Όταν φεύγεις για να ζήσεις στο εξωτερικό, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Ακόμα και αν ήθελες να φύγεις, ακόμα και αν τρέχεις να ξεφύγεις από κάτι, η εμπειρία είναι στην αρχή τρομακτική.

Δεν ξέρεις τίποτα και κανέναν, πρέπει να συνηθίσεις σε μια καινούργια γλώσσα, να μάθεις τα κατατόπια. Και στο μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται. Είτε έχεις να αντιμετωπίσεις μια δουλειά ή σπουδές, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ομαλή προσαρμογή σου στη χώρα. Αρκεί να είσαι λειτουργικός, να χωράς στο σύστημα, να μην τους πολύ-ταλαιπωρείς. Οι απαιτήσεις είναι τεράστιες· άλλοτε αντικειμενικά, άλλοτε απλώς και μόνο γιατί ακόμη δεν έχεις προσαρμοστεί, είσαι στον αέρα, δεν έχεις βάλει σε μια σειρά το κεφάλι σου. Και η μέρα επιμένει να έχει μονάχα 24 ώρες.

Και σαν να μην έφταναν οι αντικειμενικές δυσκολίες, ο εαυτός σου ο ίδιος μοιάζει να σου βάζει εμπόδια. Η νοσταλγία σε χτυπά σε ανύποπτες στιγμές και σου κόβει την ανάσα, και το μόνο που θέλεις είναι να κουκουλωθείς με μια κουβέρτα, να κρυφτείς, να πνιγείς στις αναμνήσεις.

Και ξαφνικά καταλαβαίνεις.

Καταλαβαίνεις γιατί οι Έλληνες του εξωτερικού έχουν πάντα τόση αγάπη για μια χώρα που για τους ντόπιους δεν αποτελεί παρά βάρος. Το σπίτι και οι φίλοι σου μοιάζουν τόσο μακριά, οι γονείς και τα παλιά σου στέκια σαν να χάνονται στην ομίχλη, η πτήση της επιστροφής φαντάζει άφταστη.

Μέχρι που μια ακτίνα φωτός τρυπάει το σκοτάδι:

«Συγγνώμη, Ελληνίδα είσαι;»,

ακούς, κι ένα βάρος φεύγει από το στήθος σου. Ένα βάρος που, τόσο έχει γίνει Δευτέρα φύση, που είχες ξεχάσει πως ήταν εκεί. Ανάμεσα σε γέλια και αστεία ανταλλάσσετε τηλέφωνα και λογαριασμούς σε κάθε πιθανό μέσο κοινωνικής δικτύωσης· αντανακλαστική πια κίνηση.

Κι η ζωή συνεχίζεται. Μόνο που τώρα είναι λίγο πιο εύκολο. Κοινές αναμνήσεις, κοινή γλώσσα και κουλτούρα μέσα σε μια λαοθάλασσα ξένων οδηγούν σε δεσμούς φιλίας που στην πατρίδα δεν θα έκανες ίσως ποτέ. Γιατί έχετε ένα κοινό βάρος να σηκώσετε, το βάρος της ξενιτιάς. Και ένα δεύτερο ζευγάρι ώμων κάνει τεράστια διαφορά. Ανταλλάσσετε πληροφορίες και κόλπα, γκρινιάζετε για την παραξενιά τους, γελάτε με αστεία που κανείς άλλος δεν καταλαβαίνει. Κι αν κουραστείτε, με ένα διάλλειμα στο κοντινότερο ελληνικό στέκι, πάνω από έναν καλό –επιτέλους- καφέ, και μεζέ κερασμένο από το μαγαζί, όλα λύνονται, και μαζεύετε δυνάμεις.

Και η ζωή συνεχίζεται. Αυτή τη φορά με χαμόγελο.