«Έχουν περικυκλώσει το σπίτι του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων ναύαρχου Αυγέρη και ίσως να έχουν ήδη συλλάβει τον στρατηγό Σπαντιδάκη, αν και δεν είμαι βέβαιος. Έρχονται τώρα προς τα εδώ. Ειδοποιήστε τον Έκτο Στόλο, ενημερώστε την Ουάσιγκτον και πείτε τους να στείλουν τον στρατό σας!» αναφώνησε ο στρατιωτικός ακόλουθος Γουίλιαμς στον βασιλιά Κωνσταντίνο τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου.
Για την πατρίδα μας και την αδελφή Κύπρο η σημερινή μέρα είναι σκοτεινή. Δεκαοκτώ χρόνια μετά το τέλος του εμφύλιου σπαραγμού, η ασταθής πολιτική ζωή της χώρας και το εύθραυστο πολίτευμά της καταρρέουν. Η σειρά γεγονότων, που ξεκινούν από την κατάλυση του δημοκρατικού μεν, επιτηρούμενου δε, καθεστώτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας και καταλήγουν στην πτώση της Κύπρου, δεν είναι απλά μια περίοδος αναφοράς στην γιορτή του Πολυτεχνείου. Αντιθέτως, είναι μια αλληγορία για το πώς η πολιτική κατάσταση μίας χώρας μπορεί να πάει πολύ γρήγορα προς την λάθος κατεύθυνση.
Αν το δεις μακροσκοπικά και σε δεύτερο χρόνο, η μετεμφυλιακή περίοδος μοιάζει να οδηγεί λυσιτελώς στην δικτατορία, σαν να ήταν το αναπόφευκτο τέλος μιας μακράς κρίσης. Τα πράγματα δεν είναι πάντα, όμως, όπως φαίνονται, και σίγουρα όχι όπως τα θυμόμαστε. Εξάλλου, την μεταπολεμική Ελλάδα δεν την γνωρίζουμε σχεδόν καθόλου από την σχολική ιστορία. Την διαβάζουμε από εξωσχολικά βιβλία αφενός αλλά την μαθαίνουμε κυρίως από τις οικογενειακές διηγήσεις. Οι δεξιές οικογένειες θυμούνται την «χρυσή οκταετία Καραμανλή». Οι κεντρώες ίσως έχουν ακούσει για τις αποτυχημένες προσπάθειες του Πλαστήρα να ενώσει το Έθνος και σίγουρα για τον «ανένδοτο αγώνα» του Παπανδρέου. Οι αριστερές από την άλλη θα μιλάνε για τα «πέτρινα χρόνια» και την ακατάπαυστη δίωξή τους.
Οτιδήποτε έχει ακούσει ο καθένας, όμως, είναι έστω και λίγο, κομμάτι της ίδιας πραγματικότητας. Η Ελλάδα της περιόδου χαρακτηρίζεται όντως από μία πληθώρα αντιφάσεων. Συνυπάρχουν το «ελληνικό οικονομικό θαύμα», η πολιτιστική άνοιξη και ο αυταρχισμός και ο αποκλεισμός. Η Ελλάδα οικονομικά και πολιτιστικά αναπτύσσεται περισσότερο από ποτέ ενώ πολιτικά είναι παγωμένη με τον κομμουνιστικό κίνδυνο να υπάρχει πάντοτε για το πολίτευμα.
Μέσα σε αυτόν τον «αντιφατικό κόσμο» γεννάται το «διπλό κράτος», το Σύνταγμα και το Παρασύνταγμα. Οι περισσότεροι πολίτες ζουν σε κανόνες κράτους δικαίου ενώ κάποιοι λίγοι σε κανόνες καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης». Σε μερικές λέξεις, η πολιτική ζωή του τόπου μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κυριαρχία της δεξιάς, απομόνωση της αριστεράς και ακατάπαυστη προσπάθεια του κέντρου να αποδείξει την πίστη του».
Μόνο και μόνο το όνομα της περιόδου («μετεμφυλιακή Ελλάδα») δηλώνει μια κοινωνία διχασμένη και υπό τον φόβο των ίδιων των αντιφάσεών της. Η Βουλή ακινητοποιημένη μεταξύ τριών κέντρων εξουσίας, τον στρατό, το παλάτι και την αμερικανική πρεσβεία. Η Οικονομία διαρκώς βελτιούμενη, με τον Καραμανλή γνωρίζοντας 65 χρόνια πριν ότι ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, να πετάει πάνω από την χώρα μαζί με τον Άρη Κωνσταντινίδη και να επιλέγει «φιλέτα» για να χτίσει τα «Ξενία». Ξαφνικά, σαν από το πουθενά, όλα καταρρέουν.
Μέσα σε μερικές ώρες, η «Μικρή Χούντα» επιβάλλει την θέλησή της και η «δαμόκλειος σπάθη» που έστεκε πάνω από το κεφάλι της αριστεράς πέφτει πάνω σε όλη την Πολιτεία.
Το παράδειγμα της μετεμφυλιακής περιόδου και της Χούντας δεν μας μαθαίνει μόνο την φοβικότητα ενός πολιτεύματος ή την ανάγκη ελευθερίας έκφρασης για όλους ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Μας μαθαίνει και το πώς παρά τις εξαιρετικές συνθήκες σε χίλιους τομείς, ένας αρκεί για να τα επηρεάσει όλα. Μα περισσότερο από όλα μας διδάσκει πώς η ιστορία δεν λειτουργεί νομοτελειακά, και ως εκ τούτου ότι το «άπαξ γενόμενον, ουδέποτε επαναλαμβανόμενον».
Πολιτικός επιστήμονας, Ιστορικός και Αρθρογράφος – Πολιτικός Αναλυτής