Ήμουν στο Σύνταγμα αυτές τις μέρες. Καθόμουν σε ένα παγκάκι και όσο περίμενα ένα φίλο, στάθηκε μπροστά μου ένας πρώην χρήστης ουσιών. Πουλούσε μικροπράγματα για να βγάλει το ψωμί του. Έβγαλα ό,τι ψιλά είχα στην τσέπη και του τα έδωσα. Φωτίστηκε το πρόσωπο του και μου έπιασε την κουβέντα.

Μου λέει «Φίλε, 8 χρόνια έχω κόψει τα πάντα, είμαι καθαρός και δεν με αφήνουν ούτε άδεια για ταξί να βγάλω, να πιάσω μια δουλειά, να ζήσω κάπως.»

Μου άδειασε τις τσέπες του και μου λέει, «είμαι εδώ από το πρωί και έχω βγάλει πέντε δεκάρες. Δε νοιάζεται κανείς για εμένα.»

Τον κοίταζα σαστισμένος. Σκοτώνουμε αυτούς τους ανθρώπους ως κοινωνία, περισσότερο από ό, τι εκείνοι προσπάθησαν να σκοτώσουν τον εαυτό τους κάποτε με τον εθισμό. Δεν δίνουμε ευκαιρίες, δεν συγχωρούμε, λες και τα κάνουμε εμείς όλα σωστά.

Έκανε να φύγει, και ξαναγύρισε, για να μου πει όλο πίκρα, «Φίλε, άμα είχα μπει εγώ ή κάποιος σαν και εμένα στο κοσμηματοπωλείο την Παρασκευή και είχα πεθάνει, νομίζεις ότι θα τον ένοιαζε κανέναν; Ότι θα με αναζητούσε κανείς; Πέμπτη είδηση θα ήμουν σε καμία τυχαία φυλλάδα και αν. Βλέπεις εγώ δεν κάνω νούμερα.»

Γύρισε και έφυγε, και συνέχισε να μιλάει χαμογελαστά και ευγενικά με τον κόσμο που τον απέρριπτε άλλες φορές ευγενικά, άλλες όχι.

Και εμένα μου έχει κολλήσει από τότε αυτή η εικόνα, αυτή η συζήτηση. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι έναν άνθρωπο που εκπλήρωσε πραγματικά αυτό που σημαίνει η ετυμολογία της λέξης: Άνθρωπος = Άνω θρώσκω = Κοιτάω ψηλά.

Γιατί μια μέρα κοίταξε ψηλά, βγήκε από τον εθισμό και παρά όλα τα εμπόδια που του βάζουμε εκείνος συνεχίζει.

Γιατί προσπαθεί να κάνει το καλύτερο για τον εαυτό του κάθε μέρα.

Γιατί κατάφερε να αλλάξει.

Ακόμα και αν δεν απασχολεί κανέναν αυτό. Κυρίως όταν δεν απασχολεί κανέναν αυτό.

Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι.