Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Η παρουσία των γυναικών στο πολιτικό σύστημα αποτελεί αντικείμενο έντονης συζήτησης. Τα πάντα γύρω μας αλλάζουν, το πολιτικό σκηνικό όμως παραμένει αμετάβλητο. Πόσες φορές έχουμε αναρωτηθεί, γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες γυναίκες πολιτικοί; Συνήθως, το θέμα της ισότιμης συμμετοχής στη πολιτική ζωή τίθεται σε προεκλογικές περιόδους. Μετά το πέρας αυτών και τον σχηματισμό κυβέρνησης η κουβέντα σταματάει χωρίς το πρόβλημα να έχει λυθεί. Ιδιαίτερα σε μία χρονική συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τη βία (οποιασδήποτε μορφής) κατά των γυναικών, η ενίσχυση του ρόλου της εντός της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής του τόπου θα αποτελούσε μία δυναμική απάντηση σε όσους επιθυμούν μέσα από την στάση και την συμπεριφορά τους να επαναφέρουν μία κοινωνία του 21ου αιώνα σε συνθήκες μεσαίωνα. Ποια είναι όμως τα δεδομένα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη; Γιατί η χώρα μας κατέχει μία από τις χαμηλότερες θέσεις στο κόσμο στο ζήτημα της γυναικείας εκπροσώπησης στη πολιτική; Και στο κάτω κάτω γιατί αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει άμεσα;

Θα ήταν άστοχο να πούμε ότι το πρόβλημα της ίσης εκπροσώπησης στα κοινά εντοπίζεται μόνο στη χώρα μας. Όμως, η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά χαμηλά στον παγκόσμιο χάρτη του ΟΗΕ σε θέματα συμμετοχής των γυναικών στη πολιτική και σε ρόλους εξουσίας. Σύμφωνα με τα δημογραφικά στοιχεία, ο γυναικείος πληθυσμός στη χώρα μας βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το 51% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο, κάτι αντίστοιχο δεν αντακατοπτρίζεται στο ελληνικό κοινοβούλιο. Μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, η σύνθεση του περιλαμβάνει μόλις εξήντα δύο γυναίκες βουλευτές, ήτοι το 20,6%. Παράλληλα και στον κυβερνητικό σχηματισμό των πενήντα οκτώ στελεχών (υπουργοί, υφυπουργοί, αναπληρωτές) υπάρχουν μόλις δέκα γυναίκες. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα σε επίπεδο ηγεσίας των κομμάτων. Μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά, στη βουλή τουλάχιστον, δεν υπάρχει γυναίκα επικεφαλής κάποιας παράταξης.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Οι γυναίκες ευρωβουλευτές αποτελούν πλέον το 40,4% του συνόλου (ευρωεκλογές 2019) από το αντίστοιχο 27,5% πριν τις ευρωεκλογές του 2004. Ταυτόχρονα, κι ενώ ο αριθμός αυτός δεν επιτυγχάνει την απόλυτη ισορροπία, η Ευρώπη επιχειρεί με κάθε τρόπο να δώσει περισσότερους ρόλους και αξιώματα σε γυναίκες σε μία προσπάθεια ενίσχυσης του ενδιαφέροντος και της ενεργής συμμετοχής τους στη πολιτική. Έτσι, οι γυναίκες αντιπρόεδροι του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου ανέρχονται στις επτά (ψηφοφορία 2022) από τις συνολικά δεκατέσσερις θέσεις αντιπροέδρων. Μάλιστα, ανάμεσα τους συναντάμε και την Ελληνίδα ευρωβουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Εύα Καϊλή, η οποία εξελέγη από τον α’ γύρο σε θέση αντιπροέδρου. Επί πρόσθετα, ποσοστό άνω του 50% είναι γυναίκες ως επικεφαλής επιτροπών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Τέλος, η απώλεια του μέχρι πρότινος προέδρου του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου Νταβίντ Σασολί επέτρεψε στη Μαλτέζα ευρωβουλευτή Ρομπέρτα Μεντσόλα να βρεθεί στη θέση αυτή, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα πρόεδρο μετά από είκοσι χρόνια και συγχρόνως τη νεότερη πολιτικό που αναλαμβάνει αυτά τα καθήκοντα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών για την ίση συμμετοχή των γυναικών στη πολιτική δραστηριότητα προστίθεται η φωτογραφία που απεικονίζει την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν (πρόεδρο της ευρωπαϊκής επιτροπής), τη Ρομπέρτα Μεντσόλα (πρόεδρο του ευρωκοινοβουλίου) και τη Κριστίν Λαγκάρντ (πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) να συζητάνε σε ένα καναπέ των γραφείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες. Η φωτογραφία αυτή είναι σημαντική, αφού πρόκειται για μία ιστορική στιγμή όπου τα ηνία ολόκληρης της Ευρώπης βρίσκονται στα χέρια τριών γυναικών, γεγονός που δεν έχει συμβεί ξανά στα χρονικά της ευρωπαϊκής κοινότητας. Την φωτογραφία ανάρτησε στο προσωπικό της λογαριασμό στο Twitter η Ρομπέρτα Μεντσόλα με τη λεζάντα “For every girl in Europe” (“Για κάθε κορίτσι στην Ευρώπη”), αναδεικνύοντας τον προσανατολισμό της Ευρώπης για το μέλλον.

Αποδεδειγμένα πλέον, όλο και περισσότερα κράτη ανά το κόσμο επιχειρούν να αναδείξουν γυναικείες φιγούρες στην ηγετική πυραμίδα της διακυβέρνησης των χωρών τους. Η Άνγκελα Μέρκελ επί δεκαέξι συναπτά έτη αντεπεξήλθε στο αξίωμα της Γερμανίδας καγκελαρίου. Παράλληλα, αποτέλεσε μία ισχυρή, αξιόπιστη και αναντικατάστατη προσωπικότητα εντός της ευρωπαϊκής ένωσης σε δύσκολες για την κοινότητα περιόδους. Το 2009, κι ενώ η χώρα αντιμετώπιζε την οικονομική κρίση, οι Ισλανδοί εξέλεξαν για πρωθυπουργό την Γιοχάννα Σιγκουρδαντότιρ, την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό της Ισλανδίας. Η Σιγκουρδαντότιρ κλήθηκε να συνδυάσει την ιστορικότητα της εκλογής της και την προσωπική της επιτυχία με την αποφυγή του οικονομικού ολέθρου της χώρας. Και το πέτυχε. Η Νέα Ζηλανδία της Τζασίντα Άρντερν κάνει σημαντικά βήματα προς την εξισορρόπηση των φυλετικών διακρίσεων, την αναγνώριση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ενώ στο ενεργητικό της καταγράφει και την άριστη διαχείριση της πανδημίας. Αλλά και η Σάνα Μαρίν, η πρωθυπουργός της Φινλανδίας, αποδεικνύει ότι η πολιτική δεν είναι ένα ακατόρθωτο όνειρο για κανέναν. Φυσικά, τα παραδείγματα δεν σταματάνε εδώ.

Σήμερα, μόνο η Ισλανδία και η Σουηδία έχουν νομοθετική πρόβλεψη για ίσο αριθμό αντρών και γυναικών στο κοινοβούλιο. Αντίθετα, στην Ελλάδα απαιτούνται πολλά βήματα εξέλιξης για κάτι αντίστοιχο. Η ελληνική βουλή λίγο πριν τις εκλογές του 2019 υπερψήφισε νομοθετική πρόβλεψη για υποχρεωτική ποσόστωση των ψηφοδελτίων της τάξεως του 40% με γυναίκες. Όσο για την παρουσία τους στο κοινοβούλιο ή τον κυβερνητικό σχηματισμό καμία απολύτως πρόβλεψη. Η παραπάνω ενέργεια, μάλιστα, θεωρήθηκε πρόοδος, αφού μέχρι τότε ίσχυε το 30% της ποσόστωσης με γυναίκες. Η χώρα μας, επομένως, δεν είναι σε θέση να μιλήσει όχι για γυναίκα πρωθυπουργό, αλλά ούτε για ισόποση συμμετοχή και εκπροσώπηση στα κοινά. Και όμως για μία κοινωνία συνεχώς μεταβαλλόμενη και με νέες καθημερινές προκλήσεις η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος είναι απαραίτητος. Άλλωστε, η πολιτική, γένους θηλυκού μεταξύ άλλων, προϋποθέτει εναλλακτικές προσεγγίσεις και διαφορετικές οπτικές. Εκτός όλων αυτών, η ενισχυμένη παρουσία των γυναικών τόσο στη πολιτική όσο και σε κομβικούς ρόλους και αξιώματα θα επιφέρει μία ριζική ανανέωση στη νοοτροπία και την κουλτούρα της κοινωνίας και θα αποτρέψει οποιοδήποτε στεγανό ή στερεότυπο να εμποδίζει τον πλήρη εκδημοκρατισμό της κοινότητας όπου ζούμε.