Γράφει η Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για την επιχειρηματικότητα των γυναικών αποτελεί ζήτημα τα τελευταία χρόνια, επειδή δεν συμφωνούν όλα τα κράτη μέλη σχετικά με το ζήτημα. Για παράδειγμα, κάποιοι εστιάζουν στους αυτοαπασχολούμενους, ενώ άλλοι περιλαμβάνουν τους ελεύθερους γιατρούς εντός της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποιεί γενικά τον ακόλουθο ορισμό:

Η επιχειρηματικότητα των γυναικών αναφέρεται σε επιχειρήσεις στις οποίες το 51% της περιουσίας ανήκει σε μια γυναίκα και η διεύθυνση εκτελείται από μια γυναίκα.

Η συμβολή των γυναικών στην οικονομική δραστηριότητα αυξάνεται συνέχεια στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Μάλιστα, η  ενθάρρυνση τους αποτελεί για πολλές χώρες πακέτο πολιτικών αποφάσεων που στοχεύουν στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού τους δυναμικού, στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην προώθηση συνθηκών ισότητας μεταξύ των φύλων.

Σύμφωνα με την πρόεδρο του Συνδέσμου Επιχειρηματιών Γυναικών Ελλάδας (ΣΕΓΕ), η γυναικεία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω σε σχέση με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε, εξαιτίας των ανισορροπιών στο συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, με κύριο ανασταλτικό παράγοντα τις ανεπάρκειες που παρουσιάζονται στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης των παιδιών και των αδυναμιών στην εξεύρεση κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση μιας επένδυσης.

Η έξαρση της πανδημίας του COVID 19 διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων το οποίο ενισχύει σημαντικά την έννοια της γυναικείας επιχειρηματικότητας. Η τηλεργασία αν και αποτέλεσε αποτελεσματικό περιοριστικό μέτρο για την αναχαίτιση του κορωνοϊού, δεν είναι μία τάση που θα ξεπεραστεί αφού αποδεικνύεται ότι οι εργαζόμενοι είναι πιο αποδοτικοί όταν εργάζονται από το σπίτι. Μετά τη δημιουργία του νομοθετικού πλαισίου για την τηλεργασία θα έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται  χωρίς να παραμελούν τα οικογενειακά τους καθήκοντα.

Η τεράστια, αντίστοιχα, αυξητική τάση που παρουσιάζει ο ρυθμός ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου (107% ) σε σχέση με το 2019 αποτελεί μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για μια νεοσύστατη εταιρεία να αναπτυχθεί ακόμα και σε μία τόσο μεγάλη κρίση. Και αυτό γιατί οι  καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν ραγδαία και οι καταναλωτές υιοθετούν τις online αγορές ως βασικό πυλώνα της αγοραστικής τους συμπεριφοράς.

Με τα χρηματοδοτικά εργαλεία να αυξάνονται μειώνεται σημαντικά η αβεβαιότητα που βιώνουν πλήθος γυναικών η οποία και αποτελεί σημαντικό τροχοπέδη για την επιχειρηματική τους ανάπτυξη.

Τέτοια προγράμματα είναι, η ανταγωνιστική οικονομία και ψηφιακή μετάβαση (θα δεσμευτούν πόροι σε ποσοστό 20,3%), τα προγράμματα ΕΣΠΑ και τα δωρεάν προγράμματα εκπαίδευσης για τη βελτίωση ψηφιακών δεξιοτήτων των γυναικών.

Το πρώτο αφορά τη διασύνδεση της έρευνας με τον παραγωγικό ιστό της χώρας, την προσαρμογή της ελληνικής βιομηχανίας στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον με τη δημιουργία αξίας σε όλα τα πεδία του επιχειρείν, την ενδυνάμωση της καινοτομικής ικανότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας. Ο στόχος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων (τωρινό πρόγραμμα ΕΠΑνΕΚ) ενισχύεται συνολικά περίπου κατά 50%, με μεγάλο μέρος των κοινοτικών πόρων να κατευθύνεται στο νέο επιχειρησιακό πρόγραμμα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Τα δεύτερα αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ίδρυσης νέων επιχειρήσεων από γυναίκες, σε όλους σχεδόν τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερος στόχος είναι η στροφή της αναπτυσσόμενης στη χώρα επιχειρηματικότητας από επιχειρηματικότητα ανάγκης σε επιχειρηματικότητα ευκαιρίας. Τέλος, το πρόγραμμα για την ψηφιακή εκπαίδευση που θα πραγματοποιηθεί από το Επαγγελματικό Επιμελητήριο για το έτος 2021, έχει ως βασικό στόχο την εξοικείωση των γυναικών με το ηλεκτρονικό επιχειρείν.

Αυτό που γίνεται κατανοητό από την αναδίπλωση του ζητήματος είναι το γεγονός πως τα εργασιακά – επιχειρηματικά προβλήματα, όπως αυτά ενδυναμώνονται από την υγειονομική κρίση είναι ζητήματα που αφορούν όλους, άντρες και γυναίκες. Η ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο είναι το γεγονός πως λιγότερες γυναίκες βρίσκονται να διαθέτουν τη δική τους επιχείρηση και αυτό είναι γεγονός που απορρέει σαφώς και από τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και από την δική τους βούληση.