Όταν αποτυγχάνεις στις πανελλήνιες, συμβαίνουν πολλά πράγματα.

Πρώτα μουδιάζεις: καλά, τα λατινικά ήξερες ότι δεν ήταν τέλεια, αλλά τόσο χαμηλά πια; Στην ιστορία τόσο έξω έπεσες; Και η λογοτεχνία, το καμάρι σου, η ανάσα της βδομάδας, το ευκολάκι, τέτοια απογοήτευση;

Μετά θυμώνεις: μα ο κ. Τάδε έλεγε πως ήσουν καλή. Και η κα Δείνα πως σου έβαζε τόσο καλούς βαθμούς όλη τη χρονιά και τώρα τέτοιο χάλι;

Μετά κλαις: γιατί να το κρύψουμε άλλωστε; Ένα όνειρο είχες και σου έφυγε από τα χέρια· το άφησες να σου φύγει από τα χέρια.

Μετά ξαναμουδιάζεις: αυτή τη φορά συνειδητά και σκοπίμως. Φαγητό, τηλεοπτική σειρά, ύπνος. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Rinse and repeat. Και όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα, δε σε νοιάζει καν πού πέρασες. Πάντως στη Νομική δε μπήκες. Οπότε, εκεί που οι άλλοι τρώνε τα χέρια τους ως ποπ κορν από την αγωνία σαν το Μπομπ το Σφουγγαράκη, εσύ κοιμάσαι· χτυπάει το τηλέφωνο, «ΔΕΣ, πέρασες όμως, στην Αθήνα.» Δεν πέρασες όμως εκεί που ήθελες, δεν θες να καθορίσει την ζωή σου, να σε εμποδίσει από αυτό που θες να κάνεις μια διαδικασία δύο εβδομάδων. «’Νταξ’ μαμά, τα λέμε μετά.» και ξανακοιμάσαι.

Μετά, ξαφνικά αναδύεται μια παλιά ιδέα, να φύγεις έξω. Τη γλώσσα την ξέρεις, οικογένεια έχεις εκεί, το ίδιο και σπίτι· όλα καλά, σωστά; Λάθος.

Πώς θα φύγεις; Πώς θα τα αφήσεις όλα; Πώς θα πας μέσα στο κρύο, χωρίς φίλους, μακριά από το σπίτι και τη χώρα που αγάπησες;

Και το όνειρο; Τι θα το κάνεις εκείνο το όνειρο, τη Νομική που βροντοφώναζες, σαλάτα να τη φας; Δεν πρέπει να το κυνηγήσεις; Κι αφού έχεις μια ευκαιρία να φύγεις από αυτή τη χώρα που μπορεί να αγαπάς μα δε σε αγαπά, να μην την αδράξεις; Κι αφού έχεις την τύχη μιας ακόμη επιλογής, θα την αγνοήσεις;

Όταν άλλοι απλώς υποτάσσονται στη μοίρα τους, στις συνέπειες των επιλογών τους, στις συνέπειες μιας κακιάς στιγμής; Όταν τόσοι φίλοι και γνωστοί συμβιβάζονται επειδή δεν τους νοιάζει, δεν τους πειράζει, ή επειδή δεν μπορούν αλλιώς; Όχι.

Αφού μπορείς, θα το κάνεις.

Αφού σε πειράζει, θα το κάνεις.

Αφού σε νοιάζει, θα το κάνεις.

Αφού το θες, θα το κάνεις.

Κι ας φοβάσαι, θα το κάνεις.

Ακριβώς επειδή φοβάσαι, θα το κάνεις.

Κι έτσι ξεκινάει η δουλειά. Χαρτιά από εδώ, μεταφράσεις από εκεί, ισοτιμίες πτυχίων παραπέρα· άγχος, τρέξιμο, ξεσκόνισμα της γλώσσας· διακοπές ούτε γι’ αστείο, φωνές, καυγάδες, κλάματα.

Και φόβος.

Φόβος, φόβος, φόβος.

Φόβος για την αλλαγή, το άγνωστο, την αποτυχία. Φόβος για τις δυσκολίες, τη μοναξιά, την απόσταση.

Και μετά αγοράζεις εισιτήριο.

Μετά, παίρνεις ανάσα και βουτάς· για πρώτη, μα όχι τελευταία φορά.

Όταν αποτυγχάνεις στις πανελλήνιες, παίρνεις ανάσα και βουτάς.