στις Μουρτιές. Το βράδυ έφυγε για την Τουρκία.
Το 1942 πέθανε ο πατέρας μου και όταν έμεινα μόνος μου, εγώ, ο αδερφός μου και η αδερφή μου κάναμε μια συζήτηση για το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Στην παρέα μας ήταν ο Τσίκλης ο Νίκος, ο Γιάννης Γεωργαντάς και ο Ηρακλής Καλομοίρης, εγώ, ο αδερφός μου και η αδερφή μου και αποφασίσαμε να φύγουμε για την Τουρκία. Βάρκα να φύγουμε δεν είχαμε, λεφτά για να αγοράσουμε δεν είχαμε. Αποφασίσαμε να πάρουμε μία βάρκα από αυτές που συγκέντρωναν οι Ιταλοί κάθε βράδυ σε ένα μέρος του λιμανιού και τις φύλαγαν για να μην τις πάρουν οι Έλληνες που έφευγαν για την Τουρκία, γιατί οι Ιταλοί έμαθαν πως φεύγουμε για την Τουρκία, όχι μόνο εμείς, αλλά και πολλοί άλλοι. Ήταν δύσκολο να πάρουμε μια βάρκα από εκεί και αποφασίσαμε να πάρουμε μια βάρκα δική τους Ιταλική. Μπροστά από το Στρατηγείο της Μεραρχίας που ήταν πάνω στην περιφέρεια του λιμανιού, συγκεκριμένα στο Μέγαρο του Νέγρη, ήταν ένας αρκετά ευκατάστατος Σαμιώτης, ο οποίος είχε ένα πάρα πολύ ωραίο σπίτι, το οποίο το επιτάξαν οι Ιταλοί και βάλανε το Στρατηγείο εκεί και το δωμάτιο του Διοικητή σε κάποιον όροφο. Είχανε 2 ταχύπλοα, τα οποία κάθε μέρα, κάθε βράδυ φύλαγαν τα στενά της Μυκάλης, γιατί η Σάμος είναι πολύ κοντά με την Τουρκία και είχαν και μία βάρκα η οποία ήταν για κοντινές αποστάσεις. Αποφασίσαμε λοιπόν να πάμε με τη βάρκα. Ήταν επικίνδυνο εγχείρημα και δύσκολο συνάμα. Στις 22 Ιουλίου γιόρταζαν την εγκαθίδρυση του φασιστικού κόμματος στην εξουσία της Ιταλίας και είχαν κάποια γιορτή.
Εκείνο το βράδυ αποφασίσαμε να πάρουμε τη βάρκα. Η απόσταση της βάρκας από το Στρατηγείο ήταν περί τα 30 μέτρα. Υπήρχε ένας σκοπός στην είσοδο του Στρατηγείου. Εκείνο το βράδυ ήταν και μια περίπολος 2 ανδρών. Ο αδερφός ο Δημητράκης, μαζί με τον Γεωργαντά ήταν αυτοί που θα έπαιρναν τη βάρκα. Οι υπόλοιποι 2, ο Τσίκλης και ο Καλομοίρης ήταν πίσω από το λιμενοβραχίονα, ενώ όταν θα έπαιρναν τη βάρκα θα περνούσαν να πάρουν αυτούς και στη συνέχεια εμένα και την αδερφή μου που βρισκόμασταν στον όρμο που είναι κοντά το σπίτι του Σταματιάδη. Ο αδερφός μου και ο Γιάννης ο Γεωργαντάς βρισκόντουσαν σε ένα διάδρομο που ξεκινάει από το δρόμο μέχρι την πόρτα της Καθολικής Εκκλησίας. Ο διάδρομος αυτός είναι κλεισμένος από τη μια μεριά με την εκκλησία και από την άλλην με έναν μαντρότοιχο. Εκεί ήταν κρυμμένοι ο αδερφός μου με τον Γεωργαντά. Είχαμε συμφωνήσει λοιπόν τη βάρκα να την πάρουμε όσο είναι δυνατόν νωρίτερα για να προλάβουμε να φύγουμε. Στις 21:00 είχαν πάει όλοι οι Αξιωματικοί της Ιταλικής Μεραρχίας στη δεξίωση στο Στρατηγείο. Στις 21:00-21:30 σταμάτησε η κυκλοφορία των Ιταλών και βρήκαν την ευκαιρία όταν η περίπολος καθόταν στα σκαλοπάτια ενός σπιτιού, γιατί περιπολούσαν και κουράστηκαν φαίνεται, όταν ο στρατιώτης βρέθηκε μόνος του μπροστά στην είσοδο έπεσαν οι δικοί μας στη θάλασσα και είχαν ο καθένας τους από ένα μαχαίρι. Όταν έφτασαν στη βάρκα ο μεν Συναδινός έκοψε το σκοινί στη βάρκα από την πρύμνη, ο δε Γεωργαντάς άφησε 2-4 μέτρα σκοινί και το έκοψε. Το σκοινί που άφηνε ο Γεωργαντάς κολυμπώντας τραβούσαν τη βάρκα. Αφού απομακρύνθηκαν από το χώρο, περίπου 100-150 μέτρα, μπήκαν μέσα, βάλαν τα κουπιά και άρχισαν να φεύγουν. Περάσαν από το λιμενοβραχίονα πήραν το Καλομοίρη και τον Τσίκλη, ήρθαν σε μας, πήραν εμένα και την αδερφή μου με τα πράγματα που είχαμε εκεί πέρα και ξεκινήσαμε να φύγουμε. Όταν όμως ξεκινήσαμε να φύγουμε, η ώρα ήταν περίπου 23:30, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη. Όταν φτάσαμε στο ακρωτήρι του Κότσικα, από πάνω έχει ένα Μοναστήρι και είχε και ένα φυλάκιο Ιταλικό, είδαμε ότι η ώρα ήταν περασμένη, είχε φτάσει περίπου 02:00 και πήγαμε σε έναν διάδρομο, όπου από τη μια μεριά είναι το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και από την άλλην είναι η Σάμος. Περάσαμε από το διάδρομο και σε κάποια στιγμή σταματήσαμε και αποφασίσαμε τι θα γίνει. Αποφασίσαμε να βγάλουμε τη βάρκα έξω. Η Σάμος είναι καταπράσινη, από το κύμα μέχρι πάνω τα βουνά. Τη βγάλαμε έξω τη σκεπάσαμε, την κρύψαμε και αποφασίσαμε να κρυφτούμε και εμείς και να βγούμε το επόμενο βράδυ. Πράγματι βγάλαμε τη βάρκα τη σκεπάσαμε, κόψαμε και της βάλαμε κλαδιά και καθίσαμε και περιμέναμε. Αυτή η δουλειά κράτησε περίπου μέχρι τις 16:30-17:00, η μέρα είναι μεγάλη.
Το πρωί της επόμενης ημέρας που εμείς είχαμε πάρει τη βάρκα, τα 2 ταχύπλοα των Ιταλών είχαν βγει στα στενά της Μυκάλης και ψάχνανε τη βάρκα που εμείς είχαμε πάρει. Κατά τις 10-11 πέρασε μία τράτα, την είδε τη βάρκα, δεν την είδε, γιατί ήταν πολύ καλά σκεπασμένη. Το απόγευμα αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα μας ώστε μόλις να νύχτωνε εμείς να φεύγαμε. Πιθανότατα οι Ιταλοί πιάσανε τους ψαράδες από την τράτα και αυτοί τους είπαν πως είδαν μία βάρκα στο τάδε σημείο και κατά τις 17:00-17:30 ήρθανε στην περιοχή που είχαμε κρύψει τη βάρκα. Το ένα ταχύπλοο είχε μείνει στο πέρασμα μακριά, το άλλο ταχύπλοο πήρε κατεύθυνση προς το μέρος που ήμασταν εμείς. Καταλάβαμε ότι ερχόταν σε μας. Όταν έφτασε 500-600 μέτρα από την ακρογιαλιά μαζέψαμε τα πράγματα μας και φύγαμε και πήγαμε πάνω στο βουνό του Προφήτη Ηλία. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ο κίνδυνος, η ταλαιπωρία για φυγή. Φύγαμε από τον Προφήτη Ηλία και πήγαμε στο μέρος που είναι η Ζωοδόχος Πηγή και έχει πολλά δένδρα, πεύκα και μεγάλη πράσινη χλωρίδα. Μείναμε εκεί 2 βράδια. Το πρώτο βράδυ όμως έπρεπε να φύγει η αδερφή μου, γιατί δεν μπορούσαμε να είμαστε άνδρες και να έχουμε και την αδερφή μου, μας εμπόδιζε κατά κάποιον τρόπο να κινούμαστε. Την πήρε ο αδερφός μου ο Δημητράκης μαζί με τον Γεωργαντά και την κατεβάσανε κάτω στο Βαθύ και όταν φτάσανε στο νοσοκομείο που ήταν κλειστό γιατί δεν υπήρχαν ούτε γιατροί, ούτε νοσοκόμοι, ούτε φάρμακα, η αδερφή μου γύρισε μόνη στο σπίτι, δε ξέρανε οι Ιταλοί ποιοι είμαστε.
Καθίσαμε περίπου 5-6 μέρες εκεί, αρχίσαμε να πεινάμε, νερό βρίσκαμε από διάφορα σημεία όπως μικρό-πηγές και διάφορα τέτοια πράγματα, φαγητό δε βρίσκαμε, βοηθήσαμε να κατέβω εγώ και ο Ηρακλής ο Καλομοίρης στο Βαθύ, στις δικές μας φιλικές οικογένειες και να ζητήσουμε φαγητό. Ξεκινήσαμε με τον Ηρακλή με πολύ μεγάλη προσοχή γιατί κυκλοφορούσαν Ιταλικές περίπολοι το βράδυ ένοπλοι. Περάσαμε από το Άνω Βαθύ και το Κάτω Βαθύ και με μεγάλη προσοχή φτάσαμε στην εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνος. Στο χώρο εκείνον είναι κοντά το αρχαιολογικό μουσείο, μπροστά είναι ένας μεγάλος κήπος με κηπευτικά μέσα που έβαζε ο ιδιοκτήτης και ξεκινήσαμε να πάμε στο σπίτι του Καλομοίρη.
Το σπίτι του Καλομοίρη βρίσκεται στο δεύτερο παράλιο, από την παραλιακή οδό που βρίσκεται το λιμάνι. Φτάσαμε στον Άγιο Σπυρίδωνα, πηδήξαμε μέσα στον κήπο, περάσαμε όλον τον κήπο για λόγους ασφαλείας να μην κυκλοφορούμε στους δρόμους, πηδήξαμε στο μικρό δρομάκι πίσω από το σπίτι του Καλομοίρη, ανεβήκαμε σε μία σκάλα πέτρινη, χτυπήσαμε την πόρτα, δε μας άκουσε στην αρχή η μητέρα του, χτυπήσαμε και δεύτερη φορά, τότε βάζαν ένα μικρό τζάμι για να βλέπουν τον άνθρωπο που είναι από έξω και βλέπω να έρχεται η κυρία Καλομοίρη, η Αλεξάνδρα με ένα κερί στο χέρι. Ρώτησε: «Ποιος είναι;», της απάντησε πως είναι ο γιος της ο Ηρακλής, άνοιξε την πόρτα, της είπαμε την περιπέτεια μας. Η κυρία Αλεξάνδρα ήταν από αυτούς που δεν είχαν παραδώσει το ραδιόφωνο όπως είχαν διατάξει οι Ιταλοί και κάθε μέρα άκουγε το Λονδίνο το BBC και κάθε μέρα έγγραφε τις ειδήσεις, τις έδινε έξω, τις βγάζανε σε διάφορα αντίτυπα και τις μοιράζανε. Ήταν μια Ελληνίδα 100%. Της είπαμε λοιπόν όλα τα προβλήματα και της είπαμε ότι θέλουμε φαγητό. Της είπαμε να πάει στο σπίτι του πατέρα του Γεωργαντά και να πάει στο σπίτι του Σταμάτη του Τσολακάκη. Ο Τσολακάκης ήταν ένας πάρα πολύ καλός πατριώτης και Έλληνας, ο γιος του ήταν στην παρέα μας, αλλά ο πατέρας του του απαγόρευσε να συνεχίσει. Είπαμε στην κυρία Αλεξάνδρα να πάει σε αυτές τις 2 οικογένειες, να τους πει πως θα περάσουμε στις 23:00 να μας δώσουν ό,τι τρόφιμα μπορούσανε. Μείναμε όλη τη μέρα στο σπίτι της Αλεξάνδρας. Το βράδυ κατά τις 22:00 φύγαμε από το σπίτι της Αλεξάνδρας περάσαμε πίσω από το αρχαιολογικό μουσείο και μπροστά από ένα σχολείο και πήγαμε πάνω στον Άγιο Νικόλαο στα περίχωρα του Βαθιού. Περάσαμε μέσα από τη συνοικία Μεγιεμελέικα, μπροστά από το αρχοντικό του Γαροφαλϊδη του δικηγόρου και πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι του Γεωργαντά, χτυπήσαμε την πόρτα, μας άνοιξε, μας είχαν ετοιμάσει ένα δέμα με τρόφιμα, το πήραμε και πήγαμε στου Τσολακάκη. Ο Τσολακάκης ήταν κρεοπώλης, είχε ένα μεγάλο οικόπεδο, το σπίτι στο οποίο έμενε ένα μεγάλο διώροφο και είχαν και ένα μικρό σπίτι που έσφαζε τα κατσίκια και τα ζώα που ήταν για πούλημα και πάνω σε αυτό το σπίτι οι πόρτες ήταν ανοικτές. Πηδήξαμε το μαντρότοιχο, περάσαμε το κτήριο αυτό και πήγαμε στην αυλή του σπιτιού. Χτυπήσαμε την πόρτα και μας άνοιξε ο γιος του ο Χαράλαμπος γιατί μας περιμένανε. Μπήκαμε μέσα, μας ρώτησε ο πατέρας του ο Σταμάτης πως είμαστε και τι θα κάνουμε από εδώ και μπρος, μας είπε ότι κινδυνεύουμε πάρα πολύ γιατί οι Ιταλοί έχουν βάλει λυτούς και δεμένους να μας πιάσουνε να μάθουν ποιοι είμαστε και μας είπε να μείνουμε εκείνο το βράδυ στο σπίτι τους. Εμείς όχι πως φοβόμασταν να μείνουμε, είχαμε πλήρη εμπιστοσύνη, αλλά δεν είχαμε λόγους να μείνουμε, είχαμε χρόνο να φύγουμε. Μας έδωσε ό,τι τρόφιμα είχε, μας ευχήθηκε καλό δρόμο, μας επανέλαβε πάλι τη μεγάλη προσοχή που πρέπει να έχουμε και περάσαμε έξω από το γήπεδο του ποδοσφαίρου, από το εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου και προχωρήσαμε προς το καθολικό νεκροταφείο. Μετά από εκεί περάσαμε μέσα από τα προσφυγικά, από τα προσφυγικά περάσαμε στο Άνω Βαθύ, φτάσαμε στον χωματόδρομο προς τη Ζωοδόχο Πηγή και φτάσαμε προς τα επάνω. Πήγαμε προς την παρέα που μας περίμενε, μας ρώτησαν πως τα περάσαμε και αφού φάγαμε και πήραμε κάποια δύναμη συμφωνήσαμε να πάμε προς το Μαραθόκαμπο και το Πυθαγόρειο.
