Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπαλατσός

Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, ειδικότερα από τον χώρο της αριστεράς, καθώς μεταξύ άλλων προβλέπει την σύσταση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας και την θεσμοθέτηση ελάχιστου βαθμού εισαγωγής. Είναι δύο «μέτρα» διαφορετικής ποιότητας, θα δούμε παρακάτω γιατί, όμως το Υπουργείο κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, τουλάχιστον θεωρητικά. Απομένει να δούμε την αποτελεσματικότητα στην πράξη.

Είναι γεγονός ότι κανένας μας δεν θέλει τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα «φρούρια», γεμάτα από όργανα επιτήρησης και επιβολής της τάξης. Και όχι από κάποια αστυνομοφοβία ή ιδεολογική στάση αλλά, διότι, μας φαίνονται τρόπον τινά ξένα προς τον ακαδημαϊκό τρόπο ζωής. Ας πούμε λίγα πράγματα επ’ αυτού. Ο ακαδημαϊκός τρόπος ζωής είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την έρευνα, την γόνιμη αμφισβήτηση, την εποικοδομητική διαφωνία και την αλληλεπίδραση διάφορων επιστημονικών κλάδων. Μέσα από αυτή την καθημερινότητα γαλουχούνται οι αυριανοί επιστήμονες και πρωτοπόροι. Σίγουρα, μια βόλτα στα ελληνικά πανεπιστήμια μεγάλων αστικών κέντρων μόνο αυτήν την εντύπωση δεν μας δημιουργεί, από την αισθητική μέχρι τις συμπεριφορές διάφορων «φοιτητών». Τα πανεπιστήμιά μας δεν κατέληξαν εν μία νυκτί κέντρα ανομίας και παραβατικότητας αλλά αυτή η δυστυχής κατάληξη αποτελεί απόρροια της συστηματικής απαξίωσης της Παιδείας από την Πολιτεία επί σειρά ετών. Όταν, λοιπόν, αφήνεις ένα πρόβλημα να διογκωθεί λαμβάνοντας διαστάσεις ανεξέλεγκτες, η ίδια η ανάγκη σε ωθεί στην λήψη σκληρών -πλην επιβεβλημένων- μέτρων. Το κλειδί δεν είναι η μόνιμη παρουσία αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια. Αντιθέτως, είναι η παροδικότητα της παρουσίας αυτής. Το μέτρο θα καταστεί αλυσιτελές αν το εκλάβουμε ως επίλογο και όχι ως πρόλογο, ως τον βασικό «οδικό άξονα» και όχι ως τον πρόδρομο για το πανεπιστήμιο του μέλλοντος. Πρέπει να υπάρξει ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο, στο νέο νομοσχέδιο προβλέπεται σε έναν βαθμό, ώστε μαζί με τον θεσμό της πανεπιστημιακής αστυνομίας να θεραπευτούν οι χρόνιες παθογένειες της ανώτατης εκπαίδευσης και να αναμορφώσουν συθέμελα το ακαδημαϊκό οικοδόμημα.

Ο ελάχιστος βαθμός εισαγωγής είναι ένα μέτρο διαφορετικής ποιότητας, όπως προαναφέρθηκε. Η ύπαρξή του πρέπει να χαρακτηρίζεται από μονιμότητα, ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα των σχολών και των προγραμμάτων σπουδών. Είδαμε φαντάζομαι όλοι με λύπη, επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ, να εισάγονται νέοι σε φιλολογικές ή μαθηματικές σχολές με 7.000 μόρια. Ο στείρος δικαιωματισμός, ως σύμπτωμα παρακμής της εποχής μας, στοχεύει σε μια κατ’ επίφασιν ισότητα που θέλει να δώσει πρόσβαση σε όλους ανεξαιρέτως, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις και την θέληση, καταργώντας με αυτόν τον τρόπο το έθος της αριστείας· όχι μονάχα στην τυπική της μορφή, όπως αποτυπώνεται στους βαθμούς και στα μόρια, αλλά ως στάση ζωής, δηλαδή την ύπαρξη ευγενούς ανταγωνισμού μεταξύ των νέων. Όμως, όταν στους νέους μιας κοινωνίας εκριζώνεται η τάση για διάκριση, τότε αυτή η κοινωνία σταματά να προοδεύει, να κινείται και να εξελίσσεται· ήτοι, αργοπεθαίνει.

Είναι ενθαρρυντικό ότι μια κυβέρνηση επιτέλους εκφράζει την βούλησή της για ανανέωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Όσοι νέοι επιθυμούμε τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα να εκσυγχρονιστούν και να αναζητήσουν την θέση τους διεθνώς, αισιοδοξούμε μπροστά σε αυτές τις πρωτοβουλίες και βρισκόμαστε εν αναμονή περισσότερων κινήσεων, ώστε να καταστεί η Ελλάδα σημείο αναφοράς στην παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα. Το αξίζει.