Γράφει ο Κωνσταντίνος Γιαρέντης

Όλοι λίγο πολύ είδαμε και παρακολουθήσαμε τις αντιδράσεις που έχουν ξεσπάσει από την απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει ξανά την Αγία Σοφία σε Τζαμί. Η ανακήρυξή της σε Μουσείο το 1935 από τους Κεμαλιστές ήταν μία λύση συμβιβασμού που συνέφερε λίγο πολύ όλες τις πλευρές. Οι μεν Έλληνες είδαμε τον κορυφαίο εκκλησιαστικό χώρο, το συνδεδεμένο με την Μεγάλη Ιδέα και την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης κόσμημα της Ορθοδοξίας να χάνει την μουσουλμανική του ταυτότητα σε μεγάλο βαθμό. Οι δε Τούρκοι άφησαν πίσω τους το Οθωμανικό στίγμα και, προσπαθώντας να εκσυγχρονιστούν, κοίταξαν δυτικά, προς τον κοσμοπολιτισμό και την παγκόσμια κοινωνία (ναι από τότε – και ακόμα παλαιότερα – υπήρχε παγκόσμια κοινωνία).

Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, και ύστερα από πολλά μικροσυμβάντα και ανακοινώσεις χαμηλής αξίας κατά καιρούς, μας ήρθε η είδηση εξ ανατολάς. Η πρόθεση του Προέδρου Ερντογάν να την μετατρέψει σε Τζαμί πάλι δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία αν καθίσουμε και το σκεφτούμε.

Η πολιτική ζωή της Τουρκίας έχει μεταλλαχθεί από το 1935. Η εκσυγχρονιστική πορεία του Κεμάλ, ύστερα από πολλά πραξικοπήματα, πολλές ανακατατάξεις και παγκόσμιες αλλαγές ανακόπηκε. Ο Πρόεδρος Ερντογάν, αντιλαμβανόμενος ότι η θέση της Τουρκίας στον χάρτη δεν μπορούσε να περιορίζεται σε μία περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου κοίταξε στο (κατά τη δική του άποψη) ένδοξο παρελθόν, στην περίοδο που οι Τούρκοι κυριαρχούσαν σε περιοχές από το Κουβέιτ μέχρι την Βοσνία και από την Βουλγαρία μέχρι την Αίγυπτο. Εκτρέφοντας απέχθεια για την κατάσταση που είχε περιέλθει η Τουρκία και την συνεχή «απουσία» της από τον Παγκόσμιο Χάρτη, εκκίνησε έναν αγώνα να την επαναφέρει στο επίκεντρο.

Ο «νέο-Οθωμανισμός», όπως ονομάστηκε, ενέταξε στους κόλπους του την επέκταση της σφαίρας επιρροής της Άγκυρας, τις νέες συνθήκες, τις νέες συμφωνίες. Δεν αρκούσε μόνο αυτό. Για να επιζήσει μία επεκτατική πολιτική δεν αρκεί να επεκταθείς. You have to go far and you have to go deep. Πρέπει να ριζώσει ξανά στην σκέψη, πρώτα από όλα των Τούρκων και μετά όλων των άλλων, ότι η επέκτασή του βασίζεται σε σοβαρά πολιτιστικά ερείσματα, σε καθαρές βάσεις. Μόνο έτσι θα αποκτήσει ο μέσος Τούρκος την σιγουριά ότι μπορεί να κυριεύσει τον κόσμο.

Αυτή η τουρκική «πολιτισμική επανάσταση» δεν είναι ένα τυχαίο συμβάν. Είναι ένα κομμάτι του ευρύτερου παζλ που σχηματίζει ο Ερντογάν. Η «Γαλάζια Πατρίδα», τα «εμβάσματα» που ζητάει από την Ε.Ε. απειλώντας την με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, και τώρα η Αγία Σοφία είναι όλα κομμάτια μίας νέας πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής επέκτασης της Τουρκίας.

Η Αγία Σοφία, όμως, έχει αυτή την ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των Ελλήνων. Όσοι έχουμε καταβολές από την Μικρά Ασία έχουμε την Πόλη και το Κόσμημά της στο μυαλό και στην καρδιά μας ως μία μικρή πληγή, ως μία ανάμνηση, ως μία χαμένη πατρίδα. Θυμάμαι την γιαγιά μου να μου λέει ιστορίες για τα ταξίδια της στην Κωνσταντινούπολη, για το ρίγος που ένοιωθε όταν έμπαινε στην Αγία Σοφία, για την συγκίνηση όταν περπάταγε στους δρόμους του Φαναρίου και του Πέρα.

Όλες αυτές οι αναμνήσεις μου δημιουργούν ένα ερώτημα. Αν ήμασταν εμείς στην θέση των Τούρκων πως θα θέλαμε την Αγία Σοφία; Θα την κρατάγαμε Μουσείο, κληροδότημα της παγκόσμιας ιστορίας, έναν ακόμη Παρθενώνα ή θα ρίχναμε τους μιναρέδες και θα την λειτουργούσαμε; Δυστυχώς αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν ξέρουμε αν θα απαντηθεί, αλλά καλό είναι να το έχουμε που και που στο πίσω μέρος του μυαλού μας.