Το Πυθαγόρειο και ο Μαραθόκαμπος είναι λιμάνι και υπάρχουν βάρκες, αλλά η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ξεκινήσαμε βράδυ μέσα από τα μονοπάτια, φτάσαμε στο Πυθαγόρειο (τότε το έλεγαν τηγάνι), σταματήσαμε έξω από το χωριό μέσα στο δάσος, κατέβηκε ο Γεωργαντάς μόνος του στο Πυθαγόρειο για να δει την κατάσταση και εάν οι βάρκες ελέγχονται από τους Ιταλούς και γύρισε απόγευμα και μας είπε πως οι Ιταλοί και στο Πυθαγόρειο συγκεντρώνουν τις βάρκες σε ένα σημείο και τις φυλάνε και δεν τις παίρνουν ό,τι ώρα θέλουν, εκτός κατόπιν Ιταλικής αδείας. Μας είπε λοιπόν ότι είναι δύσκολο και αδύνατο. Ξεκινήσαμε να πάμε στον Μαραθόκαμπο, περάσαμε από το χωριό Παγώνδα. Στον Παγώνδα ήταν ο αδερφός της μητέρας του Καλομοίρη, ο θείος του δηλαδή και συμφώνησε να πάει ο Ηρακλής στο θείο του και να τον ρωτήσει αν μπορεί να τον βοηθήσει αφενός και αφετέρου να μας δώσει ό,τι τρόφιμα μπορεί και καθίσαμε από έξω στο δάσος με χαρουπιές. Επειδή πεινούσαμε ανοίγαμε τα χαρούπια που ακόμα δεν είχαν ωριμάσει και τρώγαμε τα κουκούτσια τους για να ελαττώσουμε την πείνα μας. Μετά από 2 ημέρες γύρισε ο Καλομοίρης από το θείο του. Ήταν φορτωμένος με 2 καρβέλια ψωμί, με 1 σακούλα γεμάτη ελιές, με τη φέτα, με 1 μπουκάλι λάδι, με 2 παγούρια με νερό. Είπε λοιπόν ο θείος του στον Ηρακλή ό,τι είχε ένα φίλο, να πάει σε αυτόν και αν μπορεί αυτός να μας βρει μία βάρκα. Πήγαμε σε αυτόν στο Μαραθόκαμπο, καθίσαμε έξω στο δάσος και ο Ηρακλής κατέβηκε κάτω. Ο φίλος του θείου του του είπε πως είναι αδύνατον να προσπαθήσει να βρει βάρκα γιατί οι Ιταλοί τις φυλάνε μέρα-νύχτα. Άρχισαν να δυσκολεύουν τα πράγματα. Γυρίσαμε πάλι με τα πόδια από το Μαραθόκαμπο στη Ζωοδόχο Πηγή, γύρω στα 30-40 χιλιόμετρα. Μετά από 8-9 ώρες φτάσαμε πάλι στο Μέγαρο που ήμασταν πρώτα και συμφωνήσαμε να κάνουμε άλλη μια προσπάθεια αν μπορούσαμε να πάρουμε μια βάρκα από αυτές που έχουν συγκεντρώσει οι Ιταλοί στο Βαθύ. Κατέβηκε ο αδερφός μου ο Δημήτρης κάτω μαζί με τον Γεωργαντά και τους είπε ο πατέρας του Γεωργαντά που ήταν ναυτικός να μην κάνουν καμιά προσπάθεια διότι οι Ιταλοί φυλάνε τόσο πολύ τις βάρκες που δεν μπορεί να πάρει κανένας. Κατέβηκαν αυτοί κάτω στο λιμάνι και είδαν πως ήταν πραγματικά αδύνατον να πάρουμε βάρκα και πήγανε στη συνοικία στο Κατσούνι που μέναμε εμείς να βρουν αν γινόταν κανά ναυτικό-ψαρά που να μπορεί να μας δώσει τη βάρκα. Περνάνε έξω από το σπίτι του Λεονταρίδη και είδαν μέσα στον κήπο του ένα κανό που έπαιρνε άνετα μέσα 3 άτομα και αποφασίσαμε μετά να πάρουμε το κανό. Ήρθαν στη Ζωοδόχου Πηγή, μας είπαν την περίπτωση αυτή και φύγαμε και πήγαμε στον Προφήτη Ηλία. Ο Προφήτης Ηλίας είναι ακριβώς από πάνω από την Αγία Παρασκευή που είναι μια μεγάλη παραλία, όπου απέναντι είναι η Τουρκία. Κατεβήκαν κάτω ο αδερφός μου, ο Γεωργαντάς και ο Καλομοίρης. Ο Συναδινός κατά τη διάρκεια της αρπαγής θα ήταν 50 μέτρα μπροστά από το σπίτι, ο Καλομοίρης 50 μέτρα πίσω από το σπίτι. Πήραν το κανό αυτό και ήταν πολύ τυχεροί γιατί δε βρέθηκε καμιά περίπολος στο δρόμο τους. Πήγαμε προς το γήπεδο, από εκεί στον Άγιο Αθανάσιο και στον Προφήτη Ηλία και στο μονοπάτι της Αγίας Παρασκευής και αποφασίσαμε να πάνε οι 3 στην Τουρκία και ο ένας να γυρίσει να πάρει εμάς τους 2 (η αδερφή μου ήταν στο σπίτι). Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Ξεκίνησαν οι 3 πήγαν στην Τουρκία, αλλά όταν φτάσανε στην Τουρκία οι Τούρκοι τους σπάσανε το κανό και εμείς περιμέναμε και βλέπαμε ότι δε γινόταν τίποτα και αποφασίσαμε να κατέβουμε κάτω και να πάμε στα σπίτια μας.
Δε ξέρω πως το μάθανε οι Ιταλοί, ήρθαν με πιάσανε και συλλάβαν και τον Καλομοίρη. Μας πήγανε στην Ιταλική αστυνομία και είναι γεγονός πως μας έριξαν μερικά χαστούκια για να μας φοβίσουν. Εμείς τους είπαμε ότι τη βάρκα την πήρανε αυτοί που ήταν να φύγουνε, εμείς απλώς ήμασταν παρέα και δεν είχαμε καμιά σχέση και καμιά συμμετοχή με την αρπαγή της βάρκας μπροστά από το Στρατηγείο. Τώρα το πίστεψαν αυτοί, δεν το πίστεψαν μας κλείσανε σε ένα κρατητήριο μέσα, εμένα και τον Ηρακλή. Μείναμε περίπου μια εβδομάδα κλεισμένοι, μας δίνανε κάτι ψίχουλα για να παραμείνουμε στη ζωή, το έμαθε ο Γάλλος ο παπάς, ο Περ Καγιούτ, της Καθολικής Εκκλησίας που δούλευα ως αποθηκάριος και ήρθε στην αστυνομία και δε ξέρω με τι τρόπο τους κατάφερε και μας άφησαν ελεύθερους. Ο Ηρακλής στο διάστημα που ήταν ελεύθερος βρήκε τρόπο και έφυγε για την Τουρκία. Εγώ ήταν λίγο δύσκολο γιατί είχα την αδερφή μου και δεν μπορούσα να την αφήσω. Το 1943 με την παράδοση άνευ όπλων την Ιταλίας η Ιταλική μεραρχία άλλαξε τακτική, δεν ήταν τόσο αυστηρή όπως πρώτα. Οι Σαμιώτες σε κάποια φάση ξεσηκώνονται, σπάνε τις αποθήκες τις Ιταλικές, πήραν ό,τι τρόφιμα βρήκαν μέσα. Οι Ιταλοί για πολλούς και ευνόητους λόγους δεν τους έκαναν τίποτα. Μέσα σε αυτούς είχα πάει και εγώ και ήταν επίσης και η κυρία Αλεξάνδρα Καλομοίρη, αλλά εκείνη δεν έπαιρνε τρόφιμα, έπαιρνε κουτιά με φάρμακα, ο άνδρας της ήταν γιατρός. Με βλέπει, μου φωνάζει: «Έλα εδώ», άσε τα τρόφιμα και πάρε αυτό το κουτί. Ήταν ένα μεγάλο κουτί που είχε μέσα 300 ενέσεις χάνσιμο. Εγώ δεν ήξερα τι είχε μέσα. Πήρα μερικά τρόφιμα, πήρα και το κουτί. Μου είπε την αξία αυτών των φαρμάκων-ενέσεων και μου είπε πως αν θέλω να τις πουλήσω υπάρχει ένας γνωστός της στο Καρλόβασι να τον ειδοποιήσει να συζητήσουμε το τι ζητάω και το τι θα μου δώσει. Πράγματι, τον έλεγαν Κυριακό. Ήρθε ο Κυριάκος, συζητήσαμε την περίπτωση και εγώ του είπα πως λεφτά δε θέλω. Ούτε λίρες, ούτε χρήματα, ούτε τίποτα, αλλά θέλω μία βάρκα. Μου είπε: «Άστο θα ψάξω 2-3 μέρες να δω αν μπορώ να βρω βάρκα και θα έρθω να σε βρω. Εγώ θα σε βρω, δε θα με βρεις εσύ. Εγώ θα σε βρω, θα έρθω στο Βαθύ και θα κουβεντιάσουμε». Πράγματι μετά από μία εβδομάδα ο Κυριακός ήρθε στο Βαθύ και μου φώναξε: «Βάρκα υπάρχει». «Που είναι η βάρκα;» του λέω. Με πήγε στο Κοκκάρι, το Κοκκάρι είναι ένα μικρό λιμάνι. Μου έδωσε τη βάρκα και πράματι ήταν μια σωστή βάρκα. γερή, σωστή, καλοβαμμένη. Του έδωσα τις ενέσεις και την έβαλα στο μέρος που βάζουν οι Ιταλοί κάθε βράδυ. Έφυγα και πήγα στη Σάμο στο Βαθύ και είπα στην αδερφή μου ότι βρέθηκε η βάρκα και ότι να ετοιμαστεί και σε 2-3 μέρες να φύγουμε. Με παρακάλεσε η αδερφή μου να πάρουμε και 2-3 άλλες φιλενάδες της που ο πατέρας τους ήταν ναυτικός και έλειπε από τη Σάμο. Καραγεωργίου λεγόντουσαν. Πράγματι πάω στις κοπέλες αυτές, τις είπα τι ακριβώς θα γίνει και πως θα γίνει. Την ίδια μέρα φύγανε και οι 3, πρώτα οι δύο και μετά η αδερφή μου και πήγανε πριν από το Κοκκάρι, καθίσαν κάτω στην παραλία και μετά από μία ώρα-δύο πήγα και εγώ. Βρήκαμε το χώρο που θα με περιμένουνε με προσοχή μεγάλη και με λίγα πράγματα στο λαιμό και πήγα έκατσα στο Κοκκάρι σε ένα καφενείο. Τότε καφές δεν υπήρχε, κάνανε καφέ από ρεβίθια. Ήπια έναν καφέ από ρεβίθια, πέρασε η ώρα, άρχισε να σουρουπώνει και πήγα στο καρνάγιο. Υπάρχει ένα καρνάγιο που επισκευάζουν, που φτιάχνουν βάρκες και κλείστηκα εκεί μέσα και κατά τις 12 το βράδυ περίμενα να πάω να πάρω τη βάρκα. Η Ιταλία, επειδή η κατάσταση είχε αλλάξει είχε ένα φυλάκιο, αλλά δεν τολμούσαν να βγουν από αυτό όπως παλιά. Πήγα λοιπόν πήρα τη βάρκα, κάθισα στο λιμενοβραχίονα να δω αν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Πράγματι, υπήρχε ησυχία. Τράβηξα τη βάρκα, έκανα το σταυρό μου, έβαλα τα κουπιά και σιγά σιγά ξεκίνησα να πάω να πάρω την αδερφή μου και τις 2 κοπέλες. Πράγματι μπήκαν μέσα και το ένα κουπί τραβούσα εγώ και το άλλο κουπί τραβούσε μια άλλη κοπέλα. Με γρήγορους ρυθμούς περάσαμε, γιατί το στενό του όρμου του Βαθιού και το λιμάνι είναι λίγο μεγάλα, δηλαδή από το Κοκκάρι να πας στον Κότσικα που απέναντι είναι το ακρωτήριο χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, γιατί είναι μεγάλη απόσταση. Ευτυχώς που ο καιρός ήταν καλός και ήταν ήρεμη η θάλασσα. Κατά τις 12 το βράδυ πήγαμε εκεί και κατά τις 02:00 ήμασταν στον Κότσικα. Δεν σταματούσαμε καθόλου, περάσαμε τα στενά του Αγίου Νικολάου με τη Σάμο και βγήκαμε απέναντι στην παραλία του Κέι Σερλί. Περάσαμε στα τουρκικά νερά μέσα. Όταν μπήκαμε μέσα στα τουρκικά νερά οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να μας πιάσουν. Πήγαμε στην παραλία του Κέι Σερλί, μας είδαν οι Τούρκοι από το φυλάκιο πριν από ώρα και μας περίμεναν. Μας πήραν, μας πιάσανε, πήραν τη βάρκα, πήραν τα πράγματα μας και μας πήγαν στο φυλάκιο της αστυνομίας στο Ντεϊρβάν Ντερέ. Επειδή κάπως η Γερμανία είχε αρχίσει να χάνει τον πόλεμο οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να αλλάζουν προοπτική και συμπεριφορά. Πρώτα ήταν περισσότερο με τους Γερμανούς και λιγότερο με τους Εγγλέζους. Καθίσαμε λοιπόν στο φυλάκιο όλην την νύχτα, την άλλη μέρα μας πήραν με το τρένο που περνούσε και μας πήγανε στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη είχε ένα ας πούμε γήπεδο και γύρω-γύρω είχε σπιτάκια της κακιάς μορφής και το χρησιμοποιούσαν ως προσφυγικό κέντρο. Όσοι πρόσφυγες περνούσαν τους βάζανε εκεί μέσα και από εκεί ανάλογα. Ξέχασα να σου πω όμως, ότι η Σάμος παλιά ήταν υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων και είχε προξενείο Γερμανικό, Ιταλικό, Σουηδικό, Γαλλικό, Νορβηγικό κλπ. Ο πρόξενος ο Άγγλος όταν έγινε η κατοχή έφυγε, πήγε στη Σμύρνη και ανέλαβε το προξενείο και κατά κάποιο τρόπο ενδιαφερόταν για τους Σαμιώτες λίγο παραπάνω. Κάθε μέρα περνούσε υπάλληλος του προξενείου και ρωτούσε αν έχουν έρθει νέοι πρόσφυγες. Μας συγκέντρωσε, μας είδε πως ήμασταν, μας έδωσε ο υπάλληλος από 20 τουρκικές λίρες και μας είπε πως σε λίγες μέρες μόλις συγκεντρωθεί ο αριθμός που χρειάζεται θα φεύγαμε για τη Συρία. Πράγματι μετά από 10 μέρες ήρθε ο υπάλληλος μας είπε ότι φεύγουμε. Μαζέψαμε τα πράγματα μας, ήρθε η τουρκική αστυνομία μας συνόδευσε από τα προσφυγικά μέχρι το σταθμό των τρένων, μπήκαμε στο βαγόνι, το βαγόνι ήταν της κακιάς ώρας, βρώμικο και τρισάθλιο και ξεκινήσαμε. Περάσαμε από τα Άδανα, από το Αφιόν Καραχισάρ, περάσαμε από τη Φιλαδέλφεια, περάσαμε από γνωστά μέρη που είχε πολεμήσει ο ελληνικός στρατός στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά από 2 μέρες το τρένο, που μόνο τρένο δεν το έλεγες, πήγαινε σημειωτόν και φτάσαμε στα σύνορα της Συρίας. Σταμάτησε, έφυγε η τουρκική μηχανή και μπήκε μια συριακή μηχανή και πήρε τα βαγόνια των προσφύγων και πήγαμε στο Χαλέπι. Στο Χαλέπι υπήρχε ένας ειδικός χώρος για πρόσφυγες με Τολ που φτιάχνανε οι Εγγλέζοι για να μένουν μέσα οι στρατιώτες και υπήρχε ιατρείο, καθώς και όλες οι υπηρεσίες που είναι απαραίτητες. Μας πήραν από εκεί, μας πήγαν στο στρατόπεδο, μας εξέτασαν δύο γιατροί όλους και μας κάνανε διάφορες ενέσεις. Την άλλην μέρα μας πήγανε στις ντουζιέρες. Τσιτσιδωθήκαμε όλοι, μας πλύναν από την κορυφή μέχρι τα πόδια, μας ψέκασαν με διάφορα φάρμακα και αφού βεβαιώθηκαν ότι κατά κάποιον τρόπο είμαστε χωρίς να έχουμε κανένα πρόβλημα πήγαμε σε θαλάμους πιο καθαρούς και πιο περιποιημένους.
Μείναμε στο Χαλέπι περίπου 15 μέρες και από εκεί με τρένο ξεκινήσαμε να πάμε στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο. Στην Παλαιστίνη υπήρχε στρατόπεδο προσφύγων στη Γάζα και ένα άλλο στρατόπεδο στην Αίγυπτο στις Πηγές του Μωυσέως. Οι Σαμιώτες, οι νησιώτες πάντα έμεναν στο στρατόπεδο της Γάζας. Οι Θρακιώτες και από τα άλλα μέρη της Ελλάδος πηγαίναν στο στρατόπεδο στις Πηγές του Μωυσέως. Πήγαμε στη Γάζα, κατεβήκαμε, μας βάλανε σε καραντίνα για περίπου 14 μέρες, εκεί μας εξέτασαν οι γιατροί, μας κάνανε διάφορες ενέσεις. Όσοι ήμασταν στρατεύσιμοι μας βάλανε χωριστά και μας ετοιμάσανε να πάμε στην Αίγυπτο. Μεταξύ αυτών ήμουν και εγώ. Μας πήγαν καταρχήν στο Καμπρίτ που ήτανε το στρατιωτικό στρατόπεδο υποδοχής των προσφύγων και από εκεί ήταν η Τζενέιφα που ήταν στρατόπεδο εκπαιδεύσεως των στρατιωτών. Εκεί μείναμε για κάμποσο χρονικό διάστημα.
Ερώτηση: Εσείς είχατε ξαναπιάσει ποτέ όπλο στη ζωή σας;
Απάντηση: Όχι. νεοσύλλεκτος ήμουν. Πρώτη φορά έβλεπα το όπλο.
Ερώτηση: Υπό τις διαταγές ποιανού;
Απάντηση: Το στρατόπεδο ήταν ελληνικό. Δε θυμάμαι ποιος ήταν διοικητής στρατοπέδου, αλλά ο Λοχαγός του Λόχου ήταν ο Γιαννούλης.
Ερώτηση: Σας έχει μείνει κάποια ανάμνηση από το Λοχαγό σας;
Απάντηση: Όχι. Σκοτώθηκε στον πρώτο πόλεμο.
