Το Politically Incorrect παρουσιάζει έναν νέο κύκλο συνεντεύξεων που εξιστορούν τα γεγονότα της «Εθνικής Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ)» μέσα από τα μάτια επιφανών στελεχών της που αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν με στόχο την ανεξαρτησία της νήσου και την Ένωση της με την μητέρα Ελλάδα.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου, ή όπως ονομαζόταν τότε Συμμοριτοπολέμου, ο Κύπριος Στρατιωτικός Γεώργιος (Διγενής) Γρίβας αποφάσισε να οργανώσει την ΕΟΚΑ (1955-1959), η οποία απέβλεπε στην ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση της Κύπρου, στην απαλλαγή από τον Βρετανικό ζυγό και την τελική Ένωση της με την Ελλάδα.
Η ΕΟΚΑ οργανώθηκε και έδρασε περισσότερο ως αντάρτικη ομάδα, ανδρωμένη από Κυπρίους που δρούσαν κάτω από τις εντολές του Διγενή.
Ο Ρένος Λυσιώτης, ο άνθρωπος με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο «Μαρτίνος», που έδρασε ως οργανωτικό στέλεχος της ΕΟΚΑ και κατάφερε να επιφέρει σοβαρά πλήγματα στους Βρετανούς, την ίδια ώρα που υπερασπιζόταν νομικά τους Πολιτικούς Κρατουμένους, μας αναλύει την Ιστορία και τα βιώματα του από την περίοδο δράσης της ΕΟΚΑ, βιώματα που συνοψίζονται σε μερικές περιγραφικές σελίδες που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα βασανιστήρια που υπέστη και τον εγκλεισμό του ως ο Κρατούμενος D.P. 743.
Ερώτηση: Πως βρεθήκατε στις τάξεις της ΕΟΚΑ;
Απάντηση: Είμαι ο Ρένος Λυσιώτης, γεννήθηκα στη Λάρνακα, αλλά με την οικογένεια μετοίκισα σε ηλικία 2 χρόνων στη Λευκωσία. Σπούδασα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και ακολούθως μετέβηκα στο Λονδίνο για να σπουδάσω Νομικά. Πήρα το δίπλωμα του δικηγόρου το 1955 και επέστρεψα στην Κύπρο χωρίς να είμαι μέλος της Οργάνωσης, μέλος της ΕΟΚΑ, αλλά και εις το Λονδίνο όταν ήμουν φοιτητής έκανα διαδηλώσεις για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έξω από το 10 Downing Street και έπαιρνα μάλιστα μια κοπέλα Αγγλίδα, της έβαζα χειροπέδες και βγαίναμε έξω από την κατοικία του Πρωθυπουργού και φωνάζαμε: «Ένωσις, Ελευθερία».
Όταν επέστρεψα στην Κύπρο πήγα μαθητευόμενος δικηγόρος στο γραφείο του Ιωάννη Κληρίδη, πατέρα του Γλαύκου Κληρίδη, του μετέπειτα προέδρου της Κύπρου και αργότερα άνοιξα, μετά από 2-3 μήνες, το δικό μου γραφείο στην πλατεία δικαστηρίων στη Λευκωσία.
Μια μέρα, πήρα τηλέφωνο από το καθηγητή των θρησκευτικών, τον Παπασταύρου, ο οποίος ήταν στρατολόγος της ΕΟΚΑ την εποχή εκείνη, με κάλεσε κοντά του, ήταν ο καθηγητής μου στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και μου είπε: «Παιδί μου, ξέρω τα αισθήματα σου, ξέρω την αγάπη σου για την πατρίδα και την Ελλάδα και θέλω να προσφέρεις την βοήθεια σου». «Τι θέλεις πάτερ μου;», «Θέλω να σου στέλνω οικογένειες των συλληφθέντων αγωνιστών και να προσπαθείς να υπερασπίζεις στα δικαστήρια ή οπουδήποτε χρειάζεται τους αγωνιστές που συλλαμβάνονται» και μου τόνισε: «Αμισθί! Ούτε γρόσι δε θα παίρνεις». Από εκεί ξεκίνησα.
Ερώτηση: Μέχρι τότε η άποψη σας για τον Διγενή, ποια ήταν;
Απάντηση: Άγνωστος! Δεν ήξερα ποιος ήταν. Ο Διγενής ξεκίνησε έναν αγώνα για την Ένωση, με συνάρπαζε το θέμα, αλλά δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ή τι έκανε. Αυτό έγινε αρκετό καιρό είτε μόνος μου, είτε με τη βοήθεια του Γλαύκου Κληρίδη ή με τη βοήθεια άλλων δικηγόρων, άρχισα να υπερασπίζομαι τους συλλαμβανόμενους αγωνιστές στη Ομορφίτα, στα δικαστήρια, η Ομορφίτα ήταν το Κέντρο Ανακρίσεων και ούτω κάθε εξής.
Μια ημέρα και ενώ ήμουν στο γραφείο, στο δικηγορικό μου γραφείο, σταματά απ’ έξω ένα αυτοκίνητο με έναν οδηγό και με έναν νεαρό μέσα, κατεβαίνουν, έρχονται μέσα, «Είσαι ο Ρένος Λυσιώτης;», «Ναι!», «Έλα μαζί μας». Δε ρώτησα γιατί και ούτε ήξερα που πηγαίναμε, απλά θεώρησα ότι ήταν κάποιοι, να με πάρουν για να γνωρίσω κάποιους συλλαμβανόμενους για να τους υπερασπίσω στο δικαστήριο.
Αντ’ αυτού, με πήραν στην Ιερατική Σχολή της Λευκωσίας και εκεί ο Αρχιμανδρίτης Λευκωσίατης μου είπε ότι: «Παρακολουθεί ο Αρχηγός τη δράση σου, μπράβο και θέλουμε να γίνεις μέλος της ΕΟΚΑ, εάν θέλεις πρέπει να ορκιστείς». Έβαλα το χέρι μου στο ιερό Ευαγγέλιο, ορκίστηκα και από τότε μέχρι σήμερα ζω και πιστεύω για αυτό το σκοπό.
Μου έδωσε το ψευδώνυμο, το πρώτο ψευδώνυμο «Μαρτίνος» και μου είπε: «Ότι θα αναλάβεις τον τομέα της νεολαίας Λευκωσίας και σε λίγες μέρες θα πάρεις οδηγίες από τον Αρχηγό, αλλά εντωμεταξύ θα προσεγγίσεις τον οδοντίατρο Λουκή Παπαστράτη για να σου δώσει τις πρώτες κατευθυντήριες οδηγίες».
Πράγματι πήγα την επομένη να ψάξω για να βρω τον οδοντίατρο, τον Λουκή Παπαστράτη, ο οποίος ήταν και γνωστός και φίλος μου. Δυστυχώς είχε συλληφθεί πριν 1-2 μέρες και έτσι ήμουν Αρχηγός Νεολαίας χωρίς κανέναν και χωρίς να γνωρίσω κανένα.
1-2 μέρες μετά έρχεται μία νεαρή κοπέλα στο γραφείο, σύνδεσμος του Αρχηγού μαζί μου, μία κοπέλα γιατί οι σύνδεσμοι τότε ήταν κοπέλες θεοσεβούμενες της «ΟΧΕΝ», της «Ορθόδοξης Χριστιανικής Ένωση Νέων και μου φέρνει ένα φακελάκι, ανοίγω το φακελάκι, γράμμα από τον Αρχηγό που με καλωσορίζει στην οργάνωση και μου δίδει την πρώτη εντολή: «Αύριο η Λευκωσία να γεμίσει με συνθήματα, Ζήτω η ΕΟΚΑ, Ζήτω η Ελευθερία, έξω οι Άγγλοι, Ζήτω η Ένωσις». Τρόμαξα! Πως να εκτελέσω τη διαταγή; Μόνος! Δεν είχα κανένα… Άρχισα να ψάχνω τι να κάνω.
Εκεί που σύχναζα σε ένα σωματείο είχε έναν οδηγό ταξί που πολύ συχνά μιλούσαμε για τον αγώνα, για τα γεγονότα, οπότε λέω πρέπει να εμπιστευτώ κάποιον. Πήγα, τον βρήκα και του λέω: «Ανδρέα μου θέλω να με βοηθήσεις, θέλω να μου φέρεις άσπρη μπογιά και 2-3 βουρτσάκια». Δε μου είπε τίποτα, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Σε λίγο θα τα έχεις».
Έφυγα από εκεί και θυμήθηκα ότι υπήρχε ένας υφασματέμπορος στη Λευκωσία, μεγάλος άνθρωπος, ο οποίος μου είχε κάποτε εκμυστηρευτεί ότι τον καιρό της Ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα, ήταν μέλος μιας οργάνωσης που φώναζαν Αντί-Φασιστικά συνθήματα με τηλεβόες, με έντυπα φυλλάδια και τα λοιπά.
Πήγα και τον βρήκα και του είπα: «Θυμάσαι που μου μίλησες για το τι έκανες στον καιρό της Κατοχής;», μου λέει: «Ναι, τι συμβαίνει;», «Θέλω να επαναλάβεις το ίδιο πράγμα». Δέχτηκε και έτσι εγώ, ο σοφέρ και ο φίλος αυτός ο κύριος, αφού βρήκαμε 1-2 άλλους βοηθούς, το άλλο βράδυ γεμίσαμε τη Λευκωσία με τα συνθήματα. Σε λίγες μέρες μπόρεσα και οργάνωσα τις ομάδες, είχα 1 ομάδα από 200 μαθητές, όλο το σχολείο της Λευκωσίας και άλλους 80 εργαζόμενους νέους. Έτσι μπορούσα πια να εκτελέσω κάθε διαταγή του Αρχηγού, χωρίς το πρόβλημα της πρώτης διαταγής του.
Ερώτηση: Μου είπατε προηγουμένως πως αναλαμβάνετε την υπεράσπιση κρατουμένων στις φυλακές, δεν είχατε φοβηθεί για τη ζωή, δεν είχατε φοβηθεί μήπως σας κυνηγήσουν οι Άγγλοι για τον πολύ απλό λόγο πως υπερασπιζόσασταν τους ανθρώπους που οι Άγγλοι τους θεωρούσαν «Τρομοκράτες»;
Απάντηση: Πολύ σωστή ερώτηση. Βέβαια! Αλλά από την ώρα που είχα βάλει το χέρι μου στο Ευαγγέλιο η ζωή μου και το παν ήταν στη διάθεση της Πατρίδας. Έχεις απόλυτο δίκιο, ο λόγος που με συλλάβανε αρχικά ήταν γιατί υπερασπιζόμουνα τους λεγόμενους: «Τρομοκράτες» και εις την ηλικία των 25 χρόνων που ήμουν δε δίσταζα να τα βάλω με οποιοδήποτε Εγγλέζο, με οποιοδήποτε «Άγγλο Τρομοκράτη», γιατί αυτοί ήταν οι «Τρομοκράτες» και οι βασανιστές του Κυπριακού λαού.
Ερώτηση: Θυμάστε πότε πιάσατε για πρώτη φορά όπλο στα χέρια σας;
Απάντηση: Όπλο έπιασα για πρώτη φορά όταν τελείωσε ο αγώνας και αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ήμουν υπεύθυνος νεολαίας και ποιες ήταν ο οδηγίες μας; Οι οδηγίες μας ήταν: «Συνθήματα, φυλλάδια, διαδηλώσεις, να τραβούμε την προσοχή των Άγγλων του Εγγλέζικου Στρατού, ώστε να μην κινδυνεύουν οι Αγωνιστές, οι Αντάρτες και τα λοιπά».
Δεν ήμουν στην Ένοπλη κατηγορία της ΕΟΚΑ, απλά λίγους μήνες μετά από τον διορισμό μου σαν υπεύθυνος νεολαίας, ο Αρχηγός μου ανάθεσε και την Αρχηγία της Λευκωσίας, της «Πολιτικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα (ΠΕΚΑ)», υπήρχε η ΕΟΚΑ, υπήρχε και η ΠΕΚΑ και η νεολαία που αργότερα μετονομάστηκε σε «ΑΝΕ – Άλκιμος Νεολαία της ΕΟΚΑ». 1-2 μήνες μετά από την ανάθεση της ΠΕΚΑ μου ανάθεσε και ομάδες αντικατασκοπείας, αλλά και στις 3 αυτές θέσεις που είχα, δεν είχα ανάγκη όπλου ή χρήσης όπλου.
Το πρώτο όπλο το πήρα όταν τελείωσε ο αγώνας και δυστυχώς, γιατί αυτή είναι η κατάρα της Ελληνικής ράτσας, να μεγαλουργεί και να αυτοκαταστρέφεται λίγο μετά. Μετά το τέλος του αγώνα, οι αγωνιστές και ο κόσμος διαχωρίστηκε σε Μακαριακούς και Γριβικούς. Εγώ ήμουν με εκείνον που γνώριζα. Ο Αρχηγός μου ήταν ο Διγενής, ο Γεώργιος Γρίβας και ενώ όλα τα παλιόπαιδα κρατούσαν περίστροφα και το βράδι σημάδευαν έξω από τα καμπαρέ και τα νυχτερινά κέντρα τους γλόμπους για επίδειξη και τους πυροβολούσαν.
