Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλατσός

Το 2021 αποτελεί μια χρονιά – σταθμό για το νεοελληνικό κράτος και τον ελληνισμό γενικότερα. Συμπληρώνονται αισίως 200 χρόνια από την Ελληνική Παλιγγενεσία, απόρροια της οποίας ήταν η δημιουργία του νέου πολιτικού υποκειμένου που θα στεγάσει το ελληνικό έθνος και θα ενσαρκώσει τις φιλοδοξίες του. Καθώς πολλοί αναστοχάζονται τους δύο αιώνες ζωής του νεόδμητου ελληνικού κράτους, καταλήγουν στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι η «Ελλαδίτσα» δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στο ένδοξο παρελθόν της. Μάλιστα, θεωρώ την τάση της προγονοπληξίας άμεσο επιγέννημα της προαναφερθείσας απαισιοδοξίας. Πολλοί σύγχρονοι Έλληνες ανατρέχουν μανιωδώς στο αρχαίο ένδοξο παρελθόν μας για να βρουν καταφύγιο από τον -κατ’ αυτούς- αποσαθρωμένο κόσμο της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι πράγματι έτσι τα πράγματα; Για να αξιολογήσουμε με σωστό τρόπο την πολιτική και πολιτισμική παρουσία του ελληνικού έθνους τα τελευταία 200 χρόνια, πρέπει να γίνουν ορισμένες βασικές επισημάνσεις, ώστε να αποσαφηνιστεί ο χωρόχρονος μέσα στον οποίο αναδύθηκε το νεοελληνικό κράτος.

Ο σύγχρονος κόσμος σημαδεύεται από ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις και εννοιολογικούςμετασχηματισμούς. Τα έθνη τους τελευταίους αιώνες βίωσαν κοσμοϊστορικές αλλαγές, οι οποίες επηρέασαν αυτομάτως τον τρόπο που αυτά ερμηνεύουν τον κόσμο. Ζούμε μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αποτελούμενο κυρίως από μια ποικιλομορφίαεθνών – κρατών, τα οποία τοποθετούνται με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο μέσα στην νέα πραγματικότητα. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος δεν προέκυψε ξαφνικά αλλά αποτελεί επακόλουθομιας μακρόχρονης διαδικασίας. Φαντάζομαι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την επίδραση που έχει στους πολιτικούς θεσμούς μιας χώρας ή στην αυτοσυνειδησία της η πρόσβασή της σε ένα πλούσιο εννοιολογικό οπλοστάσιο προερχόμενο από μια ενιαία πολιτική παράδοση. Οι πιο προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου είχαν το πλεονέκτημα της πρόσβασης ακριβώς σε αυτό το εννοιολογικό οπλοστάσιο, το οποίο σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι προήλθε από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό.

Ένα πλούσιο εννοιολογικό οπλοστάσιο εμπλουτίζει τα ερμηνευτικά αντανακλαστικά του εκάστοτε λαού, ώστε τον καθιστά ικανό όχι μονάχα να επιβιώσει από τις προκλήσεις που προκύπτουν αλλά και να μετατρέψει τα βιώματά του σε πολιτισμό. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είχε την τύχη να βιώσειεις βάθος αυτές τις εννοιολογικές ζυμώσεις της Κεντρικής Ευρώπης. Όσο καιρό οι λαοί εκείνοι δημιουργούσαν φιλοσοφία, τέχνες, λογοτεχνία και γενικότερα εμπλούτιζαν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο τον δυτικό πολιτισμό, οι Έλληνες βρίσκονταν υπό τον ζυγό της απηνούς ανάγκης. Όπως υπογράμμιζε ο Πλούταρχος την πλήρη αδυναμία των Ελλήνων μέσα στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γράφοντας ότι «η τύχη δεν μας έχει αφήσει κανένα βραβείο να διεκδικήσουμε», έτσι και ο ελληνισμός δεν μπόρεσε να δρέψει τους υγιείς καρπούς των εποχών εκείνων, νιώθοντας βαθιά στο πετσί του το μαχαίρι της άτεγκτης ιστορικής επανάληψης. Για να καταλάβει κανείς την σημασία των αιώνων που χάθηκαν, αρκεί να διαβάσει ένα απόσπασμα από τα Σημειώματα στο Περιθώριο του ποιητή μας Κωστή Παλαμά: «οι άλλοι λαοί αγωνίζονται με το έτοιμο του λόγου τους όργανο (την γλώσσα δηλαδή) κι εξετάζουν και ψάχνουν τα πιο μεγάλα προβλήματα της φύσης και της μεταφυσικής, της ζωής και της τέχνης. Δημιουργούν και μαστορεύουν με το όργανο τούτο την επιστήμη, την ομορφιά, την αρετή. Κι εμείς ακόμα καταγινόμαστε να σκαρώσουμε τ’ όργανο που μια μέρα θα καταστήσει δυνατό και για μας το πλάσιμο τούτων όλων. Για τ’ όργανο ακόμα πολεμούμε. […] Αιώνες είμαστε πίσω».