Ερώτηση: Η εκπαίδευση που σας προσφέρανε ήταν αξιόλογη;
Απάντηση: Οπωσδήποτε. Αξιωματικοί μας την έκαναν. Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί Έλληνες μας την έκαναν. Μας πήγαν στη Τζενέιφα, όπου μεταξύ είχε γίνει η πρώτη φάση της Μάχης του Ελ Αλαμέιν που είχε λάβει μέρος η 1η Ταξιαρχία και επειδή είχε απώλειες η 1η Ταξιαρχία μας πήγανε σε αυτήν. Κατά κάποιο τρόπο ήμασταν εκπαιδευμένοι. Η Μάχη που έγινε στο Ελ Αλαμέιν ήταν Μάχη των Αρμάτων. Μπροστά πήγαιναν τα άρματα μάχης και μετά πηγαίνανε τα ερπυστριοφόρα τεθωρακισμένα, ακολουθούσαν οι στρατιώτες και ήθελαν να μαζέψουν άτομα ανάλογα με τις ανάγκες που υπήρχαν. Εγώ όταν εντάχθηκα ήμασταν στην περίπτωση που η Στρατιά του Ρόμμελ άρχισε να διαλύεται, καθώς και η Ιταλική Στρατιά. Συνεχίσαμε με την 1η Ταξιαρχία μέχρι την Αγκεντάμπια. Η Αγκεντάμπια είναι στη Βεγγάζη και όταν φτάσαμε στην Αγκεντάμπια η 1η Ταξιαρχία με διαταγή του Στρατηγού Μοντγκόμερι φύγαμε και πήγαμε στην Αίγυπτο.
Μερικές πληροφορίες για το στρατόπεδο εκπαιδεύσεως που ήμουν εγώ και του Καμπρίτ μπροστά από τη έρημο του Σινά. Δεξιά είναι η Αίγυπτος, μπροστά η διώρυγα του Σουέζ και αριστερά η έρημος του Σινά. Στην αρχή της ερήμου είναι τα δύο στρατόπεδα αυτά του Καμπρίτ και της Τζενέιφα. Φτάσαμε μέχρι εκεί. Τώρα να πούμε και τα κακώς κείμενα;
Παρέμβαση: Φυσικά.
Απάντηση: Στην Αίγυπτο είχαν συγκροτηθεί δύο Ταξιαρχίες. Η 1η Ταξιαρχία και η 2ρα Ταξιαρχία. Στη μία Ταξιαρχία Διοικητής ήταν ο Κατσώτας. Σε κάθε Ταξιαρχία μέσα στο προσφυγικό ρεύμα που υπήρχε από την Ελλάδα προς τη Αίγυπτο είχαν έρθει και στρατιώτες με κομμουνιστικά ιδεολογήματα. Πρέπει να αναφερθεί πως το ΚΚΕ είχε σκοπό όταν με την πάροδο του χρόνου φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα να παρουσιαστούν ως οι μόνοι υπερασπιστές και να την καταλάβουν, για αυτό το λόγο είχαν στείλει στο Στρατηγείο του Τίτο άτομο για να μάθει για το πως κατάφερε να εξοντώσει όλες τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και έμεινε μόνο αυτός. Γύρισε αυτός, έδωσε ορισμένα στοιχεία για το πως και με τον ποιο τρόπο και άρχισε το ΚΚΕ να εξοντώνει ομάδες ανταρτών στην Ελλάδα. Σκότωσε τον Ψαρρό (στη διαδρομή προς τον Άϊ-Λιά) και διέλυσε το Σύνταγμα του, διέλυσε το Σύνταγμα του Σούρλα στη Λάρισα. Διέλυσε όλες τις εθνικές ομάδες ανταρτών στην Πελοπόννησο και τον Τσαούς Αντών στην Δράμα. Τους σκότωσε και έμεινε ο Ζέρβας μόνος του. Έκαναν μια προσπάθεια με τον Ζέρβα, ήρθαν σε κάποια σύγκρουση, διαλύθηκε για κάποια στιγμή, αλλά δεν είχε τη δύναμη που είχε πριν από το επεισόδιο και άρχισε ο «ΕΛΑΣ» να βρίσκεται στην Ελλάδα μόνος του ως ο μόνος υπερασπιστής της πατρίδας. Στην Αίγυπτο λοιπόν άρχισαν να κουνιούνται οι στρατιώτες κομμουνιστές. Όταν πηγαίναμε το βράδυ να κοιμηθούμε βάζανε μέσα στις κουβέρτες διάφορα συνθήματα κομμουνιστικά. «Γιατί να πολεμήσουμε;».
Τότε είχε συνθηκολογήσει η Γερμανία με τη ΕΣΣΔ με το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Κατά κάποιον τρόπο συμπαθούσαν του Γερμανούς και δε θέλανε να πολεμήσουν. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου καμιά 10ρια μέρες. Τώρα το είχε μάθει ο Κατσώτας και οι Διοικητές; Δε ξέρω. Είναι γεγονός ότι κάποια μέρα έγινε μια επανάσταση από αυτούς, ανέλαβε τη Διοίκηση της Ταξιαρχίας ένας δεκανέας και με μερικούς άλλους παρίσταναν τους Διοικητάς. Ο Κατσώτας, όπως και ο Μανιαδάκης ο Συνταγματάρχης του Πυροβολικού, κάνανε το εξής πράγμα: Συγκέντρωσαν την Ταξιαρχία και είπαν: «Όσοι θέλουν να πολεμήσουν να πάνε αριστερά και όσοι δε θέλουν να πολεμήσουν για την Πατρίδα για την Ελλάδα να πάνε δεξιά. Βγήκανε από τη μία πλευρά όσοι δε θέλανε να πολεμήσουν και από το Πυροβολικό και από την Ταξιαρχία, τους μαντρώσανε στα σύρματα και μετά έμεινε η Ταξιαρχία με αριθμό στελεχών, όχι τόσο μεγάλο όσο πρώτα. Πέρασαν οι μήνες και ήρθε το ‘44. Τον Ιούνιο του 1944 η Κυβέρνηση διέταξε να συγκροτηθεί η 3η Ορεινή Ταξιαρχία με Διοικητή τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Τους κομμουνιστάς τους έβγαλαν στην Ελ Ντάμπα στα σύρματα και τους αφήσαν να επιλέξουν και οι υπόλοιποι συμφωνήσαμε και συγκροτήσαμε την 3η Ταξιαρχία του Ρίμινι.
Η 1η Ταξιαρχία όταν συγκροτήθηκε, συγκροτήθηκε από 2 Τάγματα Ελληνικά, τα οποία όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα φύγανε στην Τουρκία και από την Τουρκία τους αφόπλισαν οι Τούρκοι και με τη βοήθεια του Alexander του Στρατάρχου και του Κανελλόπουλου του Υπουργού μας τους στείλανε οι Τούρκοι στην Παλαιστίνη. Ένα Τάγμα των Δωδεκανησίων, ένα Τάγμα με εθελοντές Έλληνες της Αιγύπτου και ένα Τάγμα από πρόσφυγες. Αυτοί αποτελούσαν τους στρατιώτες και αξιωματικούς που συγκροτήσανε την 1η Ταξιαρχία. Άρχισε λοιπόν να συγκροτείται η 3 Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με τον Τσακαλώτο, με τους άνδρες της 1ης Ταξιαρχίας και ορισμένους άλλους πρόσφυγες. Έγινε η συγκρότηση και η εκπαίδευση των στρατιωτών έγινε στη Συρία και στο Λίβανο.
Ερώτηση: Πιστεύτε πως η Στρατιωτική Ηγεσία ήταν ικανή να σας οδηγήσει στις μάχες;
Απάντηση: Πάρα πολύ! Καταρχήν ήταν αξιωματικοί όλων των βαθμίδων, οι οποίοι ήταν πολεμιστές. Είχαν πολεμήσει στην Αλβανία και ορισμένοι πιο μεγάλοι στη Μικρά Ασία. Ήταν εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί.
Ερώτηση: Η Πολιτική Ηγεσία ήταν ικανή;
Απάντηση: Η πολιτική ηγεσία και για την περίοδο του Συμμοριτοπολέμου, επειδή άλλαξε ορισμένες φορές, ξεκίνησε από τον Γεώργιο Παπανδρέου που ήρθαμε εδώ. Μετά ανέλαβε ο Πλαστήρας, ακολούθησε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και μετά ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης. Τελευταίος πρωθυπουργός κατά τον Συμμοριτοπόλεμο ήταν ο Σοφούλης. Ήταν πάρα πολύ καλοί. Όλοι ήταν Πατριώτες, όλοι ήταν Ικανοί και Άξιοι.
Ερώτηση: Ποια ήταν άποψη σας για τον Ιωάννη Μεταξά;
Απάντηση: Για τον Ιωάννη Μεταξά λένε ότι ήταν φασιστικό το καθεστώς. Ήταν ολοκληρωτικό το καθεστώς, φασιστικό δεν ήτανε. Άλλο ο φασισμός και άλλο το ολοκληρωτικό καθεστώς με ορισμένες δημοκρατικές αρχές. Υπάρχουν διαφορές. Δεύτερον ο Μεταξάς επειδή ήταν στρατιωτικός αφενός και πολύ έξυπνος αφετέρου και πολύ άξιος, «Ουδέν πρόβλημα άλυτο παρά του Ιωάννου Μεταξά» είχαν πει οι Γερμανοί, γιατί ο Μεταξάς σπούδασε στη Γερμανική ακαδημία τη στρατιωτική. Όταν έγινε η 28η Οκτωβρίου με την κήρυξη του πολέμου, είχε προετοιμάσει και τον ελληνικό λαό και το στρατό για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Είχε φτιάξει τα οχυρά, είχε εφοδιάσει διάφορα στρατόπεδα με νέα όπλα της εποχής εκείνης, είχε οργανώσει το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία όσο μπορούσε και επιτρεπόταν από την οικονομική δυνατότητα της πατρίδος μας, για αυτό κατά τη γνώμη μου ήταν ένας άξιος Κυβερνήτης.
Ερώτηση: Φοβηθήκατε ποτέ για τη ζωή σας μέσα σε αυτές τις μάχες που δώσατε;
Απάντηση: Όποιος πει ότι δε φοβάται, λέει ψέματα. Εννοείται ότι υπήρχε φόβος. Όταν μπορείς να ελέγχεις το φόβο στις δύσκολες στιγμές κερδίζεις τη μάχη. Όταν στην κάθε δύσκολη περίπτωση όπως στη μάχη, χάσεις τη ψυχραιμία σου, τότε κατά την άποψη μου πας από κάτι χειρότερο.
Ερώτηση: Τι είναι αυτό που σας έχει μείνει από τις μάχες μιας και είχατε απέναντι σας τους Ναζί να σας πυροβολάνε, την αεροπορία και το πυροβολικό να σας βομβαρδίζει, τι είναι αυτό που σας μένει από όλα αυτά τα γεγονότα;
Απάντηση: Μια εμπειρία η οποία δε ξεχνιέται εύκολα γιατί για εμένα ο πόλεμος είναι ένα έγκλημα διαρκείας. Για εμένα αυτός που κάνει τον πόλεμο θα έπρεπε κανονικά να καταδικάζεται είτε εις θάνατον ή το λιγότερο δις ισόβια. Αν γίνει όμως κήρυξη πολέμου καθένας είναι υποχρεωμένος να πολεμήσει και να υπηρετήσει. Θα βρεθεί οπωσδήποτε σε πολλές και δύσκολες στιγμές. Αυτές τις δύσκολες στιγμές πρέπει να σκεφτεί λογικά, σωστά, τολμηρά και άφοβα. Εγώ ήρθα πολλές φορές στην Αφρική και στην Ιταλία σε δύσκολες στιγμές γεγονός αδιαμφισβήτητο, κυρίως μέσα στην Πόλη του Ρίμινι. Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο πόλεμος χρειάζεται ψυχραιμία, χρειάζεται λογική, χρειάζεται γρήγορες και σωστές αποφάσεις. Εάν οι αποφάσεις που θα πάρεις είναι λανθασμένες θα είναι εις βάρος και για μένα και για σένα και για τους στρατιώτες σου και περισσότερο για τους στρατιώτες.
Ερώτηση: Πιστεύετε ότι ο θεός σας είχε προορίσει για κάτι μεγαλύτερο και σας χάριζε τη ζωή;
Απάντηση: Κοίταξε η πίστη προς το θεό είναι συγκεκριμένη και απαραίτητη. Είναι γεγονός ότι είμαι θρήσκος, πιστεύω απόλυτα στη θρησκεία του Χριστού.
Ερώτηση: Περνάμε τώρα στα γεγονότα που σας οδήγησαν στην Ιταλία και στη Μάχη του Ρίμινι. Μπορείτε να μας περιγράψετε τα γεγονότα που οδήγησαν την 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία να κινηθεί προς τα εκεί;
Ερώτηση: Τον Ιούνιο του ‘44 συγκροτήθηκε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Ήταν ένας άξιος αξιωματικός, ένας πολύ καλός πολεμιστής, ένας πάρα πολύ καλός Έλληνας. Ήταν με λίγα λόγια ο κατάλληλος αξιωματικός για την περίσταση αυτήν. Εκπαιδευτήκαμε στη Συρία και στο Λίβανο και αν δεν κάνω λάθος τον Αύγουστο του ‘44 ετοιμαστήκαμε για να φύγουμε για την Ιταλία. Το καράβι το έλεγαν «Ρους», ολλανδικό. Μπήκαμε στο καράβι. Μέρα-νύχτα μας συνόδευαν 2 αντιτορπιλικά και τα πρωινά μας συνόδευαν και αεροπλάνα. Μετά από δυο μέρες φτάσαμε στον Τάραντα. Καταλαβαίνεις τον ενθουσιασμό μας και τη χαρά μας. Όταν βγήκαμε έξω στον Τάραντα αρχίζαμε να τραγουδάμε τον Εθνικό Ύμνο, το τραγούδι της Βέμπο για την σημαία την ελληνική. Οι Ιταλοί δεν περίμεναν να πάει Ελληνικός στρατός στην Ιταλία. Από τις φωνές που κάναμε εμείς και ακουγόντουσαν στον Τάραντα το έμαθαν οι Ιταλοί. Μπορώ να σου πω πως οι περισσότεροι κρυφτήκαν στα σπίτια τους. Ερήμωσε ο Τάραντας. Αφού συγκεντρωθήκαμε έξω στην προβλήτα ξεκινήσαμε να πάμε στο στρατόπεδο. Το ελληνικό στρατόπεδο στον Τάραντα βρίσκεται στο ανατολικό μέρος και έπρεπε να διασχίσουμε σχεδόν όλον τον Τάραντα, μετά κάποια χωράφια και να πάμε στο στρατόπεδο. Ξεκινήσαμε τραγουδώντας στρατιωτικά εμβατήρια. Ούτε Ιταλός δε φαινόταν στο δρόμο. Σε κάποια στάση σταμάτησε η φάλαγγα, ξεκινήσαμε εις φάλαγγα κατά τριάδες, η φάλαγγα ήταν τεράστια, σε κάποια φάση σταματήσαμε. Διψούσα πάρα πολύ, πέθαινα από τη δίψα. Δεν είχα πάρει νερό και έψαχνα να βρω καμιά βρύση στο δρόμο, δεν υπήρχε τίποτα. Για μια στιγμή βλέπω να βγαίνει μια Ιταλίδα από το σπίτι της μαζί με τον άνδρα της και ερχόταν προς το δρόμο. Μόλις φτάνει πάω κοντά της και της λέω (πριν τον πόλεμο με έστελνε ο πατέρας μου να μάθω Ιταλικά): “Signore per favore datemi un bicchiere d’ acqua” (Κύριε, σας παρακαλώ, δώστε μου ένα ποτήρι νερό). και τα έχασε η Ιταλίδα, γυρνάει βλέπει τον άνδρα της, ο άνδρας της της έγνεψε να πάει να μου φέρει το νερό. Έρχεται η Ιταλίδα από το σπίτι της με το νερό και έτρεμαν τα χέρια της, έτρεμε ολόκληρη, λέω: “Signore non avere paura è acqua. Noi Greci non siamo nemici, siamo venuti in Italia come amici” (Κύριε μη φοβάσαι το νερό. Εμείς οι Έλληνες ήρθαμε στην Ιταλία ως φίλοι, όχι ως εχθροί, να είσαι ήρεμη και να μην φοβάσαι). Τα άκουσε ο άνδρας της και γύρισα και του είπα στα Ιταλικά: “Cara Michelle, stai tranquilla, non ti preoccupare” (Αγαπητέ Μιχάλη, μην ανησυχείς, μείνε ήρεμος). Φύγαμε από εκεί, ξεκινήσαμε και πήγαμε στο στρατόπεδο και μείναμε εκεί περίπου 4-5 μέρες, μπορεί και λίγο παραπάνω και με αυτοκίνητα ξεκινήσαμε και πήγαμε 650 χιλιόμετρα βόρεια της Ιταλίας και φτάσαμε στο Φολίνιο, μετά το Φολίνιο πήγαμε στην περιοχή της Σάντα Μαρία Πιετραφίττα όπου ήταν και ο χώρος συγκεντρώσεως της Ταξιαρχίας. Μόλις πήγαμε εκεί ενταχθήκαμε υπό τη διοίκηση της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας, με το φιλέλληνα Στρατηγό τον Φράιμπεργκ.
Μετά από λίγο διαταχθήκαμε να αντικαταστήσουμε την 5η Καναδική Μεραρχία στην πρώτη γραμμή. Αντικαταστήσαμε τη Μεραρχία, χώρος συγκεντρώσεως από τη Μαρία Πιετραφίττα έγινε το Ριτσιόνε. Συγκεντρώθηκε η Ταξιαρχία στο Ριτσιόνε, αναπτυχθήκαμε στην πρώτη γραμμή με τα 2 Τάγματα μπροστά και το 1 Τάγμα εφεδρικό για κάθε περίπτωση και ήρθε η διαταγή να γίνει επίθεση εναντίων των Γερμανών στο Ρίμινι.
Οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει ισχυρές θέσεις και πολυβολεία πριν από καιρό στα περίχωρα του Ρίμινι και άρχισε η επίθεση. Διοικητής του Πυροβολικού της Ταξιαρχίας μας ήταν ο Παπαδόπουλος ο Κωνσταντίνος (ο Παππούς). Ήταν ένα Σύνταγμα Πυροβολικού και Όλμων. Όταν άρχισε η κίνηση άρχισε το πυροβολικό να χτυπάει την αμυντική γραμμή των Γερμανών. Γινόταν χαλασμός κυρίου. Δεν υπήρχε οικονομία στα πυρομαχικά. Χιλιάδες βλήματα πέφτανε. Σκέψου πως στο Ελ Αλαμέιν 1000 πυροβόλα έριχναν 1 βλήμα κάθε 1 λεπτό. Σκέψου τι γινότανε. Το ίδιο γινότανε και στο Ρίμινι. Χιλιάδες βλήματα. Ξεκινήσαμε την επίθεση. Όταν φτάσαμε κοντά στη γραμμή αμύνης των Γερμανών σταμάτησε το πυροβολικό γιατί αν συνέχιζε θα χτυπούσε και εμάς.
Μέσα από το Ρίμινι περνάει ο ποταμός Αούζα. Στη μία όχθη ήμασταν εμείς, στην άλλην όχθη ήταν οι Γερμανοί. Ξεκινήσαμε να επιτιθέμεθα εναντίων των Γερμανών. Φτάσαμε στα πρώτα σπίτια, στους πρώτους δρόμους και αρχίσαμε τις μάχες μέσα σε εγκαταλελειμμένους δρόμους και περνούσαμε από δρόμο σε δρόμο και από σπίτι σε σπίτι. Οι Ιταλοί ήταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και το Ρίμινι ήταν σαν μια νεκρή πόλη, δεν κυκλοφορούσε κανένας. Είναι γεγονός πως αυτή η μάχη ήταν μια δύσκολή μάχη, μια επικίνδυνη μάχη που χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, μεγάλη προσπάθεια διότι οι Γερμανοί δεν αστειεύονταν.
Μεταξύ ήταν στρατός που είχε πολύ μεγάλη πείρα σε πολεμικές μάχες ήταν καλοί πολεμιστές. Αρχίσαμε από σπίτι σε σπίτι και από δρόμο σε δρόμο να επιτιθέμεθα με χειροβομβίδες, με τα όπλα μας, τα υποπολυβόλα, τα πολυβόλα, τα οπλοπολυβόλα, είχαμε τα αντιαρματικά τα Piat και ορισμένες φορές αναγκαζόμασταν να χτυπήσουμε και σπίτια που ήταν μέσα Γερμανοί και μας χτυπούσαν με πολυβόλα και με αντιαρματικά όπλα. Ήταν μια μάχη πολύ δύσκολη και πάρα πολύ επικίνδυνη.
Παρέμβαση: Σκοτωθήκανε και πάρα πολλοί Έλληνες
Απάντηση: Το 2ο Τάγμα στο οποίο υπηρετούσα εγώ, στον 1ο Λόχο (Στο 1ο Λόχο ήμουν στη Διμοιρία του Σπύρου Κατρακάζου και Διοικητής Λόχου ήταν ο Κώστας Γερακίδης ο Λοχαγός, αυτός ο Λοχαγός δεν ήταν απλά έξυπνος και τολμηρός ήταν τρομερός. Γυρνούσε από Διμοιρία σε Διμοιρία, από ομάδα σε ομάδα, έδινε θάρρος, έδινε κατευθύνσεις, έδινε κουράγιο, πολεμούσε μαζί μας με τους στρατιώτες με το πιστόλι στο χέρι ήταν πάρα πολύ καλός πολεμιστής και Έλληνας).
Το 2ο Τάγμα στο οποίο υπηρετούσα, στον 1ο Λόχο, έφτασε περίπου τα 100 μέτρα πριν την κεντρική πλατεία του Ρίμινι. Εκεί υπήρχε ένα πρόβλημα, ότι οι Γερμανοί είχαν οχυρώσει την περιφέρεια της πλατείας με οχυρά τα οποία δύσκολα έπεφταν και γινόταν μεγάλος αγώνας, μεγάλο θάρρος, υπήρχε μεγάλη εξυπνάδα, γιατί η εξυπνάδα σε μια μάχη παίζει μεγάλο μέρος. Φτάσαμε εκεί. Είναι γεγονός ότι προσπαθήσαμε με το 2ο Τάγμα, αλλά δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε, διότι ο φραγμός των πυρών ήταν πολύ μεγάλος. Είχαμε και ορισμένους νεκρούς και τραυματίες και ανέφερε στο Τάγμα ο Διοικητής, Ταγματάρχης Τζανετής, ότι συμβαίνει αυτό και διέταξε την Ταξιαρχία, το Τάγμα του Λουτεράκη Ανδρέα, να υπερβεί το Τάγμα το δικό μας, να επιτεθεί και με τη βοήθεια των πυρών των δικών μας και των δικών του να μπορέσουμε να καταλάβουμε την περιοχή της πλατείας. Έγινε μια μάχη που διήρκησε από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Εν τέλη, την πλατεία την καταλάβαμε την επομένη το πρωί. Οι Γερμανοί είδαν ότι και οι Έλληνες είναι ισάξιοι πολεμιστές και φύγαν από την πλατεία.
Ερώτηση: Ήρθατε σε μάχη σώμα με σώμα με τους Γερμανούς;
Απάντηση: Σε αποστάσεις 10-15 μέτρων ανάλογα. Ειδικά σε κατοικημένους χώρους, δεν είναι στο βουνό επάνω σε μια πεδιάδα που μπορεί να είναι ανακατεμένο το έδαφος. Το βλέπεις και ανάλογα ενεργείς. Ενώ σε ένα κατοικημένο σπίτι αυτός ήταν κλεισμένος μέσα σε ένα παράθυρο και απλώς πυροβολεί με το πολυβόλο, με τον όλμο, με το όπλο, με το αντιαρματικό. Κατόρθωσε το Τάγμα του Λουτεράκη μαζί με τη βοήθεια τη δική μας να καταλάβουμε την πλατεία. Ο Λόχος που κατέλαβε την πλατεία ήταν ο Λόχος του Αποστολάκη, του 1ου Τάγματος του Λουτεράκη. Όταν έφτασε στην πλατεία μια αντιπροσωπεία από Ιταλούς, από τις αρχές της πόλης του Ρίμινι πήγε να παραδώσει την πόλη. Παρουσιάστηκε στο Λόχο του Αποστολάκη, του είπε το λόγο για τον οποίο ήταν εκεί πέρα και συνέταξαν ένα Πρωτόκολλο στο οποίο υπέγραψαν την παράδοση και το παρέλαβε ο Αποστολάκης και υψώθηκε η Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του Δημαρχείου στο Ρίμινι.
Καταλαβαίνεις τώρα τον ενθουσιασμό και τη χαρά όλων μας που η σημαία επί ιταλικού εδάφους κυματίζει σε ένα μπαλκόνι ενός Δημαρχείου. Συνεχίσαμε τη μάχη από την πλατεία, καθώς η μάχη της πόλης του Ρίμινι δεν ήταν μία μέρα, κράτησε περίπου 10-11 μέρες. Σιγά σιγά διώξαμε τους Γερμανούς από την πόλη μέσα, σκοτώθηκαν ορισμένοι Γερμανοί, τραυματίες ορισμένοι. Να ξέρεις πως οι Γερμανοί δεν άφηναν ποτέ τραυματίες, τους έπαιρναν οπωσδήποτε, ορισμένους νεκρούς τους αφήνανε γιατί δεν μπορούσαν να τους πάρουν και άρχισαν να γίνονται μάχες σε ανακτημένο έδαφος μέχρι τον ποταμό Ρουβίκωνα.
