Γράφει ο Νίκος Λεγάκης

Πέρασαν 200 χρόνια από την ημέρα που ξεκίνησε να δημιουργείται αυτό που έφτασε σήμερα να ορίζεται ως «νεοσύστατο ελληνικό κράτος». Σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσα σε αυτά τα 200 χρόνια πραγματοποιήθηκαν αμέτρητα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας και διαμόρφωσαν τα σημερινά δεδομένα ως έχουν. Η βιομηχανική επανάσταση, η άνοδος και η πτώση του κομμουνισμού, οι 2 Παγκόσμιοι πόλεμοι, η επικράτηση του καπιταλισμού, η δημιουργία της Ε.Ε., είναι μόνο μερικά από αυτά που δημιούργησαν το σήμερα. Ο κοινός παρονομαστής σε όλα ήταν το ότι για κάθε ένα ξεχωριστά έπρεπε να ωριμάσουν οι συνθήκες για να πραγματοποιηθεί. Άλλωστε και η ελληνική επανάσταση ξεκίνησε, διατηρήθηκε και εν τέλει επικράτησε καθώς οι συνθήκες εκείνης της χρονικής περιόδου ήταν τέτοιες που ευνοούσαν μια τέτοια εξέλιξη. Επομένως, το δεδομένο είναι πως όσο ωριμάζουν οι συνθήκες τόσο θα προκαλούνται αλλαγές.

Θα πιαστώ από το τελευταίο παράδειγμα που αναφέρω και σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση.. Είναι αξιοσημείωτο το πώς κατάφερε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα να δημιουργηθεί στις στάχτες του Β’ Π.Π. και να εξελιχθεί , δεδομένων των διαφορών (γεωγραφικών, πολιτισμικών, οικονομικών) που υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό που για κάποιους (π.χ. Μεγάλη Βρετανία) ήταν απλά μια παγκοσμίως πολύ ισχυρή κοινή αγορά, μπόρεσε να μετατραπεί σε μια κοινωνία με παγκόσμια δύναμη η οποία προωθεί τις Δημοκρατικές και πανανθρώπινες αξίες.

Σε αυτό όμως δεν έφτασε από την μια μέρα στην άλλη. Το πρώτο βήμα έγινε ήδη από το 1951 και την ΕΚΑΧ (Συνθήκη των Παρισίων), με την ένταξη της Γερμανίας σε αυτό το εγχείρημα. Οι Ευρωπαίοι με αυτό τον τρόπο έδειξαν εξ’ αρχής την διάθεση τους να αφήσουν τα του παρελθόντος εκεί που τους αρμόζει να βρίσκονται και να συνεχίσουν κοιτώντας το αύριο. Το 1952 το σχέδιο Pleven έκανε λόγο για την δημιουργία αμυντικής συνεργασίας στα πλαίσια ενός Ευρωπαϊκού στρατού. Το εγχείρημα ωστόσο δε προχώρησε καθώς θεωρήθηκε πάρα πολύ πρόωρο, δεδομένου πως ο Β’ Π.Π. έληξε μόλις 7 χρόνια πριν . Ήταν όμως εξαιρετικά σημαντικό το ότι υπήρχε μια τέτοιου είδους φωνή καθώς καταδείκνυε τον τρόπο με τον οποίο σκόπευε να πορευθεί η Ένωση.

Πηγαίνοντας στο σήμερα, παρατηρούμε πως ύστερα από πολλές αναποδιές και ζυμώσεις η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εξελιχθεί σε κάτι πολύ σπουδαιότερο και μεγαλύτερο. Κάτι το οποίο βρίσκεται σε πορεία προσέγγισης του σχεδίου Pleven. Ουσιαστικά, πρόκειται για τα βήματα που πραγματοποιούνται με σκοπό την εμβάθυνση της Ένωσης που έχει ως απόλυτο στόχο την Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι αντιδραστικές φωνές ως προς την εμβάθυνση, ωστόσο, ακόμα και σήμερα παραμένουν, παρόλα αυτά έχουν αρχίσει να χάνουν την ισχύ που είχαν αποκτήσει την προηγούμενη 10ετία στο βωμό της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αποτέλεσμα των πρόσφατων ολλανδικών εκλογών που μείωσε την δύναμη του ακροδεξιού Wilders στο 10.8% (13.1% συγκέντρωσε στις εκλογές του ’17) και η στροφή της Ιταλίας που πλέον έχει για πρωθυπουργό τον «Ευρωπαίο» Μάριο Ντράγκι -.