Το 1821 το Ελληνικό Γένος αποτίναξε τα δεσμά του Οθωμανικού ζυγού και επεδίωξε την επανατοποθέτησή του μέσα στο θέατρο του κόσμου. Ο Ελληνισμός βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με τις κατακλυσμιαίες αλλαγές της σύγχρονης εποχής. 400 και πλέον χρόνια αφάνειας εμφανίστηκαν μπροστά του έτοιμα να τον καταπιούν, αν και στα προεπαναστατικά χρόνια οι ιδέες του Διαφωτισμού είχαν ήδη αρχίσει να διαχέονται στην ελληνική περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Θα περίμενε κανείς ότι αυτό το μικρό -και άλλοτε σκλαβωμένο- έθνος δεν θα καταφέρει να βρειτον δρόμο του στην σύγχρονη εποχή και ότι αυτή την φορά θα χαθεί στην άβυσσο της ιστορικής λήθης. Έχοντας βαθιά ριζωμένο μέσα μας το αίσθημα του ιστορικού πεπρωμένου, καταφέραμε να χτίσουμε τον δικό μας κόσμο μ’ όλα τα στραβά και τα κακά του εν μέσω της πιο πολυτάραχης περιόδου της ιστορίας. Το τραγικό στοιχείο της ζωής των νεοελλήνων έγκειται στην συνεχόμενη ανασφάλεια για την Ελευθερία μας· μια Ελευθερία που κλυδωνίζεται συχνά, καθώς η γεωγραφική θέση της χώρας μας δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό.  Ωστόσο οι δυσκολίες, οι καταστροφές και οι συμφορές δεν μας έβλαψαν σε σημείο να συρρικνωθούμε πολιτισμικά αλλά οδήγησαν σε μια πνευματική άνθηση, αποτυπωμένη μέσα στα ποιήματα των Ελλήνων λογοτεχνών, θυμίζοντας τους στίχους του αγαπημένου μου Καρυωτάκη «κάνε τον πόνο σου άρπα και γίνε σαν αηδόνι». Οι Έλληνες, επιβεβαιώνοντας την φήμη ότι είμαστε ένας λαός μουσικός, με έντονο το τραγικό στοιχείο στην κοσμοαντίληψή μας, τραγουδήσαμε τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις προαιώνιες ελληνικές περιοχές της Μικράς Ασίας, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Μακεδονικό Αγώνα, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Ποιός ξεχνά τον Κωστή Παλαμά και το πάθος του για τον ελληνισμό; Ποιος ξεχνά τον δελφικό Σικελιανό;Την νοσταλγία του Σεφέρη; Την εξύμνηση του Ανθρώπου και τον Έρωτα του Αιγαίου από τον Ελύτη; Την αυτοκατάφαση του Καζαντζάκη; Τον θρήνο του Καζαντζίδη; Τις Βυζαντινές αποχρώσεις της μουσικής του Θεοδωράκη; Κόντρα σε μια απαισιόδοξη οπτική και σε μια αρνητική αξιολόγηση του νέου ελληνισμού, εγώ θα τολμήσω να πω, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική περίοδο που διανύουμε, ότι ναι λοιπόν, καλά τα πήγαμε!