Γράφει ο Κώστας Μπαλατσός

Έτος 2021. Μια χρονιά κομβική για τους Έλληνες, τόσο για την τοποθέτησή μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο όσο και για την τόνωση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Βάζοντας και εγώ το δικό μου λιθαράκι για την επέτειο των 200 χρόνων, θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω την πορεία της εθνικής μας συνείδησης από το Βυζάντιο μέχρι την Επανάσταση του 1821, έχοντας όμως ως βασικό σκοπό να αναδείξω τον δυναμικό ρόλο της παιδείας κατά τα προεπαναστατικά χρόνια.

Επιθυμώ να ξεκινήσω με το Βυζάντιο, αποτελώνταςσημείο αντιπαράθεσης για τους ιστορικούς σχετικά με την ελληνικότητά του. Πράγματι, οι Βυζαντινοί δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες αλλά ως Ρωμαίοι, καθώς η αυτοκρατορία τους ήταν μέρος της άλλοτε ενιαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία είχε χωριστεί στα δύο. Αυτή η τάση των Βυζαντινών δίνει την εντύπωση σε εμάς, που πλέον έχουμε έντονο το στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, ότι η ελληνική συνείδηση βίωσε τον θάνατό της κατά την διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων. Διαφωνώ κάθετα με αυτή την οπτική. Η αυτοσυνειδησία ενός έθνους δεν είναι κάτιστατικόμήτε μια ευθεία γραμμή με αρχή, μέση και τέλος αλλά μια διαδικασία δυναμική. Ο παλμογράφος θα μπορούσε να συμβολίσει με γλαφυρό τρόπο τις διακυμάνσεις που υφίσταται η αυτοσυνειδησία ενός έθνους, την ένταση δηλαδή με την οποία έχει πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Σίγουρα, κατά την περίοδο του Βυζαντίου οχαρακτηρισμός «Έλληνας» είχε χρωματιστεί αρνητικά, αποδίδοντάς τον κυρίως στους πιστούς της αρχαίας θρησκείας. Επομένως, Έλληνας δεν ήταν αυτός που η στάση και ο τρόπος ζωής του, δηλαδή το έθος του, συνυφαίνονταν με τις αξίες του ελληνισμού, ούτε αυτός που κατοικούσε στο προαιώνια ελληνικά εδάφη αλλά εκείνος που ασπάζονταν «τα είδωλα». Παραταύτα, προς τον 15ο αιώνα παρατηρείται μια ανάφλεξη της ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησίας. Ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την υφιστάμενη ταυτότητα σε ένα γράμμα του προς τον Αυτοκράτορα Μανουήλ ΄Β: «Εμείς που μας κυβερνάς και μας ελέγχεις, είμαστε Έλληνες κατά την φυλή, όπως φανερώνει η γλώσσα μας και η προγονική μας παιδεία». Αυτή η οπτική που επιθυμούσε να αναστήσει την χαμένη αίγλη του ελληνισμούμπορεί να μην βρήκε ευεπίφορο έδαφος την εποχή εκείνη, φύτεψε όμως τον σπόρο που άνθισε κατά την διάρκεια των προεπαναστατικών χρόνων. Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, μπροστά στο τραγικό τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ονομάζει την Πόλη «ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων», σαν μια στιγμιαία έκρηξη του άλλοτε υποβόσκοντος ελληνισμού.

Ο σπόρος του ελληνισμού είχε φυτευτεί και έμελλε να βρει την πιο καρποφόρα ανάπτυξή του κατά τα προεπαναστατικά χρόνια. Την ιδέα του ελληνισμού δεν μπόρεσαν να την συστηματοποιήσουν οι χωρικοί ή οι ψαράδες, παρ’ όλο που την δέχτηκαν με ιδιαίτερη θέρμη, αλλά οι λόγιοι Έλληνες του εξωτερικού όπως και οι έμποροι, οι οποίοι λειτούργησαν ως αγωγοί των ιδεών του Διαφωτισμού προς την Ελλάδα. Βέβαια οι ιδέες αυτές μπόρεσαν να καρποφορήσουν με ιδιαίτερη επιτυχία διότι το «πολιτισμικό περιβάλλον» της περιοχής ευνοούσε την σύζευξη με τον αρχαίο κόσμο. Ο απλός κόσμος ήταν συνηθισμένος να βλέπει μνημεία της αρχαιότητας και να περηφανεύεται με μια ευγενική αφέλεια ότι «αυτά είναι έργα των προγονών μας!». Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρατηρούμεμια άνθηση των γραμμάτων στην ελληνική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πυροδότησε το ξέσπασμα της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας.Σχολεία άρχισαν να ιδρύονται το ένα μετά το άλλο· μάλιστα, πολλές μαρτυρίες θέλουν τους δασκάλους της εποχής να δίνουν αρχαιοελληνικά παρατσούκλια στους μαθητές τους, επιθυμώντας να τονίσουν την αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού στο διάβα των αιώνων. Επίσης, περιοδικά όπως ο Λόγιος Έρμης το 1811 έκαναν την εμφάνισή τους στην Διασπορά με βασικό σκοπό την συμφιλίωση με το κλασικό μας παρελθόν· άξιο μνείας είναι το γεγονός της εκδοτικής άνθησης μετά το 1750, με το ενδιαφέρον να στρέφεται κυρίως προς την κλασική αρχαιότητα. Ενδεικτική είναι η μετάφραση των 16 τόμων της Ιστορίας του Rollin· οι αριθμοί πωλήσεων καταμαρτυρούν το ζωηρό ενδιαφέρον των Ελλήνων της εποχής να διαβάσουν όχι για κάτι ξένο ή για κάτι ξεπερασμένο αλλά για τους ένδοξους προγόνους τους, τα έργα των οποίων πέρασαν στην αιωνιότητα, υπομνήσοντας στους νεότερους Έλληνες αλλά και σε όλο τον κόσμο, ότι σε αυτά τα χώματα τέθηκαν τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού. Παρατηρώντας αυτόν τον πνευματικό «παροξυσμό», ο κλασικός φιλόλογος Thierschπρομαντεύει το 1812 την Ελληνική Παλιγγενεσία: «Η αναγέννηση της Ελλάδας και η προσεχής εμφάνισή της στο θέατρο του κόσμου μπορούν λοιπόν άφοβα να προφητευθούν, όπως κάποιος, στην όψη ενός ωραίου χωραφιού, γεμάτου από στάχυα, θα μπορούσε να προαναγγείλει μια πλούσια εσοδεία».

Η παιδεία αναζωπύρωσε με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο την ελληνική συνείδηση.Προφανώς, όταν ομιλούμε περί αναζωπύρωσης, αναφερόμαστε σε κάτι που ήδη υπήρχε αλλά δεν είχε «ξεσπάσει». Επομένως, καμία ελληνικότητα δεν μας επιβλήθηκε αλλά αποτελούσε πάντοτε το ιερό πυρ που σιγόκαιγε στις ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων. Αυτή η μικρή εστία φλόγας εξελίχθηκε σε πυρκαγιά, γεννώντας μέσα από την στάχτη της ένα νέο πολιτικό υποκείμενο: το νεοελληνικό κράτος.