Γράφει ο Αντώνης Βλάχος

Όταν μιλούμε για θέατρο, θεατρικές παραστάσεις, συντελεστές αυτού, έρχεται στο μυαλό του καθενός μας ένα σύστημα κλειστό. Θεωρείται κλειστό διότι μόνον οι μυημένοι σε αυτό μπορούν να κατανοήσουν το βάθος και την σημασία των όσων υποκρίνονται. Ο υποκρινόμενος ένα ρόλο οφείλει να μετενσαρκώσει μία ιδέα ή ένα πρόσωπο που είτε προσιδιάζει σε αυτόν είτε απλώς έχει τόσο μεγάλο ταλέντο, ώστε ανεξαιρέτως να υποδύεται το κάθε τι με την ίδια ευκολία. Υπό αυτούς τους όρους, δικαίως γίνεται εξ ολοκλήρου αντιληπτό το νόημα και το αντικείμενο της υποκρισίας τους μόνο στους «ομοφρονούντες», δηλαδή τους ίδιους τους ηθοποιούς.

Από την πλευρά τους, δε, οι θεατές της θεατρικής ανα-παράστασης μπορούν μονάχα σε έναν ορισμένο βαθμό να αντιληφθούν αυτό το βάθος, παρασυρόμενοι από την «ωραιότητα» της σκηνής και των συντελεστών που την απαρτίζουν. Επομένως, υιοθέτει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η άποψη ότι το θέατρο διασκεδάζει τους θεατές του και ηδονικά λειτουργεί στο ένστικτο των εξυπηρετητών του. Στην πρώτη περίπτωση, η ωραιότητα σχετίζεται, αν όχι ταυτίζεται, με το θέαμα, το υποκριτικό «φαίνεσθαι» που παρουσιάζεται εμπρός τους. Αυτή η ωραιότητα μεταφράζεται ως κάτι εξαιτίας του οποίου ψυχαγωγούνται  και καταλήγουν στην συμπερασματική γνώμη τους, βάσει ατομικών κριτηρίων, δεχόμενοι ή όχι αυτή την ωραιότητα. Αντιθέτως, κατά την δεύτερη περίπτωση, η ωραιότητα εξελίσσεται. Εξελίσσεται σε ιερότητα και καθήκον. Πρόκειται για εκείνο το καθήκον να ομοιάσει όσο το δυνατόν ο υποκρινόμενος ρόλος τον πραγματικό χαρακτήρα του εκάστοτε έργου. Πρόκειται για ιερότητα, εφόσον οι ηθοποιοί οφείλουν να υπερβούν τον εαυτό τους, πολλές φορές να νιώθουν ότι ίπτανται επί της σκηνής σε έναν κόσμο αλλοτινό, παράλληλο ή εντελώς ξένο από τον παρόντα. Επικαλούνται, δηλαδή, εκείνη την Μούσα που τους μετουσιώνει σε αγγέλους έτοιμους και ικανούς να ικανοποιήσουν τις διαθέσεις του θεού.

Επομένως, το θέατρο διαθέτει εντός του το στοιχείο της ψυχαγωγίας, της ιερότητας και του καθήκοντος. Και τα τρία αυτά στοιχεία εγκολπώνονται στην έννοια της ωραιότητας, του μεγίστου εκείνου αγαθού δηλαδή που τέρπει αμφοτέρους –ηθοποιούς και θεατές. Σε διαφορετικό βαθμό συμβαίνει, αλλά πάντως συμβαίνει κι αυτό αποτελεί διακύβευμα. Συγκεντρωτικά, για να υπάρξει ωραιότητα θα πρέπει να τηρούνται τα παραπάνω κριτήρια. Κι αυτή με τη σειρά της υπάρχει ώστε να επιτελέσει έναν ανώτερο σκοπό. Διαφορετικά θα γινόταν λόγος για μια έννοια αφηρημένη, χωρίς επαρκή προσανατολισμό.

Ο τελικός σκοπός είναι η παίδευσις. Ο όρος αυτός έχει εντός του την έννοια του βασάνου και της ταλαιπωρίας. Με άλλα λόγια, είναι πόνος. Όχι σωματικός αλλά πνευματικός. Πρέπει να παιδευτεί κανείς και να κοπιάσει, να μοχθήσει ώστε να κατανοήσει  το μεγαλείο αυτού που εκτυλίσσεται μπροστά του, να καταλάβει και να δικαιολογήσει ή να κατακρίνει την τάδε ή την δείνα επιλογή του προσώπου. Ο πνευματικός αυτός πόνος είναι πεμπτουσία που κρίνει την αντιληπτική ικανότητα του καθενός μας και ταυτοχρόνως την απαραίτητη προϋπόθεση ώστε το θέατρο να τέρπει κι όχι απλώς να είναι το μέσον εκείνο που το επιλέγει κανείς εξαιτίας του ότι, ενδεχομένως, έτσι να υπαγορεύουν οι επιταγές της μόδας.

Το θέατρο είναι ναός πνεύματος και αισθητικής. Ιερείς του, οι ηθοποιοί και προσκυνητές του οι θεατές. Προέλευσης θεϊκής και δώρο θείο που ποτίζει την συνείδηση των ανθρώπων με το νέκταρ της γνώσης και του ωραίου. Μέσω αυτού γίνεται κανείς κοινωνός μιας θείας βούλησης : να εγκαταλειφθούν παροδικά τα ανθρώπινα και να αναδυθούν τα απόκρυφα της ψυχής του. Ώστε, όταν τελεστεί ο σκοπός του, η επιστροφή στην ενσώματη ζωή να έχει διανθιστεί με τόλμη, ωραιότητα, πραότητα και ολοκλήρωση πνευματική.