Εγώ δεν μπορούσα να κρατάω πιστόλι, έμαθα όμως και ήθελα ένα όπλο για προστασία γιατί εκείνη η εποχή, η εποχή αμέσως μετά το τέλος του αγώνα ήταν μια πολύ επικίνδυνη εποχή, δεν ήξερες τι μπορούσε να συμβεί.
Έμαθα ότι κάπου στην Ομόνοια υπήρχε ένα κατάστημα που πουλούσε όπλα, πήρα το αεροπλάνο, πήγα εκεί, μπήκα στο κατάστημα και αγόρασα ένα Walter, γερμανικό μαζί με 2 κουτιά σφαίρες.
Παίρνω το αεροπλάνο, επιστρέφω στην Κύπρο και εκεί άρχισα να φοβάμαι. Τι θα γίνει αν μου κάνουν έρευνα εκεί κάτω όταν φτάσω; Την φυλακή δε θα τη γλίτωνα. Τότε με έναν τρόμο άρχιζα να κοιτάζω ποιοι ήταν οι άλλοι μέσα στο αεροπλάνο, προχώρησα προς την πρώτη θέση και εκεί είδα έναν κύριο καλοντυμένο, με γραβάτα και ασπρόμαυρα παπούτσια φαινόταν Ελλαδίτης, όχι Κύπριος.
Τον προσέγγισα και του είπα: «Μπορώ να κάτσω πλάι σας;», γιατί ήταν αδειανή η θέση. «Είμαι ο Ρένος Λυσιώτης», «Και εγώ είμαι ο κύριος Κοσμόπουλος, ο οποίος έρχομαι στην Κύπρο για να κάνω την πρώτη στρατολόγηση των Κυπρίων, να οργανώσω τον Κυπριακό Στρατό».
Του είπα ότι: «Θέλω τη βοήθεια σου, ήμουν στην ΕΟΚΑ, ήμουν υπεύθυνος της νεολαίας, της ΠΕΚΑ, έχω πάει στην Αθήνα, φέρνω μαζί μου ένα Walter και φοβάμαι». «Γιατί φοβάσαι; Αν είσαι αυτός που λες ότι είσαι, γιατί φοβάσαι; Εσύ ήσουν υπεύθυνος της Νεολαίας, υπεύθυνος ΠΕΚΑ και λοιπά» του λέω: «Έχουν αλλάξει οι καιροί και τώρα έρχεσαι και δε ξέρετε τι συμβαίνει». «Τι θέλεις από μένα;», «Να σου φέρω το πιστόλι», «Να μου το φέρεις», «Και να το παραλάβεις εσύ». Δέχτηκε.
Κατεβαίνοντας από τη σκάλα με σταματάει ο φίλος μου ο σοφέρ, ο οποίος εντωμεταξύ είχε καταταγεί στην αστυνομία. «Καλώς όρισες» μου λέει: «Ανδρέα μου τι κάνεις εδώ;».
Μου λέει: «Έχω μια διαταγή και δε ξέρω τι να κάνω. Έχω πάρει μια διαταγή να σε ερευνήσω γιατί υπάρχει μια πληροφορία ότι πήγες στην Αθήνα και αγόρασες όπλο, γιατί άμα αγοράσεις όπλο εκείνος που σου το πουλάει στην Αθήνα μας στέλνει μήνυμα», «Πες μου ότι δεν έχεις, γιατί δεν τολμώ να σε ψάξω», «Όχι Ανδρέα μου, έχω», «Που το έχεις; Κάτω από το καπέλο;», του το βγάζω και λέω: «Ψάξε με», «Μα εγώ, να βάλω τα χέρια μου πάνω σου;», «Ναι ψάξε με, δε θα το βρεις». Με έψαχνε. Ο Κοσμόπουλος παρακολουθούσε, και πραγματικά πίστεψε αυτά που του έλεγα, μετέφερε το όπλο, μου το έδωσε μετά και γίναμε πάρα πολύ καλοί φίλοι μαζί με τον στρατολόγο αυτό. Το όπλο το χρησιμοποίησα μόνο για σκοποβολή, ποτέ για οτιδήποτε άλλο.
Ερώτηση: Μου αναφέρατε προηγουμένως πως δεν ήταν οι άνδρες της ΕΟΚΑ οι «Τρομοκράτες» αλλά οι Βρετανοί. Θα ήθελα να μου πείτε την ιστορία με την οικογένεια Χέις και το πως την προστατέψατε από έναν σίγουρο θάνατο, μία σίγουρη δολοφονία.
Απάντηση: Είχα γνωρίσει μια ωραία κυρία, μια κοπέλα την κυρία Τούνα Χέις η οποία ήταν παντρεμένη με έναν Άγγλο και εγώ άρχισα να την φλερτάρω. Οπότε μια μέρα μου λέει: «Άκου Ρένο, σου αρέσω και μου αρέσεις, αλλά είμαι παντρεμένη, έχω 2 παιδάκια και ή αυτό θα σταματήσει εδώ και θα γίνουμε καλοί φίλοι ή δε θέλω να με ξαναδείς».
Το σεβάστηκα. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι, γνώρισα τον σύζυγο της, ο οποίος ήταν διευθυντής μίας πλεκτοβιομηχανίας και τα 2 παιδάκια τους, πήγαινα τακτικά σπίτι τους, μιλούσαμε στο τηλέφωνο και πιο πολύ τους έκανα επισκέψεις ή πηγαίναμε έξω μαζί. Μια μέρα πήγα σπίτι και με υποδέχεται η Τούνα, η γυναίκα, μαζί με τον Άρθουρ τον άνδρα της και μου λένε: «Μπράβο ευτυχώς που ήρθες, γιατί αποφασίσαμε απόψε να πάμε εδώ στην ταβέρνα, εδώ απέναντι στην Έγκωμη, να πάρουμε και τα παιδάκια, να περάσουμε καλά, να πάρουμε και φαγητό εκεί πέρα».
Μόλις το άκουσα πάγωσα, γιατί είχα την πληροφορία από τον βοηθό Τομεάρχη Λευκωσίας, ο οποίος ήταν τότε ο Γιαννάκης Στεφανίδης, ότι το βράδυ θα γινόταν επίθεση με χειροβομβίδες σε στέκια που σύχναζαν οι Άγγλοι και ένα από αυτά τα στέκια ήταν φυσικά η μπυραρία που ήθελαν να πάνε οι φίλοι μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, πάγωσα. Δεν μπορούσα να φύγω, να τους αφήσω στον κίνδυνο, να πάνε με τα παιδάκια σε ένα μέρος που υπήρχε ο κίνδυνος να χτυπηθούν από τις χειροβομβίδες;
Είπα μέσα μου ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να τους βάλω σε κίνδυνο, προτίμησα να βάλω σε κίνδυνο τον εαυτό μου. Δεν ήξερα πως θα αντιμετώπιζε τη στάση μου ο Άρθουρ Χέις, θα μπορούσε να με κατήγγειλε επειδή θα ήταν φανερό πλέον ότι γνώριζα και ότι ήμουν μέλος της οργάνωσης.
Τους είπα: «Όχι, δε θα πάμε», «Γιατί βρε, είσαι άρρωστος;», «Όχι δεν είμαι άρρωστος, αλλά επιμένω ότι να μείνουμε σπίτι απόψε, εδώ». Εκείνοι επέμεναν «Άντε τι έχεις; Τι έπαθες;», λέω: «Αν επιμένετε, θα πάω να σας φέρω κάποιο φαΐ να φάμε όλοι εδώ». Η Τούνα μου λέει: «Περίεργα πράγματα μωρέ, αφού είσαι έτσι θα μαγειρέψω εγώ κάτι πρόχειρο να φάμε εδώ», μείναμε και τρώγαμε.
Όταν ακούστηκαν οι εκρήξεις, έτρεξαν, με αγκάλιασαν και μου είπαν ένα: «Ευχαριστώ, thank you Ρένος». Ο Άρθουρ και η Τούνα δεν μίλησαν ποτέ για αυτό το θέμα, απλά όταν αργότερα, μερικούς μήνες μετά με είχαν συλλάβει και είχα μπει κρατούμενος στα κρατητήρια της Πύλας άκουσα φωνές έξω από το συρματόπλεγμα, έτρεξα να δω τι γινόταν και εκεί πρόσεξα ένα ανοικτό αυτοκίνητο, με 2 άτομα να στέκονται όρθια, να κρατάνε μία τεράστια Ελληνική σημαία και να φωνάζουν: «Ρένοοσσσς, Ρένοοσσς» και να μου πουν και εκεί το ευχαριστώ.
Ο Άρθουρ έφυγε πήγε στην Αγγλία, μετά από λίγους μήνες, δυστυχώς έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε εκεί, η Τούνα επέστρεψε στην Κύπρο κάποια χρόνια μετά, να γνωρίσει τη δική μου οικογένεια και να πει ακόμα ένα ευχαριστώ, σε εμένα και στη δική μου οικογένεια που προστάτεψα την οικογένεια της.
Ερώτηση: Στις 16 Αυγούστου 1956 ο Διγενής κηρύσσει την εκεχειρία, αρχικά θα ήθελα να μου πείτε για ποιο λόγο κήρυξε την εκεχειρία;
Απάντηση: Κήρυξε την εκεχειρία γιατί πίστεψε ότι έπρεπε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για να λυθεί το κυπριακό. Ως κυβερνήτης της Κύπρου την εποχή εκείνη ήταν ο Στρατάρχης Harding, ο οποίος θεώρησε ότι η εκεχειρία ήταν μία αδυναμία της ΕΟΚΑ και αντί να αποδεχθεί την εκεχειρία είπε, ζήτησε να παραδοθούν οι αγωνιστές σε 3 εβδομάδες.
Όλοι να πάνε έξω από τα Στρατόπεδα ή έξω από Αστυνομικούς Σταθμούς και να πουν «Παραδίδομαι!».
Ο Διγενής, ο Αρχηγός, την ίδια μέρα απάντησε: «Οι νικητές δεν παραδίδονται» και μου έδωσε διαταγή να προσπαθήσω να εμψυχώνω καθημερινά τον Κυπριακό λαό και τους αγωνιστές. Πραγματικά αυτό γινόταν και ιδίως στη λήξη της κάθε εβδομάδας, στη λήξη της εβδομάδας παράδοσης, είτε με φυλλάδια, είτε με πανό, είτε ακόμα με τηλεβόες, είχαμε οργανώσει εκείνη την εποχή συνθήματα με τηλεβόες και πλησίαζε η λήξη των 3ων εβδομάδων, είχα αρχίσει να ανησυχώ και να σκέφτομαι πως θα αντιμετωπίζαμε το γεγονός ότι αν έστω και ένας αγωνιστής παραδοθεί. Δεν είναι εύκολο πράγμα να ζει κάποιος σε τρύπες στα βουνά, στο κρύο, βροχές, στα χιόνια.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο γραφείο μου η σύνδεσμος μου, η Αντρούλα από το Καϊμακλί, μια θαυμάσια κοπέλα, μου έδωσε τις οδηγίες από τον Αρχηγό και μου λέει: «Μα κύριε Ρένο τι έχεις σήμερα, πολύ σκεπτικό σε βλέπω», «Κυρία Αντρούλα ανησυχώ, ανησυχώ πολύ, τι θα κάνουμε αν κάποιος παραδοθεί, πως θα αντιδράσω, τι θα κάνω;», «Α κύριε Ρένο μου, μην ανησυχείς, μόνο ένα γαϊδούρι μπορεί να παραδοθεί» και τράβηξε να φύγει.
Σκέφτηκα, έτρεξα «Αντρούλα έλα πίσω, σε θέλω» ήρθε, της λέω: «Θέλω να βρεις ένα γαϊδούρι, να μάθετε πόσο κοστίζει, να το κλέψετε, να αφήσετε μία σημείωση που να λέει ότι το πήρε η ΕΟΚΑ και όταν βρείτε το γαϊδούρι έλα να σου πω τι θα κάνεις μετά». Αυτό έγινε.
Την επόμενη μου λέει: «Βρήκαμε ένα γαϊδούρι, το κρύψαμε κάπου», της λέω: «Τώρα να ετοιμάσετε ένα πανό, να το ντύσετε το γαϊδούρι, να γράψετε πάνω My Marshal, I Surrender, Στρατάρχα μου, παραδίδομαι και να κρεμάσετε πάνω στο γαϊδούρι ψεύτικα, ξύλινα όπλα». Όταν το κάνετε, πάλι θα σας πω τι θα κάνετε παραπέρα.
