Γράφει ο Δημήτρης Στανίτσας

O Mαξ Κέιντι (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), ένας αγράμματος Τεξανός και κατά συρροή βιαστής, έχει μόλις εκτίσει τη 14χρονη κάθειρξή του για το βιασμό και ξυλοδαρμό μιας έφηβης. Στόχος του είναι να εντοπίσει τον πρώην συνήγορό του, Σαμ Μπόουντεν (Νικ Νόλτε). Ο τελευταίος είχε αποκρύψει από τον πελάτη του και το δικαστήριο αποδείξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μειώσουν την ποινή του.

Αυτό που δε γνωρίζει ο μεγαλόσχημος ποινικολόγος ,είναι ότι ο Κέιντι διαθέτει υψηλότατη ευφυΐα, παρανοϊκή ψυχοπάθεια κι ατσάλινη θέληση: Αυτοδίδακτος, μέσα στην κόλαση της φυλακής για ένα βιαστή κατάδικο, έμαθε γραφή κι ανάγνωση, καταφέρνοντας να κατανοεί θεολογικά συγγράμματα και ποινικό δίκαιο.

Αφού αφήσει πίσω του το στοιβαγμένο με βιβλία και διακοσμημένο με φετιχιστικές εικόνες κελί του, θα βάλει μπρος για την εκδίκηση του, η οποία θα κάψει όλη την οικογένεια του παλαιού υπερασπιστή του: την παραμελημένη σύζυγο του Μπόουντεν, Λι (Τζέσσικα Λανγκ). Μια κατ’εξακολούθηση απατημένη γυναίκα, βυθισμένη στην ανία της ευμάρειας, που αναζητά τη συγκίνηση και την ευαισθησία στους ζωγραφικούς καμβάδες. Μαζί με εκείνη, η έφηβη κόρη τους Ντανιέλλ (Ζυλιέτ Λιούις), αποκομμένη από τον αδιάφορο πατέρα της , απογοητευμένη από την ιδιόρρυθμη μητέρα της, προσφέρει την κλονισμένη εφηβική της ψυχοσύνθεση στη διαφθορά του Μαξ Κέιντι.

Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο ακολούθησε αυστηρό πρόγραμμα γυμναστικής και διατροφής, ώστε να αποδώσει τη σωματική ρώμη της στοχοπροσήλωσης στην εκδικητική δικαιοσύνη. Το δερματόστικτο κορμί του είναι η πρώτη ανάγνωση του χαρακτήρα ,ήδη στο πρώτο ξετύλιγμα της ταινίας. Η ‘’νότια’’ αμερικάνικη προφορά που αποφάσισε να υιοθετήσει ο Ντε Νίρο είναι η φωνή του ζοφερού κακού – τόσο ζοφερού, που ο ηθοποιός τρομοκρατούσε το σκηνοθέτη του, αφήνοντας μηνύματα στον τηλεφωνητή του ως Μαξ Κέιντι, μήνες μετά το τέλος των γυρισμάτων.

Την ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε, παραγωγής 1991, επενδύει η αγωνιώδης μουσική του Ρωσοεβραίου συνθέτη Μπέρναρντ Χέρρμανν, συνεργάτη του Άλφρεντ Χίτσκοκ, διασκευασμένη από τον Έλμερ Μπέρνσταιν, ώστε τα χάλκινα πνευστά να μας βάλουν στην ατμόσφαιρα του επικείμενου χαμού.

Αν η ταυτότητα της ταινίας είναι αυτή της αγωνίας και περιπέτειας , είναι περισσότερα αυτά που αποτίθενται στο ζύγι : το δίκαιο του κακού κι η νομικιστική ευτέλειά του, το πυρακτωμένο εγώ που σφυρηλατείται στην αναζήτηση της δικαίωσης. Ο πλούτος του άστεως που διαρρηγνύει την οικογένεια και την ηθική.

Ο Μαξ Κέιντυ καταβροχθίζει, εκτός από τους λακέδες του Μπόουντεν, τους στίχους του Καθολικού Μυστικιστή Σιλεσίου: ‘’ Είμαι σαν το Θεό κι ο Θεός σαν εμένα. Είμαι τόσο Μέγας όσο ο Θεός, είναι τόσο μικρός όσο Εγώ.’’ Το ιδιοφυές Κακό βρίσκει τη φιλοσοφική του θεμελίωση στη Δυτική παράδοση- σε έναν κόσμο ,άλλωστε, εντελώς Δυτικό.

Η Τελική Κρίση των μεσαιωνικών ύμνων μετουσιώνεται σε μία ανατριχιαστική παρωδία αστικής δίκης στο τέλος του έργου, στην οποία αποκαλύπτονται τα πάντα και δε σώνεται κανείς.

Με τα λόγια του πρωταγωνιστή: ‘’Ξόδεψα 14 χρόνια σε ένα κελί 7 τετραγωνικών, περιτριγυρισμένος από κόσμο που ήταν λιγότερο από ανθρώπινος. Στόχος εκείνη την εποχή ήταν να γίνω περισσότερο από άνθρωπος’’.