Γράφει ο Λευτέρης Μαστρογιάννης

Μία πολύ θετική έκπληξη μας επεφύλασσε η Κυβέρνηση το απόγευμα της Δευτέρας όταν ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε από το βήμα της Βουλής την πλήρη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Μετά από 50 μήνες από εκείνο το πρώτο καταστροφικό καλοκαίρι της κυβέρνησης Συριζανέλ επανέρχεται η κανονικότητα και σε αυτόν τον τομέα. Στα πλαίσια αυτής της ιστορικής στιγμής ας δούμε επιγραμματικά πως μας επηρέασαν όλο αυτό τον καιρό και τι συνεπάγεται η παρούσα άρση τους.

Προκειμένου να αποφευχθεί η μαζική εκροή καταθέσεων ενόψει του δημοψηφίσματος που επρόκειτο να γίνει, και μετά από μία συνεχιζόμενη πορεία τεσσάρων μηνών φυγής δισεκατομμυρίων ευρώ στο εξωτερικό, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έθεσε κεφαλαιακούς περιορισμούς προκειμένου να ανακόψει την πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Εκείνο το διάστημα ήταν που προκλήθηκε και η μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία της χώρας. Η οικονομία παρέλυσε με τους πολίτες να στήνονται σε ουρές εκατοντάδων για να πάρουν 60 ευρώ από τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης, ενώ πολλές εταιρείες χρεοκόπησαν και έκλεισαν καθώς είτε δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, είτε να πληρώσουν τους προμηθευτές τους με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους. Με τον καιρό ωστόσο και μετά την περίφημη “κωλοτούμπα” που η Κυβέρνηση Συριζανέλ εφάρμοζε πλέον βασιλικότερα του βασιλέως τις μνημονιακές πολιτικές, οι περιορισμοί χαλάρωναν μέχρις ότου σήμερα που ήταν σχεδόν μηδαμινοί και πρακτικά αφορούσαν την διακίνηση πολύ μεγάλων κεφαλαίων από εταιρείες προς το εξωτερικό.

Αυτό το γεγονός είναι που χρησιμοποιήθηκε από την Αντιπολίτευση και από συμπολίτες μας χωρίς την απαραίτητη κατάρτιση ώστε να διακινείται η άποψη ότι δήθεν δεν είχαν πλέον οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων κάποια αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη της Οικονομίας, πράγνα που δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο ψευδές. Η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων που εξήγγηλε ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής αίρει δύο πολύ μεγάλα αγκάθια στην πορεία για την αναστροφή του κλίματος αποεπένδυσης που επικρατεί.

Αφενός απελευθερώνει την ρευστότητα των μεγάλων εταιρειών που προαναφέρθηκαν και οι οποίες ακόμα επηρεάζονταν ουσιωδώς από τους περιορισμούς. Πλέον διακινώντας ελεύθερα τα κεφάλαια τους, μπορούν να αφιερώσουν την ρευστότητα που πριν παρακρατούσαν για λόγους ασφαλείας, για την υλοποίηση νέων φιλόδοξων σχεδίων, για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους, την αύξηση των προσλήψεων τους ή ακόμα και για νέες επενδύσεις.

Αφετέρου και πλέον σημαντικό, αποκαθιστά την αξιοπιστία της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Η επαναφορά στην κανονικότητα μας εξισώνει με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μειώνοντας την απόσταση της ανταγωνιστικότητάς μας απο αυτές. Αυτό συμβαίνει διότι παρά την, όπως προαναφέραμε εξαιρετική χαλαρότητα που ήδη υπήρχε, ο νόμος θέσης των περιορισμών επιτρέπει στον εκάστοτε Έλληνα Υπουργό Οικονομικών να εντείνει τους περιορισμούς με μία απλή Υπουργική απόφαση, καθιστώντας εξαιρετικά ριψοκίνδυνη την παραμονή των κεφαλαίων εντός του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Με την άρση τους κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, χωρίς να προηγηθεί μία περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ της Κυβέρνησης και της ΕΚΤ, λειτουργώντας ως εγγύηση για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων.

Έτσι πλέον με την ψήφιση της άρσης των περιορισμών από 1η Σεπτεμβρίου, η Ελληνική Οικονομία επανακτά την αξιοπιστία και το κύρος που έχασε τον Ιουλίο του 2015, καθιστάμενη και πάλι ασφαλής στα μάτια της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας. Η άρση των capital controls ήταν ένα εκ των ουκ άνευ βημάτων στην πορεία για να καταστεί η Ελλάδα ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός.