Γράφει ο Παναγιώτης Καμπούρης

Με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί ο πολιτικός κόσμος τις εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής. Η παραπάνω πρόταση περιέχει μία δόση υπερβολής, ωστόσο καθ’ οδόν για τις εκλογές στη Χαριλάου Τρικούπη το ενδιαφέρον για το ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος του κινήματος μεγαλώνει. Ο θάνατος της Φώφης Γεννηματά ανέτρεψε πολλά στη κούρσα διεκδίκησης της ηγεσίας του κόμματος. Ο τρόπος που η ίδια διαχειρίστηκε το πρόβλημα υγείας της, το σύντομο διάστημα που μεσολάβησε από την εισαγωγή της στο νοσοκομείο, την απόσυρση της από τη μάχη των εκλογών και τον τραγικό επίλογο, έδωσε – με δυσάρεστο βέβαια τρόπο – άλλη τροπή στο θέμα των εσωκομματικών εκλογών. Άλλωστε, αν τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε μεσολαβήσει, σήμερα θα μιλούσαμε με εντελώς διαφορετικά δεδομένα για την επόμενη μέρα του Κινήματος Αλλαγής και κατά τη γνώμη μου με ένα μεγάλο φαβορί να προπορεύεται έναντι των υπόλοιπων συνυποψηφίων του.

Όμως, η Φώφη Γεννηματά δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Η απώλεια της προκάλεσε πραγματικά ρίγη συγκίνησης σε όλη την κοινωνία ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου και πολιτικών πεποιθήσεων, κυρίως δε για την ανθρώπινη οντότητα της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής και μετέπειτα για την πολιτική της ιδιότητα. Η παρουσία της Φώφης Γεννηματά προσέδιδε μία σταθερότητα στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που φάνηκε από την στιγμή της ανακοίνωσης της να μην διεκδικήσει την επανεκλογή της (λόγω της κατάστασης της υγείας της), γεγονός που έκανε πολλούς μνηστήρες να βγουν στην επιφάνεια και να διεκδικήσουν την πρωτοκαθεδρία αυτού που εγώ εδώ και αρκετά χρόνια ονομάζω “Πηνελόπη”, δηλαδή του βασικού εκφραστή του χώρου της κεντροαριστεράς. Κάπως έτσι από τους τέσσερις αρχικούς υποψηφίους φτάσαμε στην τελική εξάδα που την 5η του Δεκέμβρη θα αναζητήσει την ψήφο των πολιτών, οι οποίοι θα συμμετάσχουν στην δημοκρατική αυτή διαδικασία εκλογής προέδρου, και τους δύο καλύτερους που μία εβδομάδα αργότερα θα μονομαχήσουν για το χρίσμα του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις κάνουν λόγο για μάχη των τριών: Ανδρέα Λοβέρδου, Νίκου Ανδρουλάκη και ο Γιώργου Παπανδρέου. Ο τελευταίος προέκυψε ως καραμπόλα στη μετά Γεννηματά εποχή, απόφαση η οποία προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Αναμφισβήτητα ένα έμπειρο πολιτικά πρόσωπο, το οποίο έχει μακροημερεύσει στη πολιτική ζωή του τόπου και που έχει κριθεί και κατηγορηθεί για τις αποφάσεις που έλαβε στο παρελθόν. Η επιστροφή του, διότι έτσι χαρακτηρίστηκε, παρόλο που διατηρούσε την βουλευτική του αρμοδιότητα εδώ και καιρό, σηματοδότησε κι ένα ενδεχόμενο μπρος – πίσω του κόμματος σε τυχόν εκλογή του, χωρίς ωστόσο αυτό να θεωρείται βέβαιο. Όπως και να έχει πάντως, η υποψηφιότητα του Γιώργου Παπανδρέου έκανε πολλούς τόσο εντός του ΠΑΣΟΚ όσο και εξωτερικούς παρατηρητές (αντίπαλα πολιτικά κόμματα) να δουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την εσωκομματική διαδικασία των εκλογών με μία μικρότερη ή μεγαλύτερη ανησυχία. Άλλωστε, κανείς δεν παραβλέπει το γεγονός ότι πρόκειται για έναν πρώην πρωθυπουργό, ένα ισχυρό brand name της πολιτικής, του οποίου πιθανή εκλογή θα προσφέρει θετικό και αρνητικό αντίκτυπο στην επόμενη μέρα της παράταξης. Αλλά, όπως  ένας Ανδρέας από μόνος του δεν αρκεί (το είχα γράψει σε παλαιότερο άρθρο με αφορμή την υποψηφιότητα του Ανδρέα Λοβέρδου) για την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ, έτσι κι ένας Παπανδρέου από μόνος του δεν φτάνει.

Το ζητούμενο του νέου προέδρου, όποιος κι αν είναι αυτός, θα πρέπει να είναι η πραγματική ανανέωση και ανασύνταξη του κόμματος του, έτσι ώστε να καταφέρει να διεκδικήσει μεγαλύτερα από τα σημερινά ποσοστά, πράγμα που δεν θα επιτευχθεί μόνο με πιθανή μετονομασία της παράταξης ή επαναφορά στο αρχικό ΠΑΣΟΚ, για το οποίο σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι αναφέρονται. Σημασία, εξάλλου, δεν έχει το όνομα, αλλά οι άνθρωποι που βρίσκεται πίσω από αυτό. Τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και ο Αλέξης Τσίπρας με διαφορετική επιχειρηματολογία και τρόπους πειθούς ο καθένας κατάφεραν να κερδίσουν μερίδα ψηφοφόρων που ουδέποτε ανήκαν ή θα ανήκουν στην κομματική τους βάση, όμως ήταν απαραίτητοι για την διαμόρφωση του σημερινού διπολικού συστήματος και την ανάδυση τους στην εξουσία. Το παραπάνω οφείλει να είναι και η προτεραιότητα του επόμενου προέδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, το πως δηλαδή θα κερδίσει τη μάζα και όχι απαραίτητα το πως θα λέγεται το κόμμα που εκπροσωπεί. Όπως άλλωστε αποδεικνύει και το πρόσφατο παρελθόν, ο διαρκής επαναπροσδιορισμός του ΠΑΣΟΚ στη μεταμνημονιακή περίοδο σε “Ελιά”, “Δημοκρατική Συμπαράταξη” και το σημερινό “ΚΙΝΑΛ” δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, ακριβώς επειδή δεν βρέθηκε η χρυσή τομή μεταξύ της ηγεσίας και του λαού να στηρίξει το συγκεκριμένο εγχείρημα.

Αντίπαλος, λοιπόν, ενός κόμματος δεν είναι ο ίδιος του ο εαυτός, αλλά όσα βρίσκονται έξω και γύρο από αυτό. Ο επόμενος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ πρέπει να πατήσει γερά στα πόδια του και να παλέψει με δύο ισχυρούς πολιτικούς “εχθρούς”, οι οποίοι του αφαιρούν την βασική πηγή δύναμης του (ψηφοφόροι). Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω μέχρι που μπορεί να φτάσει το κόμμα. Σίγουρα, πάντως υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης ή και περαιτέρω παρακμής. Αυτό θα εξαρτηθεί από τον ίδιο τον πρόεδρο και το κόμμα. Γενικότερα, υπάρχει διάθεση να ξεκινήσει μία σοβαρή δουλειά αρκεί να μην σκοντάψει στην εσωστρέφεια και στις εσωκομματικές παθογένειες της γκρίνιας και της αμφισβήτησης προς τον επικεφαλής αρχηγό. Όλα αυτά πάντα υπό τις προϋποθέσεις της εποικοδομητικής κριτικής και αντιπολίτευσης (που το έχει ανάγκη και η χώρα και η κοινωνία), του ορθολογισμού και της εφαρμογής λόγων και πράξεων. Κι επειδή εκλογές με απλή αναλογική έρχονται και μπορεί ο χρόνος τους από την κυβέρνηση τουλάχιστον να είναι προκαθορισμένος, δεν ξέρουμε όμως σε τι κατάσταση θα βρίσκεται η χώρα, καλό θα ήταν μεν και δε να μην αποκλείουν κανένα ενδεχόμενο συνεργασιών…