Τις τελευταίες εβδομάδες βρισκόμαστε θεατές σε ένα σκληρό παιχνίδι στρατηγικής μεταξύ των χωρών της Μεσογείου. Η πρώτη ένταση με το Oruc Reis αποκρούστηκε από την ταχύτητα αντίδρασης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όσο από τη μεσολάβηση της ΕΕ δια χειρός της προεδρεύουσας Γερμανίας. Ο κατά τα άλλα σκληρός Ερντογάν έκανε πίσω, καθαρά και χωρίς αστερίσκους, προκειμένου να ξεκινήσει εκ νέου διάλογος Αθήνας-Άγκυρας, τονίζοντας ωστόσο στην καγκελάριο πως δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες.
Η ξαφνική επίσκεψη Δένδια στο Κάιρο άλλαξε πολλά στην εξίσωση, στερώντας το χρόνο αντίδρασης από τον Ερντογάν. Η ελληνική πλευρά οριοθέτησε ΑΟΖ με την Αίγυπτο μεταξύ 26ου και 28ου μεσημβρινού κατοχυρώνοντας επήρεια στα ελληνικά νησιά χωρίς να παρέχει επιχειρήματα ή να προσβάλει την τουρκική κυριαρχία στο δύσκολο κομμάτι του Καστελόριζου. Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τον «μεγάλο σουλτάνο», ο οποίος είδε το τουρκολυβικό σύμφωνο να ακυρώνεται στην πράξη. Επί της ουσίας, εισέπραξε βαριά ήττα στο εξωτερικό.
Η συνταγή της λύσης για τον Τούρκο ηγέτη είναι απλή και γνωστή: Ένταση και κλιμάκωση. Η οικονομία είναι στα τάρταρα, η δημοφιλία του χαμηλά και η δυναμική του αναδυόμενου Ισλάμ στο εξωτερικό φαίνεται να κλονίζεται.
Και όμως συνεχίζει να προσπαθεί να επιβάλλει τετελεσμένα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Η λύση είναι μία νίκη. Νίκη στην οικονομία εν μέσω κορωνοϊού δεν πρόκειται να καταφέρει. Ο τουρισμός της Τουρκίας φλερτάρει με το απόλυτο 0, οι εξαγωγές είναι πεσμένες, τα αποθεματικά άδεια, η λίρα συνεχίζει να κατρακυλά σε επικίνδυνα επίπεδα και κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται η ανάγκη για σταθερότητα.
Ο Τούρκος πρόεδρος διαθέτει πάντοτε ένα κρυφό άσσο στο μανίκι. Πρόκειται για ένα γήπεδο που δεν έχει χάσει ακόμη: Το κυπριακό. Γνωρίζει πολύ καλά πως η Λευκωσία σε αντίθεση με την Ελλάδα δε μπορεί να αντιταχθεί στρατιωτικά στους σφετερισμούς του και πως ταυτόχρονα η Αθήνα όσο και οι όμορες χώρες δεν είναι προτίθενται ιδιαίτερα να κάνουν πόλεμο πάνω σε ύδατα άλλου κράτους.
Είναι λοιπόν μελλοντικά η Κύπρος στο έλεος του Σουλτάνου;
Η απάντηση είναι αρνητική. Το ελληνοτουρκικό πρόβλημα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το κυπριακό, έχει λύση και μάλιστα ευρωπαϊκή. Τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να σταματήσουν να παίζουν κρυφτό και να αναλάβουν τις ευθύνες τους όπως θα έκαναν εάν η δική τους χώρα τελούσε υπό πολιορκία. Οφείλουν να αντιμετωπίσουν την Τουρκία, όχι ως μια φίλη και προς ένταξη χώρα, αλλά με βάση αυτά που έμπρακτα πρεσβεύει: Να την αντιμετωπίσουν, δηλαδή, ως εχθρό και συστηματικό παραβάτη, με σκιώδεις βλέψεις. Και όπως είναι γνωστό οι παραβάτες υφίστανται κυρώσεις.
Δεν είναι τόσο πίσω στο παρελθόν η νομισματική κρίση της Τουρκίας μετά τους δασμούς των ΗΠΑ στον τουρκικό χάλυβα. Ειδικά σε μια χρονιά με μηδενικό τουρισμό, η Τουρκία μπορεί να νιώθει πως δεν έχει και πολλά να χάσει αλλά μια τέτοια αντίληψη δε θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα. Μια νέα νομισματική κατάπτωση, και ειδικά σε μια φάση που η λίρα είναι εκτεθειμένη στο ευρώ, θα έφερνε νέα δεδομένα και ενδεχομένως θα έσπαγε την φούσκα της οικονομίας της. Κάτι τέτοιο θα την ανάγκαζε να στραφεί στα χέρια του ΔΝΤ, το οποίο έχει αφήσει άσχημες μνήμες στον τουρκικό λαό και θα σήμαινε το τέλος του οράματος Ερντογάν.
Συνεπώς μια τέτοια πιθανή εξέλιξη θα οδηγούσε ακόμη και τους πιο θερμόαιμους, να δουν τα πράγματα υπό ένα πιο ρεαλιστικό πρίσμα. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι το πόσο διατεθειμένη είναι η Τουρκία να τραβήξει το σχοινί προκειμένου να κερδίσει αυτά που διεκδικεί μαζί με το χαμένο της γόητρο, αλλά το πόσο αποφασισμένη είναι η ΕΕ να την αντιμετωπίσει. Εάν η Ευρώπη αποφασίσει να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις, η Τουρκία έχει μόνο μια επιλογή: Να υποχωρήσει.
Αναδημοσίευση από εφημερίδα Εστία – 15/08/2020
Αγρονόμος και Τοπογράφος Μηχανικός – Ραδιοφωνικός παραγωγός με ενασχόληση στην δημοσιογραφία και την επικοινωνία