Όταν μου είπαν ότι όλα ήταν έτοιμα τους ζήτησε να το κρύψουν πίσω από ένα παλιό σπίτι στην οδό Λεωνίδου, της Λευκωσίας, πήρα ένα τηλέφωνο και πήρα έναν φωτορεπόρτερ της εποχής τον Φάνη Παρπαΐρη, «Photosmart» και του λέω: «Η ώρα 4, στη Λεωφόρο Ευαγόρου, να είσαι εκεί, εδώ ΕΟΚΑ και θα βγάλεις καταπληκτικές φωτογραφίες». Το έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να ξέρει ποιος ήμουνα.
Πράγματι 4 το απόγευμα αμολήθηκε το γαϊδούρι, στη λεωφόρο Ευαγόρου, η οποία την εποχή εκείνη ήταν ο δρόμος του περιπάτου, όλοι καθόντουσαν στα καφενεία, όλοι έπιναν τον καφέ τους και ξαφνικά εμφανίζεται ένα γαϊδούρι με αυτά τα συνθήματα, άλλοι άρχιζαν να χειροκροτούν, άλλοι να σφυρίζουν, άλλοι να χλευάζουν, το γαϊδούρι καθοδηγούμενο από 1-2 νεαρά μαθητάκια της ΕΟΚΑ, προχώρησαν προς το παλιό ΓΣΠ, έκαναν στροφή, επέστρεψαν πίσω που είναι σήμερα το Δημαρχείο, μέχρι που κάποιος πήρε τη στρατονομία την Εγγλέζικη, ένας Στρατιώτης, διότι πρέπει να σου πω ότι καθόντουσαν έξω στα καφενεία και Άγγλοι Στρατιώτες, είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στην ΕΟΚΑ, όταν δεν χτυπούσαμε, όταν ήταν εκεχειρία, μας εμπιστευόντουσαν.
Ήρθε ένα αυτοκίνητο και συνέλαβε το γαϊδούρι. «Πιστεύω», ο Αρχηγός μου έδωσε την επόμενη συγχαρητήρια, «Ότι με την έμπνευση σου, κατόρθωσες και γελοιοποίησες τον Στρατάρχη».
Ερώτηση: Πως νιώσατε όταν είδατε πως γελοιοποιήσατε τους Άγγλους;
Απάντηση: Χάρηκα, γιατί μπόρεσα να γελοιοποιήσω αυτόν τον Στρατάρχη, που ήρθε με υπερηφάνεια για να νικήσει με 50-60.000 Άγγλους στρατιώτες, τα λίγα παιδιά που πολεμούσαν για λευτεριά.
Ερώτηση: Θα ήθελα να μου πείτε για την κοπέλα, τον «Αγαμέμνωνα με τα φουστάνια» που σας και έδωσε την ιδέα για το γαϊδούρι.
Απάντηση: Ο «Αγαμέμνων» ήταν η κοπέλα που σου είπα, ο σύνδεσμος, ήταν η Αντρούλα Κούσπετρη από το Καϊμακλί, ήταν μια οικογένεια που λάτρευε την Πατρίδα και την Ελλάδα και οι 3 αδερφές και ο αδερφός και όλοι ήσαν μέλη της οργάνωσης. Το σπίτι τους ήταν ο χώρος που υπήρχαν κρύπτες για όπλα και ο χώρος όπου εγίνεντο η πολυγράφηση των φυλλαδίων της ΕΟΚΑ που θα έριχναν τα παιδιά.
Μια μέρα όμως, μια προδοσία έστειλε τον Στρατό, συλλάβανε την οικογένεια τους, σφράγισαν το σπίτι, τους έδιωξαν από το σπίτι. Η Aντρούλα και η αδερφή της μπήκαν φυλακή, αφού δικάστηκαν και όταν τελείωσε ο αγώνας συνεχίσαμε να έχουμε επαφή.
Η Αντρούλα ήταν πραγματικά ένας ωραίος άνθρωπος, ήταν μια γυναίκα με πίστη, με αγάπη για την Πατρίδα. Παντρεύτηκε έναν Έλληνα από τον Πειραιά, έναν ναυτικό από τον Πειραιά. Μετοίκησε στον Πειραιά. Κρατήσαμε επαφή και μετά τον αγώνα και κατά τη διάρκεια του αγώνα όταν είχα απολυθεί πλέον από τα κρατητήρια εγώ αρθρογραφούσα στις Εφημερίδες και τα περιοδικά προσπαθώντας να τονώνω το ηθικό του αγωνιζόμενου λαού μας.
Κρατούσα επαφή και πάντα σε κάθε ευκαιρία ανάφερα το όνομα της και με έπαιρνε η Αντρούλα και μου έλεγε, το θυμάμαι μέχρι τώρα, «Κύριε Ρένο, σε ευχαριστώ, με τιμάς», μία μέρα μου ήρθε ανάγκη να μιλήσω μαζί της. Πήρα τηλέφωνο δεν απαντούσε, πήρα 2-3 φορές τηλέφωνο δεν απαντούσε, άρχισα να ανησυχώ.
Ήξερα τις αδερφές, αλλά είχαν παντρευτεί, είχαν μεγαλώσει τα κορίτσια, δεν ήξερα το επίθετο του συζύγου για να του μιλήσω. Δεν ήξερα τι να κάνω, αλλά το άλλο πρωί χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν η μικρή αδερφή της και μου λέει: «Έφυγε η Αντρούλα, πέθανε χθες το βράδυ». Ήταν το τελευταίο της αντίο. Έκανα τον επικήδειο και αποχαιρέτησα μία μεγάλη αγωνίστρια και ένα υπέροχο μέλος της ΕΟΚΑ.
Ερώτηση: Μεταφερόμαστε στα γεγονότα της σύλληψης σας, οι Άγγλοι πως σας βρήκαν και κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων τι ζητούσαν από εσάς;
Απάντηση: Ζητούσαν τα πάντα. Καταρχήν με είχαν συλλάβει με την υποψία, εύλογα ίσως, πως αφού εγώ υπερασπιζόμουν τόσους αγωνιστές, με τόσο πάθος, θα έπρεπε να είχα κάποια σχέση. Όταν με συνέλαβαν, με μετέφεραν στην Ομορφίτα, στο ανακριτήριο της Ομορφίτας που εκεί γινόντουσαν οι πιο φρικτές ανακρίσεις, τα πιο άσχημα, τρομερά βασανιστήρια.
