Γράφει ο Θανάσης Μιχαλόπουλος

Ξυλοδαρμοί, κακοποιήσεις, αποκαλύψεις, Ήξεις, αφήξεις ου, εν πολέμω θνήξεις. Θλιβερά γεγονότα έρχονται να κάνουν τη ζοφερή καθημερινότητα του εγκλεισμού ακόμα ζοφερότερη. Δε φτάνει ο οικονομικός μαρασμός, η βαρεμάρα και η αγανάκτηση. Τα τόσα εγκλήματα που γίνονταν «κάτω από τη μύτη» της κοινωνίας δημιουργούν κλίμα απαισιοδοξίας και απαξίωσης των καθημερινών θεσμών. Φυσικά, μάλλον σκόπιμα αποφεύγεται – και αποφεύγετε– να ανοίξει ο διάλογος για το βιασμένο ήθος μας. Τί είναι αυτό; Άμα ήταν μόνο κάτι χαμένο, τότε θα μιλούσαμε για ένα παρελθοντικό συναίσθημα, το οποίο ίσως κάποιοι γέροντες θα θυμόντουσαν (κατά το «Κάποτε υπήρχε και φιλότιμο»). Στην πραγματικότητα, κανένα ήθος δε χάθηκε. Ίσα ίσα το κρατάμε επί τούτου γιατί μας αρέσει να το κακοποιούμε. Ως άλλοι μοιραίοι μάγκες, το σηκώνουμε από το κατάχωμα που το ραπίσαμε για να το φορέσουμε, ωσάν ωραίοι, σωστοί, ηθικοί και αδέκαστοι κριτές του κόσμου.

Ποια ηθική βιάστηκε;

Πρώτα η ηθική της δικαιοσύνης. Τα τελευταία πολλά χρόνια ο θεσμός της δικαιοσύνης καταστρατηγείται από άλλους θεσμικούς και εξωθεσμικούς φορείς. Η δε εμπιστοσύνη του λαού απέναντι στο δικαστικό σώμα έχει πέσει κατακόρυφα, αφού πλέον είναι σίγουρος ο θυμόσοφος λαός πώς η δικαιοσύνη τυγχάνει πέραν τυφλής και αναίσθητης, άχειρης, άκαρδης και άδοξης.

Νόμοι κυβερνούν το κράτος ή κράτος κυβερνά τους νόμους (;),

θα αναρωτηθεί ο κυνικός του σήμερα περιπλανώμενος στο Σύνταγμα, αφού του πήρανε το σπίτι, για να λάβει ένα δώρο αξίας 300€ για αδικαιολόγητη μετακίνηση. Ποιος νόμος έχει ηθική αξία, αν δεν έχει ηθοπλαστική διάσταση;

Και πού χάθηκε η διάπλαση του ήθους; Χάθηκε και αυτή η τάλαινα μέσα στον δριμύ ξενισμό μας, σε αυτό το τάχα μου που εναρμονιζόμαστε με τους πολιτισμένους, φορώντας ένα προτεσταντικό, τιμωρητικό δίκαιο που ποτέ δε μας έκανε και δεν μας κάνει. Οι νόμοι σταμάτησαν προ πολλού να πλάθουν τους ανθρώπους στην Ελλάδα. Και απορούμε γιατί δεν υπάρχει δίκιο, ακόμα, και ποτέ δεν καταλάβαμε τελικά τί έλεγε αυτή η δόλια η Αντιγόνη..!

 

Βιασμένη Ηθική Παιδεία. Πας σχολείο για να δώσεις εξετάσεις. Είσαι καλός μαθητής, είσαι κακός μαθητής κανένα δε νοιάζει. Σκοπός είναι να διδαχθείς Καβάφη γιατί είναι στην ύλη, όχι για να δει η ψυχή σου τί ζητεί και για ποιά -άλλα- κλαίει. Στο σχολείο σου, τετραγωνίζεται η σκέψη μεθοδικά για να ταιριάζει με των υπολοίπων, θιασώτες μιας κακής κοινωνικοποίησης.

Και εκεί που ο δάσκαλος μαλώνει ένα δυσλεκτικό παιδί επειδή δεν έμαθα το μάθημα απέξω ο κόσμος σιωπά, το λέει κουτό η άλλη μαμά – η ενεργή μαμά του «δικού της παιδιού»-.

Αλίμονο, δεν ξέρουν πώς θες τουλάχιστον τρία χρόνια να πάρεις ένα χαρτί για να σωθεί η ψυχή του παιδιού. Σάμπως νοιάζει κανέναν;

Βιασμένη Καθημερινότητα. Καθημερινός βομβαρδισμός μηνυμάτων και νορμών που σκοπό έχουν να ομαδοποιήσουν κενούς ανθρώπους σε τεράστιες κατηγορίες. Καθημερινό αλαλούμ εργασιομανίας, ανταγωνισμού, άοκνης προσπάθειας πλουτισμού και επιδειξιμανίας. Ακόμα σοβαρότερος ο κίνδυνος των τόσο πολλών «ειδήμονων» που καραδοκούν να σου πουν την απελευθερωμένη άποψή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Δε σου αρέσει η γιαγιά σου που σου ανάβει ένα κεράκι για να είσαι καλά, δεν κολλά στη «μενταλιτέ» του τώρα. Κρίμα. Γιατί η γιαγιά αγράμματη, ή κολλημένη, μεγάλωσε με αυτό, έχει μια βάση, ένα αποκούμπι. Εμείς που τα πετάξαμε όλα στη δύσκολη στιγμή, πού θα βρούμε Θεό (γαλήνη) στο ίνσταγκραμ;

Γλώσσα βιασμένη και αμαυρωμένη, χτυπημένες αξίες, διαλυμένη καθημερινότητα και δικαιοσύνη χωρίς δίκαιο. Μιλά ο κόσμος και -λένε- ανοίγουν στόματα για πράγματα ανήκουστα – ανατριχιαστικά. Όλα τα παραπάνω τα ξέραμε, τα ξέρουμε και τα ζούμε, μα είναι ένας διάλογος που κανείς δε θα σηκώσει το πανί της μονομαχίας. Φόβος, αβουλία ή βόλεμα πολλών; «Έλα μωρέ, εμείς θα τα φτιάξουμε αυτά;» ακούγεται πίσω από μια δυναμωμένη τηλεόραση του πράιμ τάιμ.

Άβουλοι, μοιραίοι και αντάμα – Πέθανε παιδιά ο Βάρναλης – πάλι δεν ήρθε και το θαύμα! Σε μια κοινωνία τόσο κακοποιημένη και τόσο κακοποιητική μόνο λίγα πράγματα έχουν βγει στο φως. Το σκοτάδι μας άρεσε, όπως σε κάθε τυφλοπόντικα άλλωστε. Όσοι βγήκαν απ’ το σπήλαιο -μη γελιέστε- δε γύρισαν ποτέ.

ΥΓ.: 8 του Μάρτη ημέρα συγγραφής. Μας λέει η μάνα «Εγώ καλά παιδιά να είστε θέλω, τα άλλα δε με νοιάζουν». Και έτσι μας υποχρέωσε να γίνουμε άνθρωποι, να κρατάμε αγκάθια και να προσφέρουμε ρόδα. Να μη γίνουμε Λιγ(ν)διάρηδες (sic. Ατοπήματα του πληκτρολογίου…).