Γράφει ο Μόσχος Φλαμής

(σήμανση εμπλουτισμού με ευαίσθητες-spoiler-πληροφορίες)

Στο πνεύμα του καθολικά εορταζόμενου Καθολικού αγίου, αποφασίστηκε αντίτιμο καλλιτεχνικής δραστηριότητας στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Μετά από επιμελώς ατημέλητο χτένισμα παραστάσεων, υποθέσεων και υποκριτών, όπου άλλες απορρίφθησαν ελέω απόστασης, άλλες εξ αιτίας ύποπτων περιγραφών και άλλοι υπό το βάρος της ρασοφορικής ταύτισης, καταλήξαμε στο ‘’Μοτέλ’’. Γνησίως θεατρικό κι όχι διασκευασμένο έργο, συγγράφηκε από την πένα και σκηνοθετήθηκε από τις οδηγίες του Βασίλη Μαυρογεωργίου- δραματουργικού τέκνου, πολυσυνεργαζόμενου με θέατρα Αττικής και Ελλάδος.

Το Θέατρο Τέχνης βρίσκεται επί της αφιερωμένης στον Τραγικό Φρύνιχο οδού της Πλάκας, όπου υψώνεται αφίσα μιας αρχοντικής εκδοχής του δημιουργού του. Τα ενδότερα εκκινούν από το χώρο, όπισθεν της σκηνής, ο οποίος εκβάλλει σε ένα στενό διάδρομο. Με μικρά βήματα, φτάσαμε στο πλάι της θεατρικής σκηνής και στο ‘’σπιτοκαλύβι’’ του αοίδιμου Κουν. Μία ξύλινη κατασκευή, με χαμηλό εξώστη τόσο που, οι πίσω σειρές της πλατείας, δεν πολυσκιρτάνε στο ημίφως. Αφού η συντροφιά επεσήμανε την πρέπουσα ανάγκη υπόδειξης από τον ταξιθέτη, φτάσαμε στις αριθμημένες με αυτοκόλλητο θέσεις. Καθήμενοι στο έρεβος της μακρυνής ένατης σειράς, προσάρμοζα την όραση και τη γενικότερη αίσθησή μου σε ένα βουκολικό χώρο καλλιτεχνικών δρώμενων. Το τρίξιμο της πατημένης σανίδας ήταν η φωνή του ξύλινου θόλου, που στην αρχή με καταπλάκωσε, μετά με ασφάλισε και, όταν έπεσαν τα φώτα, σταμάτησε να υπάρχει.

Για τον πυρήνα της υπόθεσης, δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα, πέραν του ότι εκτυλίσσεται γύρω από μία δολοφονημένη γυναίκα σε ένα επαρχιακό μοτέλ. Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, ξετυλίγεται πράγματι ένα μυστήριο μπροστά σου και διατηρεί ακμαία την παρακολούθηση. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η μη σκηνογραφημένη εξιστόρηση που επιλέγεται για το τελευταίο μέρος της παράστασης: όλα τα πρόσωπα δρουν σε μια παράλληλη ευθεία, στα πόδια του κοινού, με ένα χαρακτήρα να αναλαμβάνει χρέη ομοδιηγητικού αφηγητή. Οι τυχόν εύλογες υπόνοιες αφαιρετικής τεχνικής κατασβήνονται από την άρτια εκτέλεση , η
οποία αναμορφώνει τον περίγυρο, τροφοδοτώντας στέρεα τη φαντασία.

Εδώ είναι που ξεκινάει η μερική διάχυση ευαίσθητων πληροφοριών ( επίλεξε σοφά).

Οι άρρενες χαρακτήρες απεικονίζονται μάλλον στερεοτυπικά. Ο μοναχικός, μεσήλικας τεχνίτης που επιδιορθώνει το χώρο του εγκλήματος περπατάει με τα χέρια επισυναπτόμενα στα πλευρά και συναναστρέφεται με άχρωμη φωνή ενήλικες κι ανηλίκους. Γυρνάει ‘’σε ένα μικρό διαμέρισμα για λίγες ώρες’’ και ομοιάζει περισσότερο με άνθρωπο που ποτέ δεν δημιούργησε διαπροσωπικές σχέσεις, παρά με κάποιον εσωστρεφή ενήλικα που δε ξεπερνά τις τύψεις για τα περασμένα.

Νομίζω ότι πλέον, δημιουργούμε όχι μονάχα με τις προσλαμβάνουσες των ξένων και επί των
προβληματισμών τους {βλέπε ενδεικτικά σχέσεις ανδρών-γυναικών, ιδωμένες ως αρσενικό-θηλυκό, οικογένεια ως γέννημα (προτεσταντικής) πατριαρχίας }, αλλά και οι ίδιοι οι χαρακτήρες της δραματουργίας είναι αμερικανικοί κοινωνιοτύποι, ελληνικού σπικάζ : πέραν του μόνου στη ζωή, χωρίς οικογένεια, φίλους ή συγγενείς μεσήλικα, εντοπίζουμε τον παρασυρομένο από το χρήμα πατέρα, ο οποίος καταδικάζει την οικογένειά του στην οικονομική μιζέρια. Ταυτόχρονα, υπήρξε ο ίδιος η κακή τύχη και τα ακυρωμένα όνειρα της καλής πλην τίμιας γυναίκας του, ενώ η αδυναμία του να ερμηνεύσει την αλλόκοτη συμπεριφορά του παιδιού του, απαντάται με πειθαρχία και έλεγχο.