Ο ποταμός Ρουβίκωνας απέχει από το Ρίμινι περίπου 20 χιλιόμετρα. Εκεί έγινε μία μάχη κυνηγώντας του Γερμανούς που άρχισαν πλέον να χάνουν τη ψυχραιμία τους ότι χάνουν, πολεμούσαν μεν, αλλά με άλματα προς τα πίσω. Μετά από μέρες φτάσαμε στο Ρουβίκωνα στη Νότια όχθη του. Πριν την όχθη οι Γερμανοί είχαν φτιάξει πολυβολεία και μόλις πλησιάσαμε κοντά χάλασε ο κόσμος από το πυροβολικό τους, τα αντιαρματικά τους, τους όλμους, από τα πολυβόλα. Είχαμε εκεί αρκετούς νεκρούς, αλλά είναι γεγονός ότι ο Ρωμιός και δη στην περίπτωση αυτή που υπήρχε μια εκδίκηση του Ελληνικού στρατού προς το Γερμανικό που είχαν καταλάβει την πατρίδα μας και το θεωρήσαμε όχι σαν υποχρέωση, αλλά σαν απαραίτητο να πολεμήσουμε για να διώξουμε τους Γερμανούς με οποιοδήποτε τρόπο. Πολλές φορές πολεμούσαμε όρθιοι, τρέχοντας, μάλιστα ξέχασα να αναφέρω ότι σε κάποια φάση στον Αούζα τον ποταμό που περνά μέσα από το Ρίμινι, σε μια όχθη ήταν αυτοί και σε μια εμείς και ζητήσαμε από τους όλμους να ρίξουν μερικά καπνογόνα και βάλαμε εφ’ όπλου λόγχη και τρέξαμε φωνάζοντας: «Αέραααα!».
Μπορεί και να μας πέρασαν για τρελούς. Γεγονός ότι φτάσαμε κοντά τους και βλέποντας τις λόγχες κατά κάποιο τρόπο άρχισαν να δειλιάζουν, εγκατέλειψαν τις θέσεις και έφυγαν. Στο Ρουβίκωνα που φτάσαμε έγινε μια μάχη περίπου 2 μέρες. Την 3η μέρα οι Γερμανοί άρχισαν να μας χτυπάνε δραστικά, με πολύ δραστικά πυρά. Δεν μπορούσε να κουνηθεί κανένας. Σκοπός ήταν για να μπορέσουν να περάσουν από τη Nότια όχθη του ποταμού στη Bόρεια όχθη γιατί ο ποταμός είχε μέσα 1 μέτρο νερό. Ο Ρουβικώνας δε στερεύει ποτέ. Το καλοκαίρι έχει αρκετό νερό και το χειμώνα ακόμα περισσότερο. Έφυγαν από τη Νότια όχθη και πήγαν στη Βόρεια όχθη. Καταλάβαμε εμείς τη Νότια όχθη και άρχισε μια ανταλλαγή πυρών των πολυβόλων, υποπολυβόλων και τουφεκίων από τη μία όχθη στην άλλη και διέταξε η Ταξιαρχία το 1ο Τάγμα του Καραβία ώστε με τη βοήθεια των πυρών του πυροβολικού και των όλμων να διαβεί το Ρίμινι και να επιτεθεί εναντίων των Γερμανών. Πράγματι μετά από συνεννόηση των Διοικητών των 3ων Ταγμάτων της Ταξιαρχίας καθόρισαν την ώρα που θα διαβεί το Τάγμα το Ρουβίκωνα, αρχίσαμε εμείς με τα πυρά, όλμους, πυροβόλα, τα πάντα να χτυπάμε τους Γερμανούς, τους καθηλώσαμε, πέρασε το Τάγμα, άρχισε να ξηλώνει ένα-ένα τα πολυβολεία και να προελαύνει προς την Μπελάρια. Με τη βοήθεια του 3ου Τάγματος του Λουτεράκη πέρασε και το δικό μας Τάγμα το 2ο το Ρουβίκωνα και προστάτευε την προέλαση του 1ου Τάγματος. Φτάσαμε στη Μπελάρια, σταματήσαμε εκεί πέρα και με διαταγή της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας σταμάτησε η Ταξιαρχία. Δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσουμε την προέλαση. Καθίσαμε κάπου 2-3 μέρες, σκέψου πως η Μάχη του Ρίμινι και του Ρουβίκωνα κράτησε περίπου 44 μέρες. Στο διάστημα αυτό είχε ελευθερωθεί η Ελλάδα από τους Γερμανούς.
Εμείς περίπου 22 Οκτωβρίου ήμασταν στη Μπελάρια και διέταξε η Μεραρχία να σταματήσουμε και αυτό έγινε γιατί είχε έρθει διαταγή από την Ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στον Τάραντα, για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι μετά από 2 μέρες μας αντικατέστησε μια Ταξιαρχία Νεοζηλανδική, ήρθαν τα αυτοκίνητα και φεύγαμε προς τα πίσω.
Μάλιστα διέταξαν ο 1ος Λόχος ο δικός μας να φύγει μία μέρα νωρίτερα για να κατέβουμε στον Τάραντα να οργανώσουμε το στρατόπεδο στο οποίο θα ερχόταν η Ταξιαρχία να μείνει. Διανυκτερεύσαμε στο χωριό Λέσε ένα βράδυ, την επομένη το πρωί συνεχίσαμε προς τον Τάραντα. Μέσα σε έναν ελαιώνα καθορίσαμε το χώρο στο οποίο θα έμενε το κάθε Τάγμα, κάναμε ορισμένα έργα που χρειαζόντουσαν για να λειτουργήσει το στρατόπεδο πέρασε η Ταξιαρχία από το Ριτσιόνε που είναι το νεκροταφείο και μίλησε ο Ταξίαρχος Τσακαλώτος για τους πεσόντες και ξεκίνησαν έπειτα προς τον Τάραντα.
Ερώτηση: Πολλοί μιλάνε για το θάρρος και τη γενναιότητα των Ελλήνων στα πεδία των μαχών. Πιστεύετε πως έχουν δίκιο όταν αναφέρουν πως διέφεραν οι Έλληνες από τους υπόλοιπους στρατιώτες;
Απάντηση: Οπωσδήποτε! Καταρχήν θυμάμαι ένα Λοχαγό μου που έλεγε: «Παιδιά θα εκδικηθούμε τους Γερμανούς που έχουν καταλάβει την πατρίδα μας. Ορμάτε! Τολμήστε! Μη φοβάστε!». Υπήρχε αυτό το πείσμα να αποδείξουμε στους Γερμανούς ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς και αν κατέλαβαν την Ελλάδα τότε, την κατέλαβαν διότι εμείς δεν είχαμε ούτε στρατό αντάξιο με οπλισμό και μέσα, ούτε αεροπορία, ενώ στις μάχες του Ρίμινι και του Ελ Αλαμέιν υπήρχε και αεροπορία, πυροβολικά άλλης μορφής και γενικά ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Οι οπλίτες της Ταξιαρχίας του Ρίμινι ήταν αετοί με λίγα λόγια, δε λογαριάζανε απολύτως τίποτα, για αυτό είχαμε και νεκρούς. Είχαμε 116 νεκρούς και 310 τραυματίες, δηλαδή 1 Τάγμα βγήκε εκτός μάχης. Δε λογαριάζαμε τίποτα και το μόνο που μας ενδιέφερε ήταν να σκοτώσουμε τους Γερμανούς, να φύγουν οι Γερμανοί.
Ερώτηση: Όταν βάζατε τη ξιφολόγχη στο όπλο και ορμούσατε φωνάζοντας αέρα, ποια ήταν τα συναισθήματα σας, μιλώντας φυσικά για ένα νέο ηλικιακά άνθρωπο;
Απάντηση: Το συναίσθημα πως εμείς θέλαμε να κερδίσουμε τη μάχη, να κερδίσουμε τον πόλεμο, να νικήσουμε. Αυτό ήταν το συναίσθημα.
Ερώτηση: Δεν είναι διαφορετικό όμως να πολεμάς σε μια ξένη πατρίδα, δε σας φαινόταν περίεργο;
Απάντηση: Κοίτα, από τον Ταξίαρχο τον Τσακαλώτο, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη όλοι οι Αξιωματικοί και Στρατιώτες ο σκοπός ήταν ένας, να νικήσουμε τους Γερμανούς. Δεν υπήρχε περίπτωση κανένας να κάνει πίσω, δεν υπήρξε περίπτωση κανένας να γυρίσει την πλάτη. Όλοι κοιτούσαν μπροστά.
Κάπου εδώ ολοκληρώνονται τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπως αυτά περιεγράφηκαν από τον Συνταγματάρχη εα Συναδινό, γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στην πολεμική ιστορία των εθνών, γεγονότα αληθινά και με τη ζωντανή παρουσίαση τους από έναν άνθρωπο που έμελλε να βρεθεί πολύ μακριά από το σπίτι του προασπιζόμενος τα συμφέροντα της πατρίδας του, προστατεύοντας αυτούς που αγαπούσε, μια ιστορία όμως ενός νέου ανθρώπου που δεν τελειώνει στα αιματοβαμμένα χώματα της Ιταλίας, αλλά συνεχίζει με την περίοδο των Εμφυλιοπολεμικών παθών, της περιόδου που ονομάστηκε την εποχή εκείνη «Συμμοριτοπόλεμος».
Πολιτικός Επιστήμονας, Απόφοιτος της Σχολής Ασφάλειας και Διπλωματίας του Ισραήλ και της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με ερεθίσματα στην Ιστορική γνώση και στην προαγωγή της ορθής ενημέρωσης.