Γράφει ο Σαράντης Σάντας

Σίγουρα τα χειρότερα Χριστούγεννα που έχω περάσει. Το μόνο που με έκανε να θυμάμαι ότι όντως έχουμε Χριστούγεννα είναι τα φθηνιάρικα φωτάκια που κρέμασα στην βιβλιοθήκη μου. Καθημερινά έβγαινα για περπάτημα. Σε μία Αθήνα πιο παρακμιακή και από αυτήν που γνώρισα στο πρώτο έτος της σχολής. Τότε που τα πρεζάκια χτύπαγαν ενέσεις μπροστά στο Πανεπιστήμιο. Η άδεια Αθήνα σε αναγκάζει να βλέπεις την πόλη όπως πραγματικά είναι. Σε αναγκάζει να βλέπεις αυτό που απομένει. Τσιμέντο, βρωμιά, κακογουστιά και πάλι βρωμιά. Πολύ βρώμα αυτή η πόλη. Παντού. Όπου και αν πας νιώθεις πως, οτιδήποτε και να ακουμπήσεις το χέρι σου θα μαυρίσει. Τελικά ζώντας αρκετό καιρό εδώ εκτός από τα χέρια, μαυρίζει και η ψυχή σου.

Η φιλία μου με τον διαχειριστή της πολυκατοικίας και μερικούς ακόμα γείτονες μου εξασφάλισε την βασική καθημερινή επικοινωνία και λίγο κουτσομπολιό σχετικά με τους υπολοίπους ενοίκους.

Τις προηγούμενες χρονιές είχε τύχει να κάτσω μέσα τα Χριστούγεννα και να κοιμηθώ από νωρίς. Ήταν όμως δική μου επιλογή. Δεν μου το επέβαλε κάποιος. Διάβασα μία έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που έλεγε ότι έχουμε μία από τις πέντε πιο σκληρές καραντίνες του πλανήτη. Παρόλα αυτά τα κρούσματα μειώνονται υπερβολικά αργά. Στα κανάλια οι δημοσιογράφοι – λοιμοξιολόγοι και γενικά πανεπιστήμονες κάνουν αναλύσεις γιατί δεν πέφτουν τα κρούσματα. Εγώ μπροστά από τον υπολογιστή μου να φωνάζω:

«Αφού όλοι είναι έξω ρε μάγκα, όχι που θα κάτσουν να σκάσουν.»

Αλήθεια είναι. Όλος ο κόσμος είναι σε σπίτια μαζεμένος, πίνει ποτά «και καλά κάνει» βγαίνει έξω, οδηγεί και γενικά προσπαθεί να την παλέψει. Δεν μπορείς σε μία δημοκρατία να περιορίζεις με το ζόρι και για μεγάλο χρονικό διάστημα ελεύθερους πολίτες σε κατ’ οίκον φυλάκιση. Κάποια στιγμή θα ξεχυθούν όλοι στους δρόμους.

Η παραπάνω φωτογραφία είναι από τις 24/12/2020 και ώρα κάπου ανάμεσα από τις 6 και τις 7. Στην Ομόνοια προφανώς. Ούτε πολλά αυτοκίνητα ούτε και πεζοί στους δρόμους. Ελπίζω η ΚΥΡΙΑ ΠΑΓΩΝΗ να είναι ευχαριστημένη. Ας ελπίσουμε επίσης να σταματήσει να βγαίνει τόσο πολύ στην τηλεόραση. Μπορεί να μας πάθει τίποτα η αγαπημένη μας. Ποια θα μας φωνάζει μετά; Ποια θα μας κουνάει το δάχτυλο φορώντας το πιο έντονο κόκκινο κραγιόν που έχει βγάλει η βιομηχανία καλλυντικών;

Φέτος τα Χριστούγεννα με απασχόλησαν πολλά θέματα. Υπερβολικά πολλά. Ένα από αυτά ήταν το ποσοστό θνητότητας του ιού στην χώρα που έφτασε σύμφωνα με το Bloomberg το 6,3%. Ντροπή για την Ελλάδα της «επιτυχημένης» διαχείρισης της πανδημίας. Αισθάνθηκα λίγο φόβο για να πω την αλήθεια. Αν μπεις σε ΜΕΘ, δεν έχεις τόσο καλές πιθανότητες όσο νομίζαμε τελικά. Ευτυχώς οι Black Sabbath και το Κτήμα του Νίκου Λαζαρίδη έκαναν αυτές τις σκέψεις να φεύγουν γρήγορα.

Σκουπιδοχριστούγεννα με όλη την έννοια της λέξης. Σαπίλα, απογοήτευση, συρρικνωμένο ΑΕΠ, κλειστά μαγαζιά και ότι άλλο κακό μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα έρθει μαζί με μία οικονομική ύφεση. Μόνο το ηφαίστειο της Σαντορίνης δεν έσκασε. Ποτέ μην λες ποτέ…

Είδα αυτό το βιβλίο. HOW TO DIE. Κατέβηκα με τα πόδια από το σπίτι μου μέχρι το βιβλιοπωλείο τρεις φορές. Και τις τρεις φορές ήταν κλειστό. Τέτοια Χριστούγεννα κάναμε φέτος. Ούτε ένα βιβλίο για το πως να πεθάνουμε δεν μπορούμε να αγοράσουμε. Όταν μας πάει κόντρα το σύμπαν τι πρέπει να κάνουμε; Να τα παρατήσουμε; Να του πάμε κόντρα και εμείς; Πάντως από Δευτέρα θα ξαναπάω να δω μήπως πετύχω ανοιχτό το βιβλιοπωλείο. Δεν θα πεθάνω από coronavirus χωρίς να το έχω φιλοσοφήσει πρώτα.