Γράφει ο Πασχάλης Σίσκος

Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε στο προσκήνιο καταρτισμένους ανθρώπους πληθώρας ειδικοτήτων και η ελληνική κοινωνία αναγνώρισε και συνειδητοποίησε την αξία των Ελλήνων επιστημόνων, το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως ορίζουν οι οικονομολόγοι.

Ωστόσο, θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία αυτών των επιστημόνων, είτε διδάσκει σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, είτε απασχολείται στην έρευνα και στην ανάπτυξη (R&D) σε κέντρα καινοτομίας (Innovation Labs/Hubs). Μείζονα τροφό του φαινομένου, αποτελεί το Human Capital Flight, ή πιο γνωστό ως Brain Drain.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), την περίοδο 2008-2017 εγκατέλειψαν την Ελλάδα 500.000 νέοι υψηλών προσόντων και δεξιοτήτων[1]. Οι περισσότερες έρευνες που αφορούν το brain drain είναι ενδεικτικές του υψηλού μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων μαθητών, το οποίο με την εκθετική αύξηση της ανεργίας στους νέους, μετατράπηκε σε αφορμή για την αναζήτηση εργασίας στις ανταγωνιστικές αγορές του εξωτερικού. Όπως άλλωστε φανερώνουν τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ανεργία των νέων σε ποσοστό υψηλότερο του 30%, ενώ η διασπορά της ανεργίας των νέων ανέρχεται σε 47.3% -με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 20%. Παράλληλα, η Ελλάδα και 3 ακόμη κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημειώνουν ποσοστά απασχόλησης των νέων κάτω του 20% (Ελλάδα 13%)[2].

Οι δείκτες, λοιπόν, και οι αγκυλώσεις της ελληνικής πραγματικότητας στην αγορά εργασίας, αναδεικνύουν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε το brain drain, να μετατραπεί σε brain gain.

Όπως σημειώνει, η έκθεση Πισσαρίδη για την Ανάκαμψη της Ελληνικής Οικονομίας, απαιτείται η ενίσχυση της εξωστρέφειας, της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και η βελτίωση των καινοτομικών επιδόσεων. Πιο συγκεκριμένα, έμπειροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η βελτίωση της συνολικής εθνικής ανταγωνιστικότητας, προϋποθέτει την ποιοτική αναβάθμιση καθολικά των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει το παραγωγικό σύστημα της χώρας. Αυτό, λοιπόν, σημαίνει την προσπάθεια για αξιοποίηση της γνώσης που υπάρχει στον κλάδο, και την καινοτομία ακόμα και σε παραδοσιακούς τομείς με φτωχές επιδόσεις σε συνήθεις δείκτες (hidden innovation). Ακόμα, χρήσιμη θα φανεί η ενεργοποίηση και η ανάπτυξη συμβουλευτικών υπηρεσιών υποστήριξης της επιχειρηματικής εξωστρέφειας και η διαμόρφωση-δημιουργία κόμβων εξυπηρέτησης ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό[3].

Την τελευταία, επίσης, δεκαετία, που η ελληνική οικονομία υπέβαλλε τους νέους στην διαφυγή και την αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, στην Ελλάδα συζητήθηκε ο όρος των start-ups, η αλλιώς νεοφυών επιχειρήσεων. Ο όρος start-up παραπέμπει σε μια εταιρία που επιχειρεί κάτι καινοτόμο, στοχεύει σε μεγάλο κοινό και σε εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη. Απτά παραδείγματα πετυχημένων νεοφυών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, με Έλληνες επικεφαλείς, αποτελούν η Dialectica (πελάτες της οποίας είναι κυρίως θεσμικοί επενδυτές και συμβουλευτικές εταιρείες) η οποία εδράζεται στην Αθήνα και το Λονδίνο, καθώς επίσης η Owiwi, η PHEE και η Ferryhopper[4]. Παράλληλα, ξένες άμεσες επενδύσεις όπως της Microsoft για τη δημιουργία του 8ου Ευρωπαϊκού Data Centre Region της, και της Mohegan για την επένδυση στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις που θέτουν οι νέοι έτσι ώστε να επιστρέψουν, να εργαστούν και να διαπρέψουν στην Ελλάδα.

Φαίνεται, λοιπόν ότι, με τις κατάλληλες κινήσεις και την παροχή φορολογικών- εργασιακών κινήτρων στους νέους εργαζόμενους, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά και τους δείκτες επιχειρηματικότητας μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά. Ας ελπίσουμε, την επόμενη δεκαετία η χώρα μας να συνεχίσει την αναπτυξιακή της τροχιά, να ξεπεράσει την τροχοπέδη της πανδημίας και της δημοσιονομικής ύφεσης, έτσι ώστε να ατενίζουν οι νέοι σε ένα λαμπρότερο μέλλον για την Ελληνική επιχειρηματικότητα.