Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

Για πρώτη φορά, ύστερα από την αρχή της πανδημίας, η Ελλαδική Εκκλησία αντιτίθεται ανοικτά και επίσημα σε μιαν εντολή της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, αν και είχε συμφωνηθεί το άνοιγμα των ναών για τη μεγάλη χριστιανική γιορτή των Θεοφανείων, αποφασίστηκε τελικά νέο αυστηρό lockdown μιας εβδομάδας και οι ναοί να παραμείνουν κλειστοί για τους πιστούς κατά την 6η Ιανουαρίου. Η απάντηση της Ιεράς Συνόδου ήταν, μεταξύ άλλων, ότι:  «Δεν συναινεί στα νέα Κυβερνητικά μέτρα ως προς τη λειτουργία των Ιερών Ναών, εμμένει σε όσα συμφωνήθηκαν αρχικώς με την Πολιτεία και εντέλλεται οι Ιεροί Ναοί να παραμείνουν ανοικτοί για την συμμετοχή των πιστών στη Θεία Λειτουργία και τον Αγιασμό των υδάτων εντός των Ιερών Ναών της Εορτής των Θεοφανείων όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί και αποτυπωθεί στην Κ.Υ.Α. υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 80588/15.12.2020 (ΦΕΚ Β΄ 5509)». Με τη σειρά του, ο πρωθυπουργός απάντησε πως ο νόμος δε μπορεί να εφαρμόζεται κατά το δοκούν. https://www.cnn.gr/politiki/story/249329/kyvernisi-se-ekklisia-o-nomos-den-mporei-na-efarmozetai-kata-to-dokoyn Εδώ δε θα μιλήσω για τη γενικότερη αντιμετώπιση της Εκκλησίας στην πανδημία, καθώς το έχω κάνει αλλού. https://antifono.gr/%CF%84%CE%B9-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B4/?fbclid=IwAR0JdcLA2MO78SVHp9hOXGrXoQJug5rjmdEPowmJAxXkd45UsD6Q5UfmjR4 Αντίθετα, θα εστιάσω στα αποτελέσματα αυτής της αντιμετώπισης.

Μήνες τώρα, η κυβέρνηση δέχεται έντονες πιέσεις να κλείσει τους ναούς. Αρχικά, περιόρισε τα άτομα εντός αυτών. Έπειτα, όταν άρχισαν να αυξάνονται ραγδαία τα κρούσματα, τις έκλεισαν αναγκαστικά.  Πραγματικό αίτιο όμως δεν ήταν η υπερμετάδοση του ιού εξαιτίας του συνωστισμού, όπως συχνά λέγεται, αλλά το γεγονός ότι πολύς κόσμος φοβάται την πιθανή μετάδοση του ιού από τη λαβίδα της ιεράς μετάληψης. Όσο και αν ψάξει κανείς, δε θα βρει (σχεδόν) κανέναν πολιτικό από τους ευρύτερα γνωστούς, που να κοινώνησε ο ίδιος: μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο κ. Γιώργος Κουμουτσάκος, ο οποίος όμως κοινώνησε μόνος, χωρίς άλλους στην ουρά, όπως δείχνει η φωτογραφία, και μάλιστα υπέστη έντονη κριτική γι’ αυτό. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύω, το ότι οι ναοί υποχρεώνονταν να κλείσουν κάθε φορά λίγο πριν από μια μεγάλη γιορτή (Πάσχα, Χριστούγεννα). Αυτό συμβαίνει κυρίως για να εμποδιστεί η μετάδοση από τη Θεία Κοινωνία, χωρίς όμως οι κυβερνώντες να αποκαλυφθούν και να θεωρηθούν «άπιστοι», δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν τη χριστιανική Δεξιά ενάντια στον «άθεη» Αριστερά, που «κατεδίωξε την Εκκλησία και τα θρησκευτικά»). Έτσι, διέταξαν το κλείσιμο ναών με την πρόφαση της αυξημένης συγκέντρωσης και διασποράς.

Μάλιστα, ορισμένα μεγάλα ΜΜΕ έτειναν να παρουσιάζουν τους ναούς ως εστίες υπερμετάδοσης, όπου οι πιστοί τάχα δε φοράνε μάσκες, συνωστίζονται κ.λπ. Παράλληλα, εδώ κι εκεί ξεσπούσαν ορισμένες αντιδράσεις για τη Θεία Κοινωνία, συχνά με πλάγιο τρόπο: π.χ. ας θυμηθούμε πόσα ΜΜΕ έβαλαν είδηση με τον τίτλο «Εκοιμήθη ο μητροπολίτης Λαγκαδά: δείτε τι έλεγε για τη Θεία Κοινωνία», και επέλεγαν να προβάλλουν ξεχωριστά κάθε ατομική περίπτωση ιερέα που νόσησε ή και πέθανε. Λες και η Εκκλησία δήλωσε ποτέ ότι οι ιερείς είναι άτρωτοι στις ασθένειες ή λες και αποκλείεται ένας ιερέας να έχει «κολλήσει» και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος πέραν του ναού. Προσωπικά, σε όσους ναούς έχει τύχει να επισκεφθώ, από τον Μάιο μέχρι σήμερα, τα μέτρα τηρούνταν ευλαβικά και καμία αντίδραση δεν υπήρξε. Αν μάλιστα κρίνουμε από τους προβοκατόρικους τίτλους ειδήσεων, μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι πολλά μεγάλα και δημοφιλή ΜΜΕ παραπληροφορούν σκόπιμα και ότι οι παραβάτες είναι στην πραγματικότητα ελάχιστοι. Ας θυμηθούμε ότι πριν έναν περίπου μήνα είχε δημοσιευτεί είδηση που είχε ημερήσιο αριθμό νεκρών και έλεγε ότι μέσα σε αυτούς είναι και ένας κληρικός, χωρίς καμιά άλλη διευκρίνιση. Δυστυχώς, η γενική και παρατεταμένη απαγόρευση της κυβέρνησης, έφερε τελικά αυτό που έλεγε ότι ήθελε να αποφύγει. Το αποτέλεσμά της ήταν να συγκεντρώνονται ορισμένες μικρές ομάδες πιστών παράνομα και, αναγκαστικά, με λιγότερες προφυλάξεις. Στη λογική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, η απαγόρευση με το πρόσχημα του υπερβολικού συνωστισμού, δυστυχώς έφερε υπερβολικό συνωστισμό, ιδιαίτερα ηλικιωμένων.

Υπάρχει όμως και μια πολιτική ανάγνωση της κατάστασης. Πλήθος πολιτικών, δημοσιογράφων και διανοουμένων βρήκε στην παρούσα υγειονομική κρίση μια θαυμάσια ευκαιρία για την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων και για τον βιαστικό εξευρωπαϊσμό της χώρας μας. Το φιλελεύθερο και σοσιαλδημοκρατικό Κέντρο επιδιώκει, υπό την έκτακτη και πιεστική κατάσταση του κορωνοϊού, να ανακόψει τις δύο ισχυρότερες δυνάμεις που (θεωρεί ότι) καθυστερούν τη γενικότερη «ευθυγράμμιση» της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη: η Ελλαδική Εκκλησία και η Άκρα Αριστερά (κόμματα, συνδικαλιστικά όργανα). Οι μεν εμποδίζονται από το να λατρέψουν τον Θεό τους με το πρόσχημα που αναφέρθηκε παραπάνω, ενώ οι δε εμποδίζονται από το να κάνουν τις δικές τους λατρευτικές τελετουργίες (π.χ. κατάθεση στεφάνου στο Πολυτεχνείο, λουλούδι στη μνήμη του νεαρού Γρηγορόπουλου κ.λπ.).  Ωστόσο, ένας πιθανός «εκβιαστικός» εξευρωπαϊσμός της Ελλάδας, δε θα είναι παρά μια ακόμη εθνική ταπείνωση, αντίστοιχη με την παρατεινόμενη κηδεμονία της από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς. Έτσι τουλάχιστον θα τον βιώσουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα). Σε ένα έθνος-κράτος όπως το ελληνικό, που αποτελείται κατά 80% από Ορθοδόξους και όπου η Άκρα Αριστερά, στις ποικίλες εκδοχές και αποχρώσεις της, διεκδικεί ακόμη πεισματικά την ηθική ανωτερότητα απέναντι στις υπόλοιπες πολιτικές κατευθύνσεις («ηθικό πλεονέκτημα»), μια βιαστική σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα απλώς θα οξύνει τις ακραίες τάσεις και των δύο, παραμερίζοντας τις ψύχραιμες φωνές που καλούν για συμβιβασμό. Ο εξευρωπαϊσμός στην Ελλάδα ήταν και παραμένει ανίσχυρος (δηλ. χωρίς βαθιές λαϊκές ρίζες) και μια ενδεχόμενη πρόωρη νίκη του, γρήγορα θ’ αποδεικνυόταν πύρρειος, διότι θα συνεπαγόταν την αναζωπύρωση του ακροδεξιού (ή και του ακροαριστερού) λαϊκισμού. Ήδη το ψυχανεμίζεται κανείς στις διαρκώς αυξανόμενες φωνές νοσταλγίας και αντίδρασης, που κάνουν συχνά λόγο περί «δικτατορικής» απαγόρευσης συγκεντρώσεων (με αναφορές στις επώδυνες μνήμες της Χούντας ή του άθεου κομουνισμού αντιστοίχως). Μάλιστα, σε μερικές από αυτές τις περιπτώσεις, οι δύο τους φαίνεται να συμμαχούν, ώστε είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιος από τους δύο λαϊκισμούς είναι αυτός που μιλάει.