Δεν είναι ψέμα ότι εντοπίζουμε πλέον ‘’δυτικά’’ κοινωνικά νοσήματα στη δική μας επικράτεια- μείζονος σημασίας, μάλλον, η ανήλικη παραβατικότητα που φτάνει στη δημιουργία εφηβικών συμμοριών. Ακόμα, η τετριμμένη από τα λυκειακά χρόνια ‘’αποξένωση του ανθρώπου στην πόλη’’ φαίνεται ότι ευδοκιμεί όχι μόνο στην Ευρώπη. Η εμφάνιση Ελλήνων νεοαστέγων, άρα ανθρώπων κατάμονων στη 10ετία της ύφεσης, η (περαιτέρω) εκτράχυνση της ζωής στην πολυκατοικία, όπου πράξεις φρικώδεις απόλλυνται μες τη βουβή
αδιαφορία και η απόθεση γηραλέων γονιών στα δυσαγή ιδρύματα, συγκροτούν την νέα νοο-τροπία του Νεοέλληνα.

Αυτές οι υποδόρια εξελισσόμενες μεταλλάξεις δεν έχουν,ακόμα, απασχολήσει τους ντόπιους τεχνίτες του Καλού. Ο φιλοτομαρισμός φτάνει στην παραίτηση από την οικογένεια και τους δεσμούς, αφού πρώτα απονέκρωσε τα κοινοτικά κύτταρα της γειτονιάς και έφτασε φυσικά στην αποκτήνωση της αδιαφορίας (όχι για τη ζωή, αλλά ) της ζωής του Άλλου.

Το ‘’Μοτέλ’’ βλέπει τη ζωή από τα κάτω προς τα πάνω – όπως επιτάσσει ο καιρός, η ταξικότητα των κοινωνικών ομάδων ή συνιστωσών. Τα θήλεα όντα είναι θύματα της
ωμής δύναμης της οποίας τυγχάνουν να μην είναι κάτοχοι, είτε με τίμημα τη ζωή (‘’ οι άντρες σκοτώνουν πιο πολλές γυναίκες από ό,τι οι γυναίκες σκοτώνουν

άνδρες, γιατί απλώς είναι πιο δυνατοί ‘’ ), είτε με τίμημα το βίο ( ‘’ 18 χρονών ήρθα σε αυτό το μοτέλ, με την κοιλιά τούρλα’’). Τα άρρενα όντα, πέραν των άλλων, στοχεύουν μόνο στο σεξ, ενώ η καλύτερη εκδοχή τους, ο μάστορας, είναι θετικός υπό προδιαγραφές : αν και
καλοκάγαθος, δεν αντιστέκεται στην κατά πολύ νεώτερη και φανερώς προβληματική κόρη του ξενοδόχου, ενώ το τέλος του είναι αυτοθυσιαστικό – ο κύκλος αίματος ξεκίνησε με αιτία άρρενα και μόνο έτσι θα κλείσει. Ο βέλτιστος άνδρας είναι τίμιος, αλλά επιρρεπής και νεκρός.

Η Κλέλια Ανδριολάτου ( Maestro, Μπρούσκο ) είναι συν-αρπαστική στο ρόλο της νεαρής Άννας. Μπορεί οι σκηνές της ως ανώριμης, μπερδεμένης προσωπικότητας να αποπνέουν χαζοχαρούμενη παιδικότητα και σχετικές ατάκες, όμως η δραματική της εμφάνιση αποζημιώνει με το παραπάνω. Η γλυκειά, ταλαιπωρημένη όψη της  και η γαλήνια, πραγματικά μελιστάλαχτη χροιά της, ενσαρκώνουν ένα πλάσμα τραγικό. Η φυσικότητα του
αντιρρησία εφήβου προσφέρει ανακλαστικά χαμόγελα και χάχανα, με μοναδική παραφωνία η χρήση της λ.‘’γαμημένος’’ ως ανάλογο της λέξης ‘’fucking’’, δίνοντας εντύπωση κακού υποτιτλισμού. Η όμορφη βραδειά ολοκληρώθηκε με λίγα πιάτα στο υπερκείμενο ‘’Γιασεμί’’ , με σύντομη συζήτηση για τον υπαρκτό κίνδυνο της Πατριαρχίας, ο οποίος ‘’υπάρχει, αφού τόσα βλέπουμε’’. Ταυτόχρονα, ασκούσα ασμένως το φαλλοκρατικό καθήκον σερβιρίσματος πιάτου, αλλά όχι και κρασιού.

Μην μπερδεύεστε : συνιστώ το ‘’Μοτέλ’’, την αγωνία, την έκπληξη, τις ερμηνείες και προσμένω σε μία αμιγώς ρωμέικη σύλληψη του. Για 5 ακόμα παραστάσεις.

Y.Γ. Κλέλια, εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε νοιάζει (χαμηλόφωνα, γιατί μας ακούνε)