Γράφει η Δανάη Σεβαστού

Αναμφισβήτητα βιώνουμε μια από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονής ιστορίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Ο κορονοϊός έχει αντίκτυπο σε κάθε επίπεδο του παγκόσμιου γίγνεσθαι και ενώ υπάρχει εκ βάθους σεβασμός και ευγνωμοσύνη απέναντι στο υγειονομικό προσωπικό και πάσης φύσεως φορέα που έχει κληθεί να φέρει εις πέρας την κατάσταση αυτή, η κοινωνία – ηθελημένα ή μη – τείνει να αγνοεί τα σκοτεινά μονοπάτια στα οποία βαδίζουμε.

Για χάρη της υγειονομικής κρίσης η πολιτική εξουσία επιβάλλει κατ’ εξαίρεσιν μέτρα στα πλαίσια του Δικαίου Ανάγκης, με τα οποία νομιμοποιεί την απαγόρευση και τον έλεγχο της κυκλοφορίας και την αναστολή λειτουργίας των καταστημάτων, με ελάχιστες εξαιρέσεις σε κάθε περίπτωση. Οι πολιτικές αυτές εδραιώνονται στο όνομα της Δημοκρατίας, η οποία θα προστατέψει το κοινωνικό σύνολο. Το όνομα ποιας ακριβώς Δημοκρατίας επικαλούμαστε όμως;

Οι παραπάνω πρακτικές διαβρώνουν δημοκρατικές αρχές και ευαισθησίες περιορίζοντας – ή και απαγορεύοντας – κάθε είδους αντίδραση στην εφαρμογή τους και μάλιστα με τις ευλογίες των πάντων, οι οποίοι παραβλέπουν το γεγονός ότι η μετάλλαξη αυτή της Δημοκρατίας στα πλαίσια ενός άκρατου νεοφιλελευθερισμού ίσως να είναι μη αναστρέψιμη. Και αυτό διότι κάθε φορά θα υπάρχει επίκληση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης είτε αυτή ονομάζεται πανδημία είτε τρομοκρατία είτε κρίση της Μεσογείου και ούτω καθεξής.

Εστιάζοντας στην Ελλάδα είναι φανερό ότι η χώρα μας έχει μπει σε τροχιά εφαρμογής αυτού που ο Βρετανός κοινωνικός επιστήμονας Colin Crouc αποκαλεί  «Μεταδημοκρατία». Πρόκειται για την πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατούν και επιβιώνουν όλα τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά – τα θεσμικά όργανα – , όμως χάνεται το περιεχόμενο των δημοκρατικών αξιών. Οι μνημονιακές πολιτικές κατά την ελληνική πολιτική κρίση οι οποίες εφαρμόστηκαν από τις ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ, εγκαινιάζοντας μια σειρά «ειδικών» επικυρωμένων δημοκρατικών θεσμών, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα Μεταδημοκρατίας.

Η προστασία της ανθρώπινης ζωής ως ύψιστου αγαθού είναι αδιαπραγμάτευτη, εμπεριέχει όμως ως αγαθό πολλές πτυχές οι οποίες παραμερίζονται, καταπατούνται και θυσιάζονται – αυτοβούλως και μη – στο βωμό της αντιμετώπισης της υγειονομικής αυτής κρίσης με ένα τίμημα που όμως είναι ανυπολογίστου αξίας. Ποιος θα το πληρώσει όταν όλο αυτό περάσει; Και σε ποιανού το όνομα; Και όσοι αυτή τη στιγμή δίνουν τις ευλογίες τους μετά ποιον ή ποιους θα κατηγορήσουν;