Γιατί όμως έχουν αρχίσει οι αντιευρωπαϊκές και λαϊκιστικές φωνές να χάνουν την δύναμη τους σε ενωσιακό επίπεδο;

Οι συνθήκες είναι αυτές που ευνοούν και πάλι την Ένωση να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Τα γεγονότα σε Γεωργία και Ουκρανία το 2008 και το 2014 αντίστοιχα, η κατ’ επέκτασιν «Συμφωνία Σύνδεσης» μεταξύ Ε.Ε. και Ουκρανίας (τέθηκε σε ισχύ το 2017) και το Brexit έδωσαν στον – σημαντικό για την Ευρώπη – Γαλλογερμανικό άξονα μια νέα πυγμή, καθώς είχε ατονήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έπειτα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μεγάλοι παίκτες γίνονται όλο και πιο επιθετικοί ενώ η Ευρώπη βρίσκεται σε δημογραφική και οικονομική συρρίκνωση. Συγκεκριμένα, σε λίγα χρόνια μέσα στη δεκάδα με τις μεγαλύτερες οικονομίες παγκοσμίως θα βρίσκεται μόνο η Γερμανία, ενώ αυτή τη στιγμή μέλη της δεκάδας είναι και η Γαλλία, η Ιταλία καθώς επίσης και η Βρετανία (μέχρι πρόσφατα μέλος της Ε.Ε.). Παράλληλα, από τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας απορρέει πως η Ένωση αυτή τη στιγμή καταλαμβάνει το 15.3% (2020) του παγκόσμιου ΑΕΠ, το οποίο όμως μέχρι το 2025 θα έχει πέσει στο 14.1% και ταυτόχρονα το κινέζικο μερίδιο σήμερα ανέρχεται σε 18.56% (2020) με προοπτική να ανέβει στο 20.18% το 2025. Με βάση τα προαναφερόμενα, ποιος μπορεί να θεωρήσει πως υπάρχει άλλος δρόμος πέραν της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, σκεπτόμενος ότι υπάρχουν πλέον εταιρείες που η αξία τους είναι μεγαλύτερη από το ΑΕΠ της χώρας τους (π.χ. Samsung σύμφωνα με το statista), ή που μπορούν να μπλοκάρουν τον πλανητάρχη (πρώην πλέον) από της πρόσβαση του στα social media;

Όλα τα παραπάνω, είναι δεδομένα που ωριμάζουν την ανθρώπινη σκέψη και συνθήκες που ενισχύουν (Γαλλογερμανικός άξονας) και επιβάλλουν (οικονομικές εξελίξεις) την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό το επιχείρημα ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν συμπεριλάβουμε το γεγονός πως μικρότερες χώρες της Ένωσης θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες πρόσβασης σε σημαντικά αγαθά όπως για παράδειγμα τα εμβόλια για τον Covid-19 (θα μπορούσε η Ελλάδα να προμηθευτεί εμβόλια σε τέτοιες ευνοϊκές τιμές και με τέτοια ταχύτητα, αν δεν είχε παραχωρηθεί η αρμοδιότητα διαπραγμάτευσης στην Ε.Ε.; ) ή αν αναλογιστούμε το πόσο επιβαρυμένη βγαίνει η κάθε εθνική οικονομία εντός Ε.Ε. από την συντήρηση ενός εθνικού στρατού[1]. Επομένως, αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους οι αντιευρωπαϊκές και λαϊκές φωνές έχουν αρχίσει μια σταδιακή υποχώρηση.

Οι συνθήκες φαίνονται ώριμες, ο δρόμος δείχνει να είναι ανοιχτός για ένα μεγάλο βήμα της Ένωσης και όχι την συνηθισμένη step by step τακτική που ακολουθείται ως επί τω πλείστον από το 1952 ως και σήμερα. Ίσως να ήρθε η ώρα, 200 χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, να κάνει η Ένωση το δικό της «επαναστατικό» βήμα και να αντιμετωπίσει τα πραγματικά ζητήματα και τις παθογένειες που την πηγαίνουν πίσω ως προς τον σκοπό για τον οποίο είναι προορισμένη και δεν είναι άλλος από την θέση της ως ρυθμιστή των γεγονότων . Ένα βήμα που θα της δώσει νέα ώθηση για τις μελλοντικές προκλήσεις που κοντοζυγώνουν.

[1] Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2017 σημείωσε πως λόγω των διαφορετικών εθνικών στρατών το συνολικό κόστος επιβαρύνσεων των κρατών μελών ανέρχεται στα 25 με 100 δις Ευρώ ετησίως. Ποσό το οποίο θα μειωνόταν κατά 30% τουλάχιστον σε περίπτωση συνεργασίας των κρατών μελών.