Γράφει ο Θανάσης Μιχαλόπουλος

Μηνύματα για την επερχόμενη καταδίκη της Χ.Α. κατακλύζουν την ημερήσια και εβδομαδιαία θεματολογία. Σαφέστατα, η δικαιοσύνη έπραξε τα δέοντα. Έφερε την νέμεσι, μετά την ύψιστη ύβρι της ίδιας της ανθρώπινης ζωής και των αξιών.

Η καταδίκη των πυρήνων και των στελεχών της Χ.Α. είναι ένα γενναίο, πρώτο μεν, βήμα για τη διάλυση κάθε –το τονίζω- επιβουλευτικού μορφώματος, το οποίο ευθαρσώς αμφισβητεί τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τους θεσμούς, τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας. Αν μη τι άλλο, η σκοταδιστική περίοδος του κυνηγιού των ιδεών βρίσκεται εντός του ιστορικοκοινωνικού βόρβορου, απευχόμενοι όλοι να επανέλθει έστω και ως ιδέα, σε κάποια αρρωστημένα μυαλά.

Τα αρρωστημένα μυαλά, όμως είναι το πρόβλημα. Ποσοτικά, από τη μία και ποιοτικά –σαφώς- από την άλλη. Πόσοι είναι αυτοί που εκφράζουν και πραγματώνουν τα μύρια όσα κακά; Προσεγγιστικά, είναι σχεδόν η μισή ανθρωπότητα. Διότι, στην τόσο ραγδαία εξέλιξη των πάντων γύρω μας, νομίζουμε, πως ο άνθρωπος έχει προχωρήσει τόσο μπροστά, που έχει απεμπολήσει πλήρως τη ζωώδη ύπαρξη του (στο σημείο αυτό να πω, πως το «ζωώδης» είναι μια κοινότυπη – μάλλον προσβλητική φράση, αφού τα ζώα είναι σαφέστατα καλύτερα από τον τερατωδώς νοσούντα ανθρώπινο νου). Στην πραγματικότητα, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι ιδέες αυτές γεννιούνται μέσα από κοινωνίες γεμάτες ανισότητες, κακουχίες και χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Ο όχλος –ρωμαϊστί- είναι ο ευκολότερος αποδέκτης χειραγώγησης από την ιδέα του ολοκληρωτισμού και στην προκειμένη του φασισμού. Μέσα από το ίδιο το “facio” (=κάνω) και τους fasces (= οι ενωμένες ράβδοι που δεν σπάνε) αντιλαμβανόμαστε το γιατί.

Γιατί ο φασισμός πουλάει ελπίδα, ενότητα, κάτι που ο απελπισμένος και παραγκωνισμένος άνθρωπος το έχει ανάγκη.

Αυτό πουλούσε η Χ.Α. στον κόσμο, με επιτυχία ομολογουμένως, μέχρις ότου αποκαλύφτηκε η υποδόρια δράση της. Υπάρχει τεκμήριο αθωότητας στον εξαπατημένο ή αντιστοίχως ενοχής; Εγώ, προσωπικά, αναλογίζομαι πώς όλοι κάποια στιγμή εξαπατηθήκαμε και φτάσαμε σε σημείο που δεν θέλαμε. Σαφώς όμως, η άγνοια δε συγχωρείται. Γι’ αυτό, δέχομαι την εφήμερη υποστήριξη, δε δέχομαι την συνεχιζόμενη μέχρι τώρα. Διότι, τώρα καμία άγνοια δε συγχωρείται, καμία ανοχή.

Φαντάζομαι, μισό εκατομμύριο άνθρωποι, γείτονές μας, φίλοι, εραστές, συνεργάτες, εχθροί μας, πώς νιώθουν σήμερα. Πήραν την τιμωρία τους. Ήρθε και για αυτούς η Νέμεσις, βλέποντας μπροστά στο κατηγορητήριο να περνά η σωρεία των εγκλημάτων που σκεπαζόταν κάτω από τη βουλευτική κουκούλα. Απέβαλαν από μέσα τους το διχαστικό δίλημμα. Είδαν πώς αυτοί ειδικά τους εξαπάτησαν πολύ περισσότερο από όλους τους άλλους. Γιατί; Γιατί αυτοί πάτησαν πάνω στη ζωή και την αφαίρεσαν.

«… Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. ‘Η προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους, ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών…», είχε γράψει το 1993 ο Μάνος Χατζιδάκις (!).

Φανερώθηκε σε μας, λοιπόν, με την ανοχή πολλών, αλλά ας ευθυμήσουμε. Διότι η πολιτεία το σταμάτησε. Αργά, με λάθη, με παραλείψεις, με χίλια κακά. Το σταμάτησε όμως. Και επιτέλους, η πολιτεία, έγινε διαπλαστική. Πλάθει χαρακτήρες. Σταματά εκείνον που παρεκτρέπεται και τον νουθετεί, υπενθυμίζει στις νέες γενιές, γράφει ιστορία.

Αν είμαστε τέρατα, αυτό οφείλεται στη φύση μας. Αν είμαστε άνθρωποι, οφείλεται στη διάπλασή μας. Και η διάπλαση αυτή αποκτά ένα φωτεινό σημείο. Πρέπει να γίνει το ίδιο για χιλιάδες άλλα μελανά σημεία των καιρών μας, και για άλλους, αδικοχαμένους, νεκρούς, οι οποίοι χάθηκαν εξαιτίας κάποιων αρρωστημένων μυαλών. Το κράτος δικαίου να δώσει τη μάχη του, γιατί απεδείχθη, όπως το ‘χαμε δει παλαιότερα, αλλά ξεχνάμε εύκολα, πώς η δικαιοσύνη καθορίζεται από την παιδεία μας και από το (η)έθος μας.

Κλείνοντας, αναφέρομαι σε κάτι βαθύτατα σκοτεινό·

Ο μέγας αρχιτέκτων της πολιτικής επικοινωνίας και «πατέρας» της προπαγάνδας, Γκαίμπελς, στα τελευταία λόγια του, ανεφώνησε:

-«Θα ξαναγυρίσουμε και η γη θα τρέμει».

-«Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει!», του απαντά ο Ρίτσος και το φως του φεγγαριού είναι ομορφότερο πια!