Γράφει ο Ηλίας Σολωμός

Όσο περνάει ο καιρός και η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μία πρόκληση μετά την άλλη γίνεται ολοένα και περισσότερο εμφανές το έλλειμμα που χαρακτηρίζει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και ειδικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Το άλλοτε έμπλεο αυτοπεποίθησης κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς έχει καταλήξει να αποτελεί μια σκιά του παλαιότερου εαυτού του.

Η δεκαετής κρίσης παρά την βίαιη προσαρμογή του επιπέδου του ελληνικού λαού επί το χείρον που προκάλεσε ταυτόχρονα δημιούργησε νέα δυναμικές. Η ανάδυση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 ήταν η κατάληξη της έξαλλης αντιμνημονιακής ρητορικής που χαρακτήρισε το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας. Στην συνέχεια και με δεδομένη την τραγική κατάληξη της ‘‘υπερήφανης διαπραγμάτευσης’’ η ριζοσπαστική αριστερά προσπάθησε να αναδιαμορφώσει το προφίλ της δημιουργώντας ένα αφήγημα περί φιλολαϊκής εφαρμογής του τρίτου μνημονίου. Ταυτόχρονα εξαιτίας της πολιτικής ανοιχτών συνόρων στο φλέγον ζήτημα του μεταναστευτικού αφενός και αφετέρου με την πρωτοφανή ευκολία με την επίλυσε το Μακεδονικό στο όνομα μάλιστα… της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, κατέστη σαφές πως οτιδήποτε εξυπηρετούσε την παραμονή της Αριστεράς στην εξουσία εργαλειοποιούνταν δίχως καμία ανησυχία περί μείζονων εθνικών υποχωρήσεων.

Μετά την ήττα στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να βρει βηματισμό. Είναι τέτοια η ανικανότητα του που αυτό αποτελεί πρόβλημα για την χώρα και το πολιτικό σύστημα, καθώς η κυβέρνηση της ΝΔ ‘‘παίζει μπάλα μόνη της’’ και ενδεχομένως αυτό της προσδώσει αλαζονικές τάσεις. Παρόλα αυτά ίσως ζητάμε πάρα πολλά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Την ώρα που η πανδημία της COVID-19 καλπάζει, ολόκληροι τομείς της οικονομίας είναι καθηλωμένοι και οι τουρκικές προκλήσεις εντείνονται, η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί μείζων θέμα το κατά πόσον ο αμετανόητος εγκληματίας Δημήτρη; Κουφοντίνας νιώθει άνετα ή όχι στην φυλακή. Από εκεί και πέρα, αυτόν τον 1,5 χρόνο που η Αριστερά επέστρεψε στα έδρανα της αντιπολίτευσης δεν χάνει ευκαιρία να μας θυμίζει την απύθμενη υποκρισία της. Οι κραυγές του περασμένου Μαΐου για άμεσο άνοιγμα του τουρισμού, το φθινόπωρο γίνονται κριτική προς την κυβέρνηση που άνοιξε τις πύλες της χώρας. Οι προειδοποιήσεις του Αλέξη Τσίπρα προς την κυβέρνηση από το βήμα της Βουλής να μην διανοηθεί να κλείσει εκ νέου την αγορά με νέο lockdown, σήμερα υποκριτικά μετατρέπονται σε διαπιστώσεις ότι δεν έπρεπε να ανοίξουν οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου.Φυσικά υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγματα.

Εκεί όμως που γίναμε για ακόμη μια φορά μάρτυρες της πολιτικής αλητείας από την οποία διέπεται ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλεξής Τσίπρας προσωπικά, είναι το ζήτημα των πρόσφατων διαδηλώσεων για το νομοσχέδιο με τις εμβληματικές αλλαγές στην παιδεία. Σε συνέντευξη του σε τηλεοπτικό σταθμό ο πρώην Πρωθυπουργός μας γνωστοποίησε ότι δέχεται το ρίσκο οι διαδηλώσεις να αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης του κορωνοϊού. Μάλιστα προβαίνοντας σε ένα πρωτοφανές λογικό άλμα κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι αυτή βγάζει τον κόσμο στους δρόμους με το τάχα ακραίο νομοσχέδιο που επιχειρεί να περάσει. Εννοείται πως δεν μας είπε ποτέ ότι αυτοί που μαζεύονται στους δρόμους είναι οι γνωστοί 4000-5000 επαγγελματίες διαδηλωτές του ΚΚΕ και της Αριστεράς εν γένει. Το χειρότερο ωστόσο με αυτό το επιχείρημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι επί της ουσίας εκβίασε τον κοινοβουλευτισμό. Επειδή μια θλιβερή μειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν θέλει να αλλάξει τίποτα στα Πανεπιστήμια, κατά την γνώμη του δεν πρέπει η αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ που εξελέγη με 40% να υλοποιήσει το πρόγραμμα της. Σε απλά ελληνικά ο Τσίπρας είπε ότι αν η κυβέρνηση δεν υπακούσει στα κελεύσματα του 3%, η αριστερά θα αμολήσει τους δικούς της στους δρόμους αδιαφορώντας ακόμη και για τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού.

Συμπερασματικά, κάθε νουνεχής πολίτης έχει διαπιστώσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εθνικά επιζήμιος. Αυτό το κράμα λαϊκισμού, υποκρισίας, αμορφωσιάς και απέχθειας προς κάθε τι που υμνεί την πατρίδα και το Έθνος δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση άρα και κατ’ επέκταση την εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης του τόπου. Πλέον ολοένα και περισσότερο πληθαίνουμε αυτοί που ευχόμαστε για το καλό της χώρας να αναδείξει το ΚΙΝΑΛ μια νέα, δυναμική ηγεσία για να στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ εκεί που νομοτελειακά αλλά και ιστορικά ανήκει, στο 3%.