Το PoliticallyIncorrect τιμώντας τους ήρωες πολεμιστές που πριν 82 χρόνια αντιστάθηκαν στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού παρουσιάζει τη συνέντευξη με τον Βετεράνο πολεμιστή Κολιόπουλο Γεώργιο, τον τελευταίο εν ζωή Ιππέα του Ελληνικού Βασιλικού Ιππικού.
Ο εν ζωή Ήρωας του Πολέμου διηγείται την πορεία της ομάδας του στο Αλβανικό Μέτωπο, τις μάχες ενάντια στους Ιταλούς, ενώ ακολουθεί η πορεία στο Γερμανικό Μέτωπο, οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις του εχθρού και η υποχώρηση του στρατεύματος. Ο Γεώργιος Κολιόπουλος έχοντας επιστρέψει μετά το τέλος του πολέμου στο χωριό του στα Κουβέλια Αρκαδίας συνεχίζει την αφήγηση με αναφορές στην Κατοχή και στο Αντάρτικο, ενώ η συζήτηση ολοκληρώνεται με μηνύματα και σκέψεις για την επικρατούσα κατάσταση.
-Καλησπέρα, μπορείτε να μου αναφέρετε μερικά αυτοβιογραφικά σας στοιχεία;
Ονομάζομαι Γεώργιος Κολιόπουλος του Δημητρίου από τα Κουβέλια Τριπόλεως Αρκαδίας. Γεννήθηκα το 1915.
-Στις 28 Οκτωβρίου μαθαίνετε για την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς. Ποια ήταν τα συναισθήματα σας και τι συζητούσε ο κόσμος στο χωριό;
Εγώ το ένιωσα πολύ ωραίο. Όλος ο κόσμος πήγαινε από δική του θέληση (να παρουσιαστεί). Εγώ παρουσιάστηκα στο Γουδί και φύγαμε με το ιππικό. Μάλιστα εγώ έκαμα αναφορά και πήρα το άλογο που είχα στα ανάκτορα, ένα άλογο που το είχα μάθει γιατί πηδούσαμε εμείς στο Πολύγωνο με το φύλαρχο 2.20 εμπόδιο.
Τέλος πάντων, από εκεί πέρα έπρεπε να πάμε στην Αλβανία. Φτάσαμε σε ένα χωριό στα Κτίσματα και μας χτύπησαν οι δικοί μας με το πυροβολικό. Εκεί σκοτώθηκαν και πολλοί άνθρωποι. Μάλιστα η ομάδα μου είχε πάει να φέρει κάτι να φάμε και είχα μείνει με τα ζώα του ιππικού και όπως ήμουνα σε ένα δέντρο ακουμπισμένος πήγα να φύγω και κοίταξα πίσω, και εκείνη τη στιγμή ήρθε μια οβίδα στο δέντρο που ήμουνα. Θα σκοτωνόμουν.Την άλλη μέρα σκοτώθηκε το άλογό μου και φύγαμε, πήγαμε και διανυκτερεύσαμε σε κάποιο άλλο μέρος. Αυτό συνέβη το πρωί που παίρναμε τσάι. Εγώ δεν πήγα στο τσάι. Είχα κατασκηνώσει σε μια μεριά που μου άρεσε. Η ομάδα μου ήτανε δεξιά-αριστερά και όταν σέλωνα το άλογο μου έρχεται μια οβίδα δίπλα μου, αλλά ήταν μέσα σε μια γράνα και πέφτει εκεί και πετάγεται ένα κομμάτι βλήματος, εγώ δεν το είδα, και χτυπάει το άλογό μου στο στήθος. Δεν το κατάλαβα.
Εγώ πήρα το αυτόματο που είχα, το όπλο και το αντίσκηνο, το ρίχνω δίπλα να φύγω και όπως πάει με χτυπάει το αίμα από το άλογό μου. Το έχασα το άλογο.
Εμείς είχαμε πάει στο αλβανικό μέτωπο σε ένα χωριό, στη Φτέρη, που βρισκόταν μέσα στην Αλβανία. Περάσαμε και είχα πάει στο νότιο μέρος του. Είχα ένα πολυβόλο Schwarzlose, το οποίο είχε πόδια, κάτι σαν τραπεζάκι και έκανε θεριστική βολή, έπαιρνε 250 φυσίγγια με κιβώτιο. Επίσης, είχα το τηλέμετρο μου, μέτραγα τις αποστάσεις, το χάρτη μου.
-Ήσασταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου;
Βέβαια, στην πρώτη γραμμή είχαμε πάει, και είχα πάει το φυλάκιο μου σε αυτό το χωριό Φτέρη, 200 μέτρα πιο πέρα σε ένα βουναλάκι όπου είχα φτιάξει το πολυβόλο.
Να πω δε, πως δε θέλησα να πάρω βαθμό για το λόγο το δικό μου.
-Ήθελε να πάει ο κόσμος να πολεμήσει;
Δεν παρουσιάστηκε καμία αντίρρηση. Πρώτα-πρώτα ήμασταν καλεσμένοι από το κράτος. Γιατί να μη θέλουν; Δε μπορούσε κανείς να φέρει αντίρρηση. Στην Αλβανία πήγαμε με τα άλογα και όταν σκοτώθηκε το άλογο μου βρήκα άλλο άλογο και τα πήγαμε και τα δέσαμε σε ένα μέρος που ήταν άλλοι άνθρωποι που τα τάιζαν. Εγώ πήγα, βρήκα τη θέση μου και έφτιαξα το φυλάκιο.
Εγώ δεν είχα μέτωπο μπροστά μου, αλλά αυτό βρισκόταν απέναντι από εμένα.
Ένα βράδυ που έφτιαξα το πολυβολείο μου έκανε κακοκαιρία και ο αέρας την ώρα που κοιμόμουνα μου πήρε το αντίσκηνο.Το πολυβολείο το είχα φτιάξει και το είχα σκεπασμένο όλο. Ο πολυβολητής και οι στρατιώτες μου ήτανε καλά.
Τέλος πάντων, εγώ κοιμήθηκα. Βρήκα ένα μέρος με κάτι πέτρες και κοιμήθηκα καλά, αλλά το πρωί είχε χιόνι και το πολυβολείο μου είχε σκεπαστεί από το χιόνι. Ήτανε τόσο το χιόνι, που θα έφτανε σχεδόν μισό μέτρο και απέναντι μας ανοίξανε πόλεμο,μάχη, οι πεζοπόροι, οι δικοί μας. Εγώ δε χτυπιόμουν από πουθενά. Ευτυχώς τους εγκλώβισα με το πολυβόλο μου και τους χτύπησα πάρα πολύ και πιάσανε οι δικοί μας 60 Ιταλούς.
Σε άλλη στιγμή, βρέθηκα σε ανάγκη και πήγα στην εκκλησία. Εκεί ήταν μια εκκλησία. Πέρασα από το χωριό, πήγα στην εκκλησία και πήρα αλεύρι και λάδι. Άναψα φωτιά μέσα στην εκκλησία,τους έφτιαξα τηγανίτες, και πήρα και τους πήγα. Οι Ιταλοί φαίνεται με είδανε που έφευγα και μου βάλανε με το πυροβολικό και πέρασαν πάνω από το κεφάλι μου και πέφτει μία οβίδα στα 20 μέτρα πίσω μου, αλλά δεν έσκασε. Εγώ όμως από περιέργεια, αφού ήξερα ότι τώρα αυτή είναι νεκρή, πήγα και την είδα.
Λοιπόν πήγα εγώ στη δουλειά μου και το πρωί πλέον έγινε η μάχη με την απέναντι μεριά, με τους πεζοπόρους. Τους χτυπάω εγώ πλευρό-χτύπημα και πιάσαμε 60 Ιταλούς.
Εμένα έπειτα πια με πήρανε. Έφυγα και πήγαμε στο Γερμανικό μέτωπο. Με φέρανε για 10 ημέρες εκπαίδευσης στην Αθήνα, στου Μακρυγιάννη και περνάγανε τα λεωφορεία, αλλά δε με παίρνανε. Όμως, είχα πιστόλι εγώ και βγαίνω μπροστά στη στάση και έβαλα στο λεωφορείο και μπαίνω μέσα και ήταν ένας αξιωματικός, μεγάλος. Μη με βλέπεις τώρα.Τότε ήμουνα αλλιώτικος.Τότε ήμουνα στρατιώτης.Είπα να τον πιάσω, αλλά δε μίλησε καθόλου και πήγα σε ένα σπίτι που ήτανε δικό μου στο Μπραχάμι να κοιμηθώ.
Τέλος πάντων, έφυγα από εκεί έπειτα από 3-5 μέρες.Δεν έκατσα να εκπαιδευτώ και πήγα στο Γερμανικό, στα μηχανοκίνητα. Πήγαμε με μια εγγλέζικη κούρσα και με τον οδηγό μου στη Δοϊράνη δίπλα. Είχα ένα πολυβολείο και έναν όλμο στη διάθεσή μου. Στο πολυβολείο είχα το πολυβόλο Hotchkissπου παίρνει 30 σφαίρες στην ταινία, ενώ το άλλο στην Αλβανία έπαιρνε 250 με το κιβώτιο.Και είχα και έναν όλμο στη διάθεσή μου στο χαράκωμα.
Με τους Γερμανούς ήρθα, μπορώ να σου πω στα 100-200 μέτρα. Ήρθε ένας πρώτα-πρώτα και έκανε έρευνα να δει πού θα βρει αντίσταση. Αυτόν,είχα μια αραβίδαστη διάθεση και ερχότανε κλαρί σε κλαρί. Και να σου πω την αλήθεια, τον λυπάμαι, ίσως να τον σκότωσα. Δεν έφυγε από τη θέση του. Του έριξα 5 σφαίρες.
Την άλλη μέρα πλακώσανε οι Γερμανοί. Τι να σου πω; Σωρό ερχόντουσαν και θα μας πιάνανε, αλλά εγώ παίρνω μια ανταλλακτική κάννη από το πολυβολείο και λέω στα παιδιά, «αν θέλετε ελάτε κοντά να φύγουμε». Ευτυχώς φύγαμε από εκεί πέρα.Ήρθαν κοντά μου οι στρατιώτες και φύγαμε.
Οι Γερμανοί περάσαν από κάποιο άλλο μέρος και βρίσκονταν μπροστά από εμάς με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη.Τέλος πάντων,όπως προχωρούσαμεθα έπεφτα πάνω στους Γερμανούς, αλλά πετάξανε φωτοβολίδα, είδα τη φωτοβολίδα και κατεβαίνω κάτω σε ένα άλλο μέρος, σε άγρια μέρη με δέντρα και ήρθανε πεζοπόροι, φάλαγγα.
– Ήταν πολλοί;
Ναι. Εκεί που ήμουν εγώ, αυτοί ερχόντουσαν στο δικό μου τομέα. Τι να σου πω; Μπορεί να ήταν και 2-3 φάλαγγες, ανά 50 μέτρα και άμα μας πιάνανε θα μας σκότωναν, αλλά φύγαμε και γλιτώσαμε και πήγαμε σε ένα χωριό, δε θυμάμαι πώς λεγόταν, που είχαμε αφήσει τα αμάξια. Είχαμε κούρσες, εγγλέζικα αυτοκίνητα και είχα πάει εγώ με τον οδηγό μου και 3-4 άλλους και όταν φύγαμε από εκεί, από το Γερμανικό μέτωπο, περάσαμε από τη Χαλκιδική, ήρθαμε στην Τήνο. Περάσαμε βάσανα για να πάμε μέχρι εκεί.
-Είχατε φοβηθεί μήπως τραυματιστείτε ή σκοτωθείτε;
Δεν είχα φοβηθεί καθόλου και ούτε τραυματίστηκα ούτε τίποτα. Ακόμα και τότε που σέλωνα το άλογο μου και ήρθε η οβίδα, το βλήμα και χτύπησε το άλογό μου στο στήθος του και του έκανε μια τρύπα, δε φοβήθηκα. Και να σου πω κάτι; Στη Λειβαδιά που πέρασα ήρθε μια κυρία και μου δίνει το «Τίμιο Ξύλο». Βγήκε και μου το έδωσε και κρατάω ένα ψήγμα και μου λέει όταν θα γυρίσεις να περάσεις από εδώ, δεν πρόκειται, μου λέει να σκοτωθείς, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να ξαναπεράσω.Φεύγοντας από τη Χαλκιδική δε μπόρεσα να πάω εκεί που ήθελα.
Εκεί στο Γερμανικό ήμουνα σε μια μύτη, που ήταν ένα ρέμα, ένα ποταμάκι και ο μεγαλύτερος μου αξιωματικός δε με ειδοποίησε. Φύγανε αυτοί και μόνος μου δεν μπόρεσα αμυνθώ και έφυγα, ειδάλλως θα με πιάνανε. Θα μας πιάνανε οι Γερμανοί. Φύγαμε και ήρθαμε στα σπίτια μας, μονάχοι μας. Όπως σας είπα πέρασα και πήγα στην Τήνο.
Περάσαμε από όλα τα μέρη, δεν τα ήξερα εκεί. Θυμάμαι πως περάσαμε πρώτα-πρώτα από το Κιλκίς και κουβαλούσα το όπλο και μας φωνάζανε από το παράθυρο «φευγαλάδες» και δεν έβαλα να τους σκοτώσω.
Στην Τήνο πήγαμε στην εκκλησία, αλλά όταν πήγαμε εκεί έφευγε το καράβι και δε σταμάτησε να μας πάρει, αλλά εγώ είχα το πιστόλι μου και τους λέω, «θα σας σκοτώσω», βέβαια δε θα το έκανα και γυρνάει πίσω το καράβι και παίρνει μόνο εμένα. Οι άλλοι μείνανε και ήρθα στο Λαύριο. Με φέρανε στο Λαύριο και από εκεί πήγα στο χωριό μου.
-Όταν γυρίσατε στο χωριό σας και πλέον υπήρχε η Κατοχή, πως σας συμπεριφέρθηκαν οι Γερμανοί;
Σκοτώσανε δύο άτομα τα οποία καταλάβανε ότι ψάχνανε κάτι να δούνε, δε ξέρω τι ψάχνανε. Νέους ανθρώπους σκοτώσανε. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν φύγει και είχαν μόλις μπει στα βουνά κρυμμένοι δεξιά-αριστερά, δεν είχαν κάνει τίποτα, και γύρισαν πίσω. Δε ξέρω για ποιο λόγο τους σκοτώσανε.
-Υπήρxε αντάρτικο στην περιοχή;
Όχι, εδώ κυρίως χωριάτες ήτανε. Υπήρχε αντάρτικο στο βουνό και πολλοί μάλιστα. Και να σου πω κάτι και για τον εαυτό μου. Είχα αναλάβει φρούραρχος της περιφέρειας με τους αντάρτες για να κάνω τη δουλειά μου. Ήταν ένας που λεγόταν Κονταλώνης που ήταν o αρχηγός.
-Ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΔΕΣ;
Ναι, ήταν αυτοί. Εγώ δεν είχα πάει πουθενά, αλλά τους γλίτωνα.
Οι Γερμανοί έρχονταν εδώ. Είχαμε σιτάρια που είχαμε κόψει και είχαμε ένα σωρό μαζεμένα εδώ πέρα. Τα μαζεύαμε, τα θερίζαμε και τα αλωνίζαμε μέσα στο αλώνι. Ερχότανε η μηχανή και τα αλώνιζε και πήγανε και τα ψάξανε οι Γερμανοί και είχανε περάσει αντάρτες. Πως δε βρήκαμε τον μπελά μας, γιατί οι αντάρτες είχαν κρύψει κάτι μέσα, αλλά δε μιλήσανε. Δεν μίλησαν καθόλου οι αντάρτες.
Οι Γερμανοί έκαψαν ένα σπίτι. Βρήκανε μέσα φουρνέλα, τα οποία τα χρησιμοποιούσαν για να σπάνε τις πέτρες και το κάψανε και κρέμασαν τη μάνα αυτού που είχε το σπίτι ως τιμωρία. Την κρέμασαν έξω από του πατέρα μου το σπίτι από μια μουριά.
Η μάνα μου την είδε. Ήταν μέσα στο σπίτι και είδε που την κρέμασαν. Αυτοί (Γερμανοί) είχαν βάλει ένα τραπέζι, την κρέμασαν, την κοιτούσαν και αφαίρεσαν το τραπέζι και πνίγηκε.
Κάποτε είχαν έρθει εδώ και είχαν ανέβει πάνω στο ταβάνι του σπιτιού μέσα και είχαν ένα παιδάκι και το χορεύανε και είπε ένας στρατιώτης ότι,«έχω κι εγώ ένα παιδάκι».
Το άκουσα εγώ κρυμμένος απάνω στο ταβάνι. Αυτοί κοιμόνταν σε άλλο σπίτι και ήρθαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στο σπίτι μας και κοιμήθηκαν εδώ.Έμειναν εδώ στο χωριό για μια βραδιά και πήραν αλεύρι και φτιάξανε φαγητό μέσα στη δική μας στόφα. Έφτιαξαν τηγανίτες οι αξιωματικοί και πήγαν στο άλλο σπίτι που ήταν οι στρατιώτες.
-Έχοντας βιώσει όλες αυτές τις εμπειρίες και τις κακουχίες, θα ξαναπολεμούσατε για την Ελλάδα;
Και τώρα εγώ είμαι έτοιμος. Είμαι έτοιμος, τώρα στην ηλικία των 107 χρονών θα πολεμούσα! Η αστυνομία και ο στρατός είναι η ζωή μου.
-Τι σημαίνει για εσάς η λέξη «Ελλάδα»;
Η Ελλάδα τι σημαίνει; Σημαίνει πλούσια ζωή! Μπορώ να μη ξεχωρίσω την Ελλάδα από τα άλλα κράτη που τα ξέρω όλα; Αλλά να σου πω και τούτο. Και η Ελλάδα τώρα χάλασε και το λέω εγώ ο Γιώργος ο Κολιόπουλος. Λοιπόν χάλασαν οι νέοι, χαλάσανε και λυπάμαι πολύ.
-Τι δε σας αρέσει στους νέους;
Έχουν φύγει από τον ίσιο δρόμο, δεν πηγαίνουν από την άσφαλτο. Ξέρεις τι σημαίνει μονοπάτια; Μονοπάτια θα ειπεί εκεί που έχουν βάτα και πιάνονται. Δεν πάει καλά ο κόσμος. Δεν είναι ανάγκη να ονομάσουμε, τα ξέρετε όλα και τα ξέρουμε. Ο νέος κόσμος χάλασε γυναίκες και άντρες. Οι μισοί έφυγαν.
Φοβάμαι εγώ, ο Γιώργης ο Κολιόπουλος, που είμαι ένας χωριάτης που δεν μπορώ να ειπώ ότι ξέρω τα πάντα, αλλά αυτά που λέω πιστεύω ότι είναι σωστά. Χάλασε ο κόσμος. Φοβάμαι ότι οι νέοι θέλουν όλο την κρυψώνα.
-Θα πήγαιναν οι νέοι να πολεμήσουν σήμερα στην πρώτη γραμμή όπως πήγατε εσείς;
Και να μη θέλουν να πάνε θα πάνε, θέλουν και δεν θέλουν να το πω έτσι, αλλά εθελουσίως κανένας δεν θέλει να πάει.
-Όταν ήσασταν στην πρώτη γραμμή για ποιο λόγο πολεμούσατε;
Πολεμούσαμε για να κρατήσουμε την Ελλάδα μας, την ηλιόλουστη Ελλάδα μας.
-Τι φοβόσασταν από τους ξένους;
Φοβόμασταν μη μας καταστρέψουν. Μήπως μας κάνουν πράγματα τα οποία δεν επιτρέπονται και τόσα άλλα.
-Σας έλειπε η οικογένειά σας, η γυναίκα σας;
Οπωσδήποτε. Εγώ πρώτα από όλα είχα και καλούς φίλους. Eίχα φίλο ένα Λαζαρίδη που έχει γουναρικά στη Μητροπόλεως και ήρθε η γυναίκα του και μας έφερε φανέλες. Εκεί πέρα στην Αλβανία, σε ένα χωριό που ήμασταν και λεγόταν Κομπάτσα. Είχαμε κακοπεράσει. Είχαμε πεινάσει. Είχαμε πιάσει ψείρα.
-Πως νιώθατε όταν βλέπατε δίπλα σας κάποιον Έλληνα να τραυματίζεται ή να σκοτώνεται;
Νιώθαμε όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τα άλογα που σκοτώθηκαν από το δικό μας πυροβολικό. Δεν τα ξεχνάμε ποτέ. Λυπήθηκα πάρα πολύ.
Εμείς με τη σειρά μας να ευχαριστήσουμε τον κο. Κολιόπουλο Γεώργιο για την εξιστόρηση της προσωπικής του ιστορίας, μιας ιστορίας ελληνικού θάρρους και αγνού πατριωτισμού, ενώ επίσης να ευχαριστήσουμε την οικογένεια του για τη φιλοξενία.
Πολιτικός Επιστήμονας, Απόφοιτος της Σχολής Ασφάλειας και Διπλωματίας του Ισραήλ και της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με ερεθίσματα στην Ιστορική γνώση και στην προαγωγή της ορθής ενημέρωσης.