Χθες ξεκίνησε ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Πολλοί εκφράζουν την δυσπιστία τους σχετικά με την εξέλιξη αυτή, διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν θα προκύψει κάποιο θετικό αποτέλεσμα ή ότι αποτελεί μια κίνηση που εξωραΐζει την άκρως παραβατική, σαφώς προκλητική και καθόλα αναθεωρητική στάση της Τουρκίας. Σε αυτές τις λίγες γραμμές δεν επιδιώκω να χαράξω μια εθνική στρατηγική αλλά να καταθέσω κάποιες σκέψεις γύρω από τις διερευνητικές επαφές.
Αρχικά, πρέπει να τονιστεί η αντίρρηση της Ελλάδας μέσω του πλέον επίσημου εκπροσώπου της ελληνικής διπλωματίας, Υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Δένδια, για οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με ζητήματα που απομειώνουν την εθνική μας κυριαρχία. Άρα τί μπορεί να ελπίζει η Ελλάδα μέσα από την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, όταν η ατζέντα της Τουρκίας περιλαμβάνει μια σειρά από ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας κυριαρχίας; Η απάντηση είναι απλή: απολύτως τίποτα. Κερδίζει όμως χρόνο για μια σειρά σημαντικών ζητημάτων και για την ιχνηλάτιση παγίδων. Θα ήταν σκόπιμο και ωφέλιμο να ανατρέξουμε στην πολιτική φιλοσοφία του Μακιαβέλι, ούτως ώστε να εντοπίσουμε ποια αρετή πρέπει να έχει ένας πολιτικός ή ηγεμόνας για να μην καταστραφεί. Αυτή είναι η προσαρμοστικότητα με το πνεύμα του καιρού και με τις αναγκαιότητες που επιβάλλονται από μια σειρά καταστάσεων. Όποιος δεν μπορεί να προσαρμοστεί και να ψυχανεμιστεί το «κλίμα» της περιόδου στο οποίο ζει, είναι καταδικασμένος να καταστραφεί όση σιδηρά θέληση και αν δείξει.
Εν προκειμένω, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει τόσο τον τουρκικό επεκτατισμό όσο και την ημιεχθρική διάθεση διάφορων «συμμάχων» της, τους οποίους καλώς ή κακώς δεν μπορεί να παραβλέψει τόσο εύκολα. Ας αναλογιστούμε για λίγο την στάση της Γερμανίας. Αποτελεί την πιο οικονομικά εύρωστη χώρα της Ευρώπης, την δένουν ιστορικοί δεσμοί με την Τουρκία, στηρίζει ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας σε αυτήν και την εφοδιάζει με στρατιωτικό οπλισμό. Αν η Ελλάδα ξεδίπλωνε τα χαρτιά της φανερά και δεν προσερχόταν σε άτυπες συζητήσεις, θα έβρισκε μπροστά της την δυσφορία της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και ενδεχομένως της Αμερικής. Όχι ότι τώρα μπορεί να ελπίζει σε μια ευνοϊκότερη στάση, κερδίζει όμως χρόνο τόσο για να αυξήσει το διπλωματικό της εκτόπισμα στην ευρύτερη περιοχή όσο και για να τονώσει το αποτρεπτικό της αποτύπωμα μέσα από μια σειρά εξοπλιστικών προγραμμάτων. Επομένως εικάζω ότι το κλίμα της εποχής δεν ευνοεί την ευθεία αντιπαράθεση με την Τουρκία. Εις επίρρωσιν όσων υποστηρίζω, ας σκεφτούμε μονάχα ότι η υπογραφή ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου δυσαρέστησε βαθύτατα την «σύμμαχο» Γερμανία, ενώ αποτελεί μια διαδικασία που εναρμονίζεται πλήρως με τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου. Εντούτοις η εποχή αυτή ευνοεί την συστηματική προετοιμασία για μια μελλοντική πολεμική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί με επιτυχία αν κερδίσουμε χρόνο και διευρύνουμε τις συμμαχίες μας· ήτοι, οφείλουμε να φερθούμε πονηρά. Επίσης, επειδή ο πόλεμος είναι πάντα απρόβλεπτος, πρέπει όσοι διεγείρουν τα πάθη για άμεση και ευθεία αναμέτρηση με την Τουρκία, δηλαδή να αναλάβει άμεσα την πρωτοβουλία των πολεμικών επιχειρήσεων η Ελλάδα, να υπολογίσουν το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής ήττας και τις πιθανές συνέπειες από αυτήν την δυσάρεστη εξέλιξη. Δεν μάθαμε τίποτα από την Μικρασιατική Εκστρατεία;
Πέραν όμως των αναγκαιοτήτων του διεθνούς στερεώματος πρέπει να συνυπολογιστεί και ο παράγοντας «ελληνική κοινωνία», η οποία δυστυχώς δεν ομονοεί σε αυτό το ζήτημα, ούτε είναι έτοιμη σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης, με έντονη οικονομική δυσφορία, να αναλάβει το βάρος ενός πιθανού πολέμου. Και για να είμαστε τελείως ειλικρινείς, υπάρχουν μέσα στην κοινωνία μας επικίνδυνες τάσεις για την εθνική μας ασφάλεια, περιμένοντας καρτερικά να ασκήσουν την εθνικά επιζήμια πολιτική τους. Να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι, ενώ ελληνική αστυνομία και στρατός πέρσι υπεράσπιζαν την κρατική μας υπόσταση στον Έβρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαδραμάτισε έναν καθόλα ύποπτο ρόλο, υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό κράτος δολοφονεί μετανάστες στον Έβρο· μια ρητορική αναπτυχθείσα από τον μηχανισμό της τουρκικής προπαγάνδας, αμαυρώνοντας εν τέλει με αυτόν τον τρόπο την εικόνα της Ελλάδος στο εξωτερικό.
Το να παρουσιαστείς μονάχα ως λιοντάρι μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη σου να φανείς δυνατός· δεν σε προφυλάσσει όμως από παγίδες. Χρειάζεσαι την αρωγή της αλεπουδίσιας πονηριάς για να τις αποφύγεις, όπως μας διδάσκει η πολιτική ευφυία του Μακιαβέλι: «Ένας ηγεμόνας λοιπόν, εφόσον πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί καλά τη φύση του ζώου, οφείλει να παίρνει ως παράδειγμα την αλεπού και το λιοντάρι, γιατί το λιοντάρι δεν ξέρει να προφυλάγεται από τις παγίδες και η αλεπού δεν μπορεί να προφυλαχτεί από τους λύκους. Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς αλεπού για να αναγνωρίζει τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζει τους λύκους. Εκείνοι που ακολουθούν μόνο την πρακτική του λιονταριού δεν καταλαβαίνουν από πολιτική».
Απόφοιτος του τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών – Μεταπτυχιακό στη Νεότερη Φιλοσοφία – Υποψήφιος Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας