Από μωρό που ήμουν, η μητέρα μου φώναζε να προσέχω τι λέω και να μη μιλάω δυνατά σε δημόσιους χώρους. Κι ως ξεροκέφαλο παιδί, κι αργότερα έφηβη, κι ενήλικας ακόμη, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί επέμενε τόσο. Μέχρι ένα περιστατικό τον πρώτο χρόνο της ξενιτιάς μου στο όμορφο Βέλγιο.
Βλέπετε, εμείς οι Έλληνες έχουμε συνηθίσει, όταν είμαστε στο εξωτερικό να μιλάμε δυνατά και χωρίς πολλές πολλές αναστολές. Ποιος καταλαβαίνει άλλωστε; Έχω κάνει άπειρες κουβέντες σε λεωφορεία και τραμ της πρωτεύουσας της Ευρώπης, για θέματα που, αν ήμουν στην Ελλάδα δε θα έκανα ούτε στο σπίτι μου, παρά μόνο ψιθυρίζοντας. Μεγάλο, τεράστιο λάθος. Και θα σας εξηγήσω γιατί.
Ανεβαίνω όλο χαρά μια μέρα στο τραμ για να πάω στη σχολή. Μπροστά μου βλέπω ξανθιά, μακρυμαλλούσα κυρία, με τζην, μπότες μέχρι το γόνατο, και γυαλιά ηλίου παρά την αποπνικτική συννεφιά. Και πριν προλάβω, φίλες και φίλοι, να πατήσω και το δεύτερο πόδι στο όχημα, το αιχμηρό σχολιάκι, της θηλυπρεπεστάτης (όπως έγινε σαφές) συμπατριώτισσας έπεσε σαν το σφυρί του Σάξονα δικαστή μετά την απόφαση.
“Αυτό τώρα σε τι είναι; Σε αγόρι ή σε κορίτσι;”
Σε αυτό το σημείο να επισημάνω πως είχα κοντά μαλλιά την εποχή εκείνη, και υποθέτω το φύλο μου δεν ήταν ξεκάθαρο από μακριά. Το τζην και το φούτερ που φορούσα δεν βοηθούσαν μάλλον την κατάσταση, παρότι θυμάμαι να φοράω πολύ κοριτσίστικα σκουλαρίκια που θα μπορούσαν θεωρητικά, να δώσουν ένα στοιχείο προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ίσως πάλι, να έφταιγαν τα γυαλιά της συμπαθεστάτης αυτής κυρίας. Σε κάθε περίπτωση, εγώ πέρασα ψύχραιμα από δίπλα της, χτύπησα, ως καλή Ευρωπαία πολίτης το εισιτήριο μου, και γυρνώντας να κάτσω, απάντησα, με χαμόγελο, ως ευγενικό και καλοαναθρεμένο (πανάθεμά με) παιδί που είμαι:
“Σε κορίτσι, και μιλάει κι ελληνικά.”
Ένα ξέψυχο “ααα” ήταν το μόνο που κατάφερε να αρχίσει να αρθρώνει η φίλη μας, γεγονός που ομολογουμένως ενέτεινε την άγρια χαρά που άντλησα και αντλώ από το γεγονός.
Γέλασα πολύ εκείνη τη μέρα με την κυρία αυτή πρέπει να σας πω. Και συνεχίζω να γελάω, χρόνια μετά. Τρέμω όμως στη σκέψη ότι μπορεί να έχω κάνει κι εγώ παρόμοια γκάφα. Γιατί, παρά το κωμικοτραγικό αυτό συμβάν, ομολογώ πως δεν έχω σταματήσει να μιλάω δυνατά κι ελεύθερα στη μητρική μου γλώσσα, με την εσφαλμένη αίσθηση ασφάλειας που δημιουργεί μια σχετικά σπάνια γλώσσα.
Φίλες και φίλοι, συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, προσοχή! Ο ελληνισμός είναι παντού! Και δε μας βγαίνει πάντα σε καλό.