Πρέπει να σου πω ότι βάση της νομοθεσίας της εποχής οι Άγγλοι είχαν το δικαίωμα να σε κρατήσουν 18 μέρες ανακρινόμενο. Στις 18 μέρες έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν ή θα σε στείλουν να δικαστείς στα δικαστήρια, αν είχαν βρει την κατάλληλη μαρτυρία ή να σε αφήσουν ελεύθερο αν είχαν πειστεί ότι δεν έχεις καμία ανάμειξη ή να σε στείλουν στα κρατητήρια επ’ αόριστον και τα κρατητήρια ήταν χειρότερα από τη φυλακή, γιατί στη μεν φυλακή ξέρεις ότι θα πας για 1 μήνα, 6 χρόνια, για 10, στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης είσαι μέσα εφόσον η Κυβέρνηση και ο Στρατάρχης και ο Κυβερνήτης της Κύπρου ήθελαν να σε κρατήσουν.
Στην πρώτη ανάκριση μου είπαν: «Δεν πρόκειται να σου κάνουμε σωματικά βασανιστήρια» και συνέχισαν ότι: «Εάν συλλάβουμε κάποιον από το χωριό που δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό, ό,τι και να του κάνουμε, ό,τι και να πει μετά πολλοί λίγοι θα πιστέψουν. Δυστυχώς εσύ είσαι γνωστός στην Κυπριακή κοινωνία, άρα θα σου κάνουμε όμως κάτι που το ανακάλυψαν οι Ρώσοι και το τελειοποιήσαμε εμείς. Brainwashing, πλύση εγκεφάλου».
Το περίεργο, πριν τη σύλληψη μου, κάπου μια βδομάδα πριν, ο Αρχηγός μου είχε στείλει ένα σημείωμα ότι έχει πληροφορίες ότι οι Άγγλοι θα χρησιμοποιούσαν brainwashing εις τας ανακρίσεις τους και μου έδωσε οδηγίες να μάθω, τι είναι αυτή η μέθοδος; Πως θα μπορούσες να την αντιμετωπίσεις; Για να μπορέσω να κάνω μία επιστολή προς τον Αρχηγό, που να του εξηγώ ότι να πληροφορήσει τα μέλη δια να ξέρουν, πως μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το πράγμα, το καινούργιο.
Έτρεξα παντού να βρω να μάθω, δεν υπήρχε τότε ίντερνετ και σε ένα Τούρκικο βιβλιοπωλείο του Rϋstem κοντά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, βρήκα ένα μικρό βιβλιοπωλείο και ένα μικρό βιβλίο, με τίτλο: «Brainwashing». Το διάβασα και εκεί είδα ότι για να πετύχει αυτή η μέθοδος, η οποία σου πλένει τον εγκέφαλο σαν να καθαρίζεις έναν μαυροπίνακα και γράφει ο ανακριτής αυτά που θέλει εκείνος στο μυαλό σου. Για να πετύχει χρειάζεται χρόνος. Οι 18 μέρες που μπορούσαν να σε κρατήσουν ήταν λίγες και επίσης όσο πιο μορφωμένος ή καλλιεργημένος είσαι, τόσο πιο αργοπορεί να επιτύχει αυτή η μέθοδος.
Έτσι πήρα θάρρος, αντιμετώπισα αυτό το μαρτύριο με πολλά άλλα. Εκείνο το οποίο βασικά ήθελαν να μάθουν ήταν, μου έλεγαν ψέματα ότι βρήκαν μία επιστολή σε μία σύλληψη ανταρτών στα βουνά, που έλεγε ότι: «Ο Ρένος Λυσιώτης ανέλαβε να εκδώσει εφημερίδα» και μου έδειχναν μία επιστολή που βρήκαν. Έλεγε διάφορα πράγματα, μυστικά της οργάνωσης και μία παράγραφος έλεγε αυτό, ότι: «Ο Ρένος Λυσιώτης…».
Η ημερομηνία της επιστολής ήταν 6 μήνες πριν τη σύλληψη. «Σας παρακαλώ, βγήκε αυτή η Εφημερίδα», μου λένε: «Όχι», «Ε τότε; Ή είναι ψέματα αυτά ή είμαι ένας άχρηστος εγώ. 6 μήνες δεν κατόρθωσα να κάνω μια διαταγή που έχω από τον Αρχηγό της οργάνωσης;», «Μπάσταρδε μου λέει», θύμωσαν και άρχισαν διάφορα: «Θα φέρουμε τη μάνα σου, ξέρουμε πόσο την αγαπάς και θα βάλλουμε τον Τούρκο, τον Αχμέτ να της κάνει μπροστά σου σεξ και έρωτα, θα σου αρέσει; Ποιος είναι αυτός ο Γούναρης;», «Ο Γούναρης είναι ένας τραγουδιστής».
Τραβήξαν τα πιστόλια: «Όχι μωρέ, το ψευδώνυμο ποιου είναι;», δεν είχα ιδέα, γιατί τα ψευδώνυμα ο Αρχηγός μας τα άλλαζε κάθε μερικούς μήνες. Εγώ ξεκίνησα να είμαι «ο Μαρτίνος», μετέπειτα έγινα «ο Αυγερινός», κατέληξα να είμαι «ο Ραφαήλ» και στα κρατητήρια της Πύλας ο Συντονιστής των Κρατουμένων Αγωνιστών της Πύλας.
Δεν ήξερα ποιος είναι ο Γούναρης. Κομματάκια να με κάνανε δεν μπορούσα να τους πω. Μία μέρα απεφάσισαν: «Πήγαινε κάτω, έλα ένα κομμάτι χαρτί, γράψε μας τους φίλους σου. Θα πάς;», δέχτηκα. Κατέβηκα στο κελί και έγραψα κάπου καμιά 50ρια ονόματα φίλων μου δικηγόρων, που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με την ΕΟΚΑ. Πήγα πάνω, πήραν το χαρτάκι: «Α, ποιος είναι αυτός;», «Δικηγόρος». Τους άρεσε, βρήκαν έναν να συλλάβουν. «Ο δεύτερος;», «Δικηγόρος», «Ο τρίτος;», «Δικηγόρος», «Ρε μπάσταρδε, μας έγραψες τους δικηγόρους;», «Μα γιατί φωνάζετε; Δε μου είπατε να γράψω τους φίλους μου; Τους φίλους μου έγραψα».
Μία μέρα με ρώτησαν αν πεινάω, τους λέω: «Πεινώ». Σκέφτηκα τι να πω; Θεώρησα να πω ότι πεινώ δια να μου φέρουν κάτι να φάω για να έχω περισσότερες σωματικές αντοχές. Χτύπησαν τα χέρια, ο φρουρός, ο Τούρκος απ’ έξω. «Μια μερίδα ωραία σουβλάκια για το κύριο Λυσιώτη», ειρωνικά και επιστρέφει σε λίγο αυτός σε ένα τσίγκινο πιάτο, πράσινες ελιές σκεπασμένες με χοντρό αλάτι της θάλασσας.
Το βάζει μπροστά μου: «Πάρε τα σουβλάκια σου κύριε Λυσιώτη». Αντέδρασα: «Μα δεν είναι σουβλάκια είναι ελιές, με άλας». Τράβηξαν ένα πιστόλι: «Θα τα φας, θα τα φας», έφαγα όλες τις ελιές, έσκισαν τα χείλη μου από το αλάτι, μου χτυπούν τα χέρια: «Νερό στον κύριο Λυσιώτη», πάλι ειρωνικά, ήρθε αυτός με μια μεγάλη κανάτα νερό, με υποχρεώνουν να την πιώ ολόκληρη και σε λίγο το νερό άρχισε να πιέζει την κύστη και τότε άρχισε το μαρτύριο. «Δε θα πας πουθενά. Θα τα κάνεις όλα πάνω σου, θα γίνεις ένα ζώο. Θα τρέχουν από τα απομεινάρια των παντελονιών σου και τα σκατά και τα κατουρήματα, θα σε κάνουμε ένα ζώον».
Μπόρεσα και άντεξα από τότε όμως μέχρι σήμερα όταν έρθει η ώρα που πρέπει να πάω να ουρήσω νιώθω τον φρικτό εκείνο πόνο στην κύστη. Αυτά συνέβαιναν και πρέπει να σου πω ότι πάντα ήταν ένας ανακριτής μπροστά, εγώ στη μέση στην καρέκλα και ένας ανακριτής πίσω. Πάντα 2. «Ξέρεις τι σημαίνει ρώσικη ρουλέτα;», δεν ήξερα, μου εξήγησαν.
Έβγαλαν τα πιστόλια, τα γέμισαν με σφαίρες: «Και θα μετρήσουμε 1,2,3, θα τραβήξουμε την σκανδάλη, αν είσαι τυχερός θα τραβήξουμε εκεί που δεν υπάρχει σφαίρα ή αλλιώς θα πας περίπατο κύριες Λυσιώτη». Ο ένας μου έβαζε την κάνη του πιστολιού μέσα στο στόμα και ο άλλος πίσω και έπαιζαν για πολύ ώρα. Είναι ένα μαρτύριο γιατί δεν ξέρει τι θα γίνει.
Μια στιγμή ήθελαν να μάθουν πάλι για τον Γούναρη και ο ένας μπροστά αρχίζει και χτυπάει με το δαχτυλίδι του στο τραπέζι: «Γούναρης, Γούναρης», ο άλλος χώνει το στόμα του στο αυτί μου και ο ένας χτυπάει αυτόν τον μονότονο ήχο και ο άλλος στο αυτί: «Γούναρης, Γούναρης, Γούναρης», μέχρι που ούρλιαζε.
Τώρα ίσως να σας φαίνεται αυτό το πράγμα αστείο, να χτυπά το δαχτυλίδι του και να φωνάζει, τι είναι αυτό; Και όμως εκείνη τη στιγμή είναι σα να σου βαράνε στο κεφάλι με ένα σφυρί και θυμάμαι παρακαλούσα: «Δώστε μου μια γροθιά επιτέλους να λιποθυμήσω, να γλυτώσω και συνέχιζαν».
Αυτά πέρασα. Δε μίλησα, με προστάτεψε ο θεός και με έστειλαν στα Κρατητήρια της Πύλας, όπου πέρασα εκεί σχεδόν δυο χρόνια.
Ερώτηση: Πως θα σχολιάζατε τον Harding, τον Βρετανό Διοικητή;
Απάντηση: Θέλω να είμαι ειλικρινής. Έκανε το καθήκον του. Ήταν ένας Εγγλέζος. Ήθελε το καλό της Πατρίδας του.
Ερώτηση: Είναι μέσα στο καθήκον ενός Στρατιώτη να βασανίζει κρατουμένους;
Απάντηση: Όχι βέβαια. Αυτό όχι. Ο βασανισμός … Μήπως δεν είναι το ίδιο σε κάθε ράτσα; Μήπως εμείς είμαστε καλύτεροι; Υπάρχουν καλοί άνθρωποι και κακοί άνθρωποι σε όλες τις φυλές, σε όλες τις θρησκείες, σε όλα τα χρώματα.
Στη ζωή μου αγαπάω ανθρώπους, δεν αγαπώ επειδή είναι Έλληνας, Τούρκος ή άσπρος ή μαύρος. Αγαπώ τον καλό και δεν αγαπώ τον κακό. Για εμένα ο Harding ήταν ένας Στρατιωτικός ο οποίος ήθελε να καταπνίξει με κάθε τρόπο μια Επανάσταση που του στοίχιζε στην Πατρίδα, τη δική του. Δε θα πούμε αν ήταν καλός Στρατιωτικός, καλός Στρατιωτικός ήταν, αλλά ήταν αδίσταχτος, αδίσταχτος στην Στρατιωτική επιχείρηση και όσο αποτύγχανε τόσο πιο αδίσταχτος γινόταν. Μέχρι που η Αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε να τον αποσύρει και να φέρει τον Foot, έναν πολιτικό και όχι Στρατιωτικό, ο οποίος με χαμόγελα προσπαθούσε να κερδίσει εκεί που ο Harding είχε αποτύχει.
Ερώτηση: Τώρα θα ήθελα να περάσω στα γεγονότα της κάμερας μέσα στις φυλακές. Πως βρέθηκε η κάμερα στα χέρια σας;
Απάντηση: Στις Φυλακές και στα Κρατητήρια και στα Στρατόπεδα συγκέντρωσης πάντα και παντού υπήρχε επικοινωνία με τον Αρχηγό. Μόνο με τον Αρχηγό. Η επικοινωνία γινόταν με πολλούς τρόπους, είτε με τις εβδομαδιαίες επισκέψεις με τους δικούς μας, αν μπορούσαν να μας φέρουν κάτι, όταν έφερναν τα τρόφιμα μπορούσε η μάνα μας κάθε βδομάδα που μας έκανε επίσκεψη, να μας φέρει ένα κουτί, έναν τενεκέ με φαγώσιμα, με λάδι.
Εκεί γινόταν ενδελεχής έρευνα, τρυπούσαν το κουτί με μαχαίρια για να δουν τι έχει μέσα και τα λοιπά, αλλά ο Αρχηγός είχε κατορθώσει στο όχημα τροφοδοσίας του Στρατοπέδου να πάρει οδηγό, ο οποίος ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και στο όχημα εκείνο υπήρχε μία κρύπτη, τόσο για την αλληλογραφία, εγώ έγραφα στον Αρχηγό, του έδινα αναφορά, τι γινόταν μέσα.
Η απάντησις του Αρχηγού και οι διαταγές ερχόντουσαν πάντα με το όχημα της τροφοδοσίας και υπήρχε και ειδική κρύπτη σε αυτό το αυτοκίνητο από κάτω, το οποίο τώρα είναι στο Μουσείο της Σωτήρας Αμμοχώστου, σε ένα χωριό, από όπου δραπέτευσαν 3 συγκρατούμενοι. Είχαν κάνει μία κρύπτη από κάτω και σέρνονταν, μπήκαν από την κουζίνα 3, παραλίγο να πεθάνουν από τις αναθυμιάσεις του αυτοκινήτου, αλλά ευτυχώς τελευταία στιγμή κατόρθωσαν και βγήκαν από το αυτοκίνητο και σώθηκαν.
Έτσι μπήκε και η κάμερα. Είχα πει στην μάνα μου να μου αγοράσει μία φωτογραφική μηχανή και πρέπει να σου πω ότι την εποχή εκείνη δυστυχώς οι μηχανές αυτές ήταν ογκώδεις, δεν ήταν όπως σήμερα, αλλά μου την έφεραν στο στρατόπεδο μέσω του οχήματος της τροφοδοσίας και μπόρεσα και έβγαζα, όλες αυτές τις 200 περίπου φωτογραφίες.
Ερώτηση: Ο λόγος που βγάζατε φωτογραφίες ποιος ήταν; Για να βλέπουν οι έξω ποιοι είναι ζωντανοί, για παράδειγμα ποια είναι η κατάσταση σας;
Απάντηση: Όχι. Οι φωτογραφίες έβγαιναν για δικό μας λογαριασμό, θέλαμε να απεικονίσουμε τη ζωή μας. Θέλαμε να ξέρουμε που είμαστε, τι περάσαμε, ποιοι ήταν οι φίλοι μας, ποιοι ήταν οι σύντροφοι μας εκεί μέσα και μια συνηθισμένη ερώτηση που γίνεται: «Καλά στο στρατόπεδο, σε κάθε γωνιά υπήρχαν πύργοι με ένοπλους άγγλους στρατιώτες, καλά δε σας έβλεπαν;», «Βεβαίως μας έβλεπαν». Όλα έπρεπε να γίνουν πάρα πολύ γρήγορα. Κάναμε 25 του Μάρτη Παρέλαση, εγώ ήμουν σημαιοφόρος, με έναν ιερέα παραστάτη και ένα μεγάλο συγκρατούμενο.
Αυτή η φωτογραφία είναι στην αυλή, έξω από την παράγκα που είμαστε.
Ερώτηση: Πως τα κατορθώνατε και βγάζατε τις φωτογραφίες;
Απάντηση: Ναι μας έβλεπαν οι φρουροί από πάνω, τι έπρεπε να κάνουν; Όταν έβλεπαν ότι γινόταν κάτι παράνομο και η φωτογράφιση ήταν παράνομη, έπρεπε αμέσως να ειδοποιήσουν το Διοικητήριο: «Οι κρατούμενοι έχουν φωτογραφική, βγάζουν φωτογραφίες», τι έπρεπε να κάνει ο Διοικητής του Στρατοπέδου; Να ειδοποιήσει τον Στρατό. Υπήρχε Στρατός μέσα. Να μπει μέσα, να μας χτυπήσει, να γίνουν φασαρίες, να χτυπήσουμε και εμείς με πέτρες, ίσως να τραυματιστούν πολλοί και από εμάς και από εκείνους. Όταν έκλειναν κάπου-κάπου τα μάτια, «Τι να κάνουμε τώρα αυτή τη φασαρία. Άστους να βγάλουν φωτογραφίες», έκαναν πως δε βλέπαν και έτσι έγινε αυτό.
Ερώτηση: Έχουν περάσει τόσα χρόνια από τους αγώνες της ΕΟΚΑ, από τη φυλάκιση σας, από τα βασανιστήρια που δεχτήκατε και η ερώτηση μου είναι η εξής, μετανιώνετε πως ήσασταν στην ΕΟΚΑ;
Απάντηση: Ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ήταν οι πιο ωραίες στιγμές στη ζωή μου. Πιστεύαμε, είχαμε πίστη, είχαμε αγάπη για το σύντροφο μας, πιστεύαμε στα ιδανικά, πιστεύαμε στην Ελλάδα.
Ερώτηση: Τι σημαίνει για εσάς: «Ελλάδα, Κύπρος, Ένωσις»;
Απάντηση: Σημαίνει αυτό που αγωνίστηκα, σημαίνει ότι αυτό που κρεμάστηκαν τόσοι άνθρωποι, τόσοι αγωνιστές, τόσοι έχασαν τη ζωή τους.
Ερώτηση: Τι σημαίνει για εσάς η λέξη Ελλάδα και η λέξη Πατρίδα;
Απάντηση: Συνώνυμα. Πατρίδα, Ελλάδα είναι το ίδιο.
Εμείς με τη σειρά μας να ευχαριστήσουμε τον Ρένο Λυσιώτη, τον δικηγόρο και ευφυή αγωνιστή της ΕΟΚΑ, ο οποίος μας εξιστόρησε τα βιώματα και τις εμπειρίες του, βιώματα ενός ολόκληρου λαού που αγωνίστηκε με στόχο τη λευτεριά, την ανεξαρτησία από το Βρετανικό ζυγό και την Ένωση με τη μητέρα Πατρίδα.
Ο Αγώνας των μαχητών της ΕΟΚΑ που θυσιάστηκαν βροντοφωνάζοντας «Ελευθερία», βασανίστηκαν αλλά δεν έσπασαν, πείνασαν και βίωσαν τις κακουχίες, αλλά δε σταμάτησαν να ονειρεύονται είναι ένας αγώνας που ανήκει σε όλους τους Έλληνες.
Πολιτικός Επιστήμονας, Απόφοιτος της Σχολής Ασφάλειας και Διπλωματίας του Ισραήλ και της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με ερεθίσματα στην Ιστορική γνώση και στην προαγωγή της ορθής ενημέρωσης.