Από την αρχή του έργου της, η παρούσα κυβέρνηση υπήρξε φανερά συμβιβαστική, επιδιώκοντας να αμβλύνει τις έντονες και μακροχρόνιες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο, όχι μόνο επειδή ο ελληνικός λαός έχει μακραίωνη ιστορία εμφύλιων συγκρούσεων, αλλά και επειδή οι εσωτερικές διαμάχες τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της σοβαρής οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της αφενός (κίνημα των «αγανακτισμένων», είσοδος ενός ολοφάνερα ναζιστικού κόμματος στη Βουλή, διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα) και των τουρκικών προκλήσεων (με πιο πρόσφατα, τη σύλληψη των δύο αξιωματικών και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί), έχουν οξυνθεί. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέλαβε μια Ελλάδα κουρασμένη και διχασμένη σε διάφορα στρατόπεδα, με την πρόσφατη απογοήτευση από τη διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ. Η μαζική απογοήτευση, της έφερε ψηφοφόρους από κάθε μεριά. Εξαιτίας αυτού, η κυβέρνηση τηρεί ως τώρα μια γενικά συμβιβαστική στάση, προσπαθώντας να συμφιλιώσει σχεδόν τα πάντα με τα πάντα. Δεδομένου ότι μια σεβαστή μερίδα των ψηφοφόρων της είναι πιστοί Χριστιανοί, η κυβέρνηση δεν θέλει να εισπράξει το πολιτικό κόστος που θα έχει η απαγόρευση της Θείας Κοινωνίας (ή η αλλαγή του τρόπου λήψης). Γι’ αυτόν τον λόγο προτιμά να απαγορεύει γενικά τον εκκλησιασμό των πιστών. Ο συνωστισμός ήταν και παραμένει, στην καλύτερη περίπτωση, μια βολική και ελάχιστα πειστική αφορμή. Όσο για την αντίρρηση του πρωθυπουργού σχετικά με την καθολική εφαρμογή του νόμου, είναι αμφίβολο το αν μπορεί να έχει ισχύ νόμου ένα ψήφισμα το οποίο προέκυψε βιαστικά και αδικαιολόγητα, δεν έχει εγκριθεί καν από την ελληνική Βουλή και, το σημαντικότερο, έρχεται σε σύγκρουση με όσα είχαν προσυμφωνηθεί μεταξύ κυβέρνησης και Ιεράς Συνόδου. https://www.kathimerini.gr/society/561195865/th-tsakris-pros-ayxisi-toy-orioy-atomon-stis-ekklisies/?fbclid=IwAR3s0nlI72astI_M6W8gsDldDy-DpOJLfblf6ZUVS8Z9rLN86oQQf7U766M

Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί και κάτι ακόμη. Η συσπείρωση του φιλοευρωπαϊκού Κέντρου, που κερδίζει πολιτική δύναμη σε βάρος της παραδοσιακής Δεξιάς (αλλά και της Άκρας Αριστεράς όλων των αποχρώσεων), συμβαίνει και στο συμβολικό επίπεδο: ενόψει των διακοσίων χρόνων από την ελληνική επανάσταση, δεν έγινε καμία μνεία στον ρόλο της Εκκλησίας. Είναι δυστυχώς πιθανόν, αυτό που δε συνέβη επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ας θυμηθούμε τη μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών από ομολογιακό σε πολυθρησκειακό, τις αδέξιες δηλώσεις του κ. Φίλη κ.λπ.), δηλαδή ο οριστικός παραγκωνισμός της Εκκλησίας από την κοινωνία, να πραγματοποιηθεί με τη Νέα Δημοκρατία.  Κάτι τέτοιο όμως θα φέρει απικρόχολα αισθήματα, περισσότερη αντίδραση και πιθανώς απαξίωση στους θεσμούς. Μακροπρόθεσμα, ο βιαστικός και άνευ όρων εξευρωπαϊσμός θα έχει ως αποτέλεσμα να μπει η χώρα μας σε έναν ακόμη διχασμό και να βγει τελικά ηττημένη. Αντίθετα, η υποχώρηση του κ. Μητσοτάκη θα φέρει και στον ίδιο πολιτικά οφέλη. Στο ζήτημα της πανδημίας, η Ελλαδική Εκκλησία, παρά τις εξαιρέσεις ορισμένων θλιβερών μειοψηφιών, έχει ως τώρα δεχτεί σχεδόν αδιαμαρτύρητα τις κυβερνητικές απαγορεύσεις. Και πολύ σωστά. Έφτασε λοιπόν η στιγμή να κάνει και το κράτος μια μικρή υποχώρηση προς όφελος όλων.