Η διαχείριση κρίσεων είναι αναμφίβολα ένας τομέας που μπορεί να ιντριγκάρει τους φιλόδοξους, να θεωρείται πρόκληση για επίδοξα στελέχη ή η ενασχόληση μαζί του να ικανοποιήσει την ανάγκη κάποιου για κοινωνική αναγνωρισιμότητα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα έντονο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον αντικείμενο, οι περισσότερες κρίσεις αποτελούν στοιχήματα, ακόμα και για έμπειρα στελέχη και το κάθε περιστατικό πρέπει να μελετάται με την προσήκουσα προσοχή.
Εξ αρχής, η σύσταση του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας στηρίχθηκε στη λογική της αποτελεσματικής αντιμετώπισης κρίσεων και φυσικών καταστροφών, καθόσον ο κρατικός μηχανισμός οφείλει να βρίσκεται σε τέτοιο σημείο ικανότητας που να μπορεί να καλύψει ανάγκες, όπως αυτές που παρουσιάστηκαν τα τελευταία 24ωρα. Για το σκοπό αυτό, η Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας εντάχθηκε στο άνω νεοσύστατο Υπουργείο (από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο οποίο υπαγόταν). Η κριτική που δέχτηκε το εν λόγω Υπουργείο για τη διαχείριση της κακοκαιρίας «Ελπίς» αφορούσε ακριβώς το γεγονός ότι αυτό συστάθηκε για να αναβαθμίσει την καταπολέμηση τέτοιων κρίσεων και παρόλα αυτά ο κρατικός μηχανισμός κρίθηκε ανεπαρκής. Ο σχεδιασμός που έγινε γενικότερα για τις μέχρι τώρα κρίσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί προνοητικός διότι ενίσχυσε τη δράση στο πεδίο, στη φάση, δηλαδή, της εκδήλωσης της κρίσης (crisis event phase), ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί προληπτικός, δεν έγινε δηλαδή με σκοπό την αποφυγή της κρίσης, εστιάζοντας στις προληπτικές ενέργειες (pre-crisis phase). Στην ίδια λογική κυμαίνεται και η δημιουργία του war room, μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς από την υιοθέτηση της αναμένονται σοβαρά αποτελέσματα στη διαχείριση των κρίσεων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ενώ συνήθως η μετά την κρίση φάση (post-crisis phase), κατά την οποία -μεταξύ άλλων- γίνεται ένας απολογισμός καλών και κακών πρακτικών, φαίνεται να περνάει στα ψιλά γράμματα, η ατελέσφορη διαχείριση καθιστά ηθικά δεσμευτική την αναζήτηση των αιτιών, για την αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον.
Στην εποχή που η πληροφορία ανανεώνεται ώρα με την ώρα, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως «δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει» και πως «έκανε ό,τι μπορούσε», ιδιαίτερα όταν η επιστημονική κοινότητα καθιστά σαφές ότι μια δυνητική κρίση βρίσκεται προ των πυλών και θα κληθούν όλοι (ατομικά και συλλογικά) να αναλάβουν δράση. Ο σχεδιασμός στη διαχείριση των κρίσεων από την πολιτική ηγεσία και το επιστημονικό προσωπικό, συνεπικουρούμενος από την ατομική ευθύνη, κρίνεται απαραίτητος, όχι μόνο στο στάδιο της εκδήλωσης της κρίσης, αλλά και νωρίτερα, πριν αυτή εκδηλωθεί. Η διαχείριση της κρίσης, τα διακριτά δηλαδή εκείνα βήματα που γίνονται πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την κρίση με σκοπό την αντιμετώπισή της, καθώς και ο ρόλος της ηγεσίας μέσα σε αυτήν, είναι το Α και το Ω για την επίτευξη του σκοπού της αποτελεσματικής διαχείρισης. Φυσικά δεν είναι δυνατό να αποτραπούν όλες οι κρίσεις, όμως είναι εφικτή και αναγκαία η καλύτερη διαχείριση και πολλές φορές η αποτροπή ή ο μετριασμός των επιπτώσεων της κρίσης είναι δυνατά.
Τις τελευταίες ημέρες γίνεται έντονη συζήτηση, επίσης, για το γεγονός ότι χρειάστηκε τελικά η συνδρομή του στρατού, ο οποίος πολλές φορές (αν όχι όλες) καλείται να συνδράμει στη διαχείριση κρίσεων που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές και όχι μόνο. Εμπίπτει στις αρμοδιότητές του; Όχι. Έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό προς τούτο; Όχι. Εκπαιδεύεται ειδικά για τέτοιες καταστάσεις; Όχι. Γι’ αυτό κάθε φορά που ένας άνθρωπος, που έχει αναλάβει κομβικής σημασίας θέση για τη διαχείριση μιας κρίσης, η οποία τελικά περιορίζεται ή αποτρέπεται με την βοήθεια του Ελληνικού Στρατού, λέει ή σκέφτεται να δικαιολογήσει τον εαυτό του λέγοντας ότι «δεν είναι δική του ευθύνη», παίζοντας το blame game που τρέφει παθογένειες δεκαετιών, όλοι αυτοί που μόχθησαν για τον σκοπό αυτόν, αδικούνται κατάφορα.
Να σημειωθεί δε πως ένα σημαντικό κενό στην ελληνική περίπτωση είναι τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά εθελοντισμού στη χώρα, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη της συμμετοχής των πολιτών σε εθελοντικές δράσεις, ανεξάρτητα από το αν τη δεδομένη στιγμή που θα κληθούν να επιχειρήσουν υφίσταται μια κρίση ή όχι. Η Πολιτική Προστασία, με σοβαρή οργάνωση θα μπορέσει να πετύχει τον στόχο που τέθηκε κατά την αναβάθμισή της σε ξεχωριστό Υπουργείο, διατηρώντας ένα ικανότατο σώμα εθελοντών, με πολίτες-μέλη που θα έχουν λάβει την απαραίτητη εκπαίδευση και θα έχουν πλέον τρόπο να διοχετεύσουν ουσιαστικά την ενέργεια και την επιθυμία τους να είναι μέρος της λύσης του προβλήματος. Ας μην περιμένουμε να παρακινηθούμε όταν ήδη έχει ξεσπάσει μια κρίση, όπου δεν υπάρχει χρόνος για συλλογή δεδομένων, αξιολόγηση των πληροφοριών, επί τόπου απόπειρες διευθέτησης της κατάστασης κ.ο.κ., βάζοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο και τους πληγέντες, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Η σωστή στιγμή να εμπλακούμε είναι όταν θα έχουμε το χρόνο να λάβουμε εκπαίδευση, να γνωρίσουμε το αντικείμενο και πώς είναι να επιχειρείς στο πεδίο.
Καθώς σε περιπτώσεις κρίσεων οφείλουν να αναλάβουν δράση φορείς σε τοπικό, περιφερειακό, ακόμα και σε εθνικό επίπεδο, το στάδιο της πρόληψης στη διαχείριση των κρίσεων πρέπει να σταματήσει να θεωρείται «αυτονόητο» μόνο στη θεωρία, όπως επίσης στο πλαίσιο αυτό και η εκπαίδευση στις πρώτες βοήθειες πρέπει να εντάσσεται, όπως ήδη γίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές και μη χώρες, στην εργασία, στο σχολείο ή στη διαδικασία απόκτησης του διπλώματος της οδήγησης. Να καταλάβουμε, επιτέλους, πως η διαχείριση κρίσεων, ήδη από το στάδιο της δημιουργίας σεναρίων, δεν είναι «χάσιμο χρόνου» ή «πολυτέλεια», αλλά ανάγκη.
Πολιτικός επιστήμονας – Μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό/ MBA TQM International και MA in Governance – Αρθρογράφος