Γράφει ο Κωνσταντίνος Γιαρέντης

Ένα είναι σίγουρο από την ιστορία με τον Κιμούλη. Σόκαρε τόσο τον κόσμο του θεάτρου και των τεχνών που λειτούργησε σαν ντόμινο, με την μία ηθοποιό μετά την άλλη να βγαίνει και να σπάει την σιωπή της για τα όσα έχουν υποστεί κατά καιρούς από συναδέλφους τους και όχι μόνον. Το ενδιαφέρον στις υποθέσεις που βγήκαν στην επιφάνεια, εκτός του καθαρά ουσιώδους, είναι το πως διαίρεσε τόσο εύκολα την κοινωνία, στους υποστηρικτές των θυμάτων και στους «τόσα χρόνια μετά, σήμερα το θυμήθηκε;» ή «μόδα έγινε πια αυτό με τις επιθέσεις, έλεος πια!». Πρώτα από όλα, ας ξεκαθαρίσουμε το εξής. Όχι φιλαράκο δεν το θυμήθηκε τώρα. Όταν όμως υπάρχουν άνθρωποι σαν εσένα που δεν πιστεύουν τα θύματα και ενοχλούνται από τα λόγια τους, λογικό είναι να φοβόντουσαν την κατακραυγή. It’s the human nature, stupid! Ακόμα, όμως και αν είναι μόδα, είναι χίλιες φορές καλύτερη μόδα από την αποσιώπηση και την σιωπηλή αποδοχή της κατάστασης αυτής.

Ας περάσουμε, όμως, στο θέμα μας. Ο Κιμούλης, ο προπονητής και όλοι αυτοί που έκαναν παρέλαση από τις οθόνες μας αυτές τις μέρες φαίνονται. Πόσοι υπάρχουν ακόμη που δεν φαίνονται; Αυτή η κατάσταση είναι η πραγματικότητα (που καθόλου δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με την κανονικότητα) ή η παρέκβασή της; Πόσοι ζούμε καθημερινά υπό τον φόβο μίας ή άλλης, ψυχολογικής ή σωματικής βίας;

Δεν ξέρω για τον καθένα εσάς, εγώ πάντως έχω περάσει περιόδους της ζωής μου που το έχω βιώσει. Έχω περάσει μέρες που δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έχω περάσει μέρες που δεν ήθελα να πάω στο σχολείο, που φοβόμουν να σηκώσω το κεφάλι μου, που δεν ένιωθα άνετα να μιλήσω σε κανέναν, μόνο και μόνο επειδή ήξερα ότι θα ακούσω απαντήσεις όπως: «Έλα μωρέ σιγά; Και τι έγινε;», «Μην το σκέφτεσαι» ή ακόμα χειρότερα «άσε μας μωρέ με τις βλακείες σου» και «τα ήθελες και τα έπαθες, γιατί δεν αντιδράς;»

Είναι αυτή ακριβώς η ανικανότητα ή η μη διαθεσιμότητα της κοινωνίας να συμμεριστεί τον άλλον. Δεν θέλουμε να μπούμε στα παπούτσια του, να ζήσουμε την ζωή του. Να δούμε πώς είναι να ζεις με αυτό το τεράστιο βάρος στη συνείδησή σου. Έχουμε κάνει όλοι μία άτυπη συμφωνία, μία συμφωνία με τα μάτια, ως ελληνική κοινωνία ότι όταν ανακαλύπτουμε ένα πρόβλημα δεν θα το αντιμετωπίζουμε σαν βράχο αλλά σαν σκόνη και θα το βάζουμε κάτω από το χαλί να μην φαίνεται. Θες από τα πιο high politics προβλήματα, όπως τα οικονομικά, θες τα πιο καθημερινά όπως το καθημερινό bullying από συγγενείς και οικείους; Παντού και συνέχεια προτιμούμε να κλείσουμε τα μάτια και να αδιαφορήσουμε από το να αντιμετωπίσουμε κατά μέτωπο το θηρίο που έχουμε μπροστά μας.

Που μας οδήγησε αυτή η συνήθεια; Στην γιγάντωση. Είτε θες να το δεις για τα ψηλά (κρίση του 2010) είτε για τα χαμηλά (τα ψυχολογικά προβλήματα που κουβαλάει το κάθε θύμα), τα προβλήματα, όσο τα αφήνεις λειτουργούν σαν μούχλα. Εξαπλώνονται και μεγαλώνουν. Και όσο μεγαλώνουν τόσο περισσότερο βρωμάνε. Ώστε φτάνεις σε ένα σημείο που δεν μπορείς να αναπνεύσεις από την δυσωδία που σκας.

Αυτό είναι το σημείο καμπής. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα. Σε αυτή τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια και βλέπουμε ότι η μούχλα έχει εξαπλωθεί επικίνδυνα πολύ. Και με το που αρχίζουμε να καθαρίζουμε και προχωράμε, στεκόμαστε λίγο και σκεφτόμαστε: Ώπα, πόση υπάρχει κρυμμένη; Πόσοι Κιμούληδες υπάρχουν κρυμμένοι πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας; Μήπως είναι περισσότεροι από όσους νομίζουμε; Εκείνη την στιγμή αρχίζεις και αμφισβητείς τα πάντα. Για την κουλτούρα σου, την κοινωνία σου, τις αξίες σου ως σύνολο.

Αν φτάσεις εκεί, συγχαρητήρια! Έκανες το πρώτο βήμα προς την αλλαγή: Συνειδητοποίησες το πρόβλημα. Σειρά τώρα έχει η αντιμετώπισή του. Αυτό, όμως, είναι μια ιστορία για μία άλλη μέρα. Μέχρι τότε, σκέψου! Έχεις τοξικούς ανθρώπους στη ζωή σου; Πόσοι είναι; Ποιοι είναι; Βρες τους! Και μόλις τους βρεις, βγάλε τους από την ζωή σου μια για πάντα! Αν δεν σέβονται αυτοί εσένα, δεν έχεις κανέναν λόγο να σεβαστείς εσύ την σχέση σου με εκείνους. Ρίξε τους ένα thank you, next και φύγε. Σου αξίζουν καλύτερα! Και αν βρεις κάποιον φίλο σου που έχει αντίστοιχα προβλήματα, μίλα του, πείσε τον προσπαθήσει! Ένα κερί δεν φτάνει για να νικήσει το σκοτάδι. Ένας στρατός όμως από κεριά, και το σκοτάδι εξαφανίζεται από